Τα πιο γνήσια γράμματα που διάβασα στη γλώσσα μας ως τώρα. Προς υπόδειξη αντιγράφω την πρώτη παράγραφο, από το τέταρτο στη σειρά, που χρονολογείται 19 Αυγούστου, 1991:
«ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ. Η είδηση, η λέξη μόνο σ’ ανατριχιάζει, σα να βρίσκεις φίδι κάτω από το μαξιλάρι σου, όταν πας να κοιμηθείς. Εχουμε κρεμαστεί στα ραδιόφωνα των αυτοκινήτων και στα στόματα των μεταφραστών. Οι ειδήσεις φτάνουν κομματιαστές, από τους σταθμούς που έχουν ακόμα την ελευθερία να μεταδίδουν χωρίς πίεση τα νέα. Ο μοσχοβίτικος σταθμός παίζει συνέχεια εμβατήρια και εθνικούς χορούς, κοινό συνήθειο όλων των πραξικοπηματιών σε όλο τον κόσμο. Κάθε μισή ώρα βαριά η καταθλιπτική φωνή που σου παγώνει την ψυχή, και ξέρεις από πριν τι ακριβώς θα πει: Στο όνομα του λαού και μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο που απειλεί τη χώρα, καταλύουμε σήμερα την προδοτική και ανίκανη κυβέρνηση των ανδρείκελων της Αμερικής και των ξένων πρακτόρων. Το αντεθνικό Σύνταγμα αναστέλλεται επ’ αόριστον. Κάθε πράξη αντίστασης τιμωρείται παραδειγματικά. Οι εφημερίδες και τα έντυπα της αντίδρασης παύουν να κυκλοφορούν και κατάσχονται τα τυπογραφεία και οι εγκαταστάσεις των ραδιοφωνικών σταθμών. Ο στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας θα επιβάλουν την τάξη σε όλη τη χώρα. Ολες οι εξουσίες περιέρχονται από σήμερα στην Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, που αναλαμβάνει να προστατέψει τη χώρα από τους εξωτερικούς εχθρούς της».
Η υστερόγραφη συνέχεια είναι συνειρμική – αντιγράφεται με τους ίδιους όρους: «Προσπαθώ να αντιγράψω για σένα ό,τι συγκράτησα από τις πεταχτές και κακομεταφρασμένες λέξεις. Κάπου στη μνήμη μου, την πολύ παλιά και την πολύ καινούργια, ηχούν οι ίδιες ακριβώς λέξεις. Εγώ εννιά χρονών. Ξημερώματα, το σπίτι μας στην Κηφισιά ζώνεται από χωροφύλακες. Φωνές βάναυσες, ο σκύλος μας Βολφ γαβγίζει ξεφρενιασμένος, η μητέρα, η γιαγιά, οι κοπέλες του σπιτιού πετιούνται αλαφιασμένες στους διαδρόμους, κατρακυλούν τη μεγάλη σκάλα, που βγάζει στο χωλ και στην πόρτα, που είναι κιόλας σπασμένη, και το ήσυχο σπίτι μας πλημμυρίζει από αρβύλες, στολές, όπλα».
Επιστρέφω στο παρόν: βιβλίο λιγνό σε όγδοο σχήμα (σελίδες 96). Στο εξώφυλλο: αριστερά φανοστάτης, στη βάση παράλιο τοπίο, στην άκρη ένα ζευγάρι εμπιστευτικό, αμίλητο. Από κάτω η λέξη ΑΓΡΑ. Στη μέση έξι κεφαλαιογράμματες λέξεις και μια χρονολογία: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ / ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΜΑΙΑ / 1991. Στο οπισθόφυλλο δυο κείμενα: πλαγιογράμματο το ένα, απλό το δεύτερο, μοιρασμένο σε δύο παραγράφους. Αντιγράφεται η δεύτερη: «Το 1991 ο Νίκος Κούνδουρος, σκηνοθέτης του Δράκου και πολλών ακόμα σπουδαίων ταινιών, βρίσκεται για πολλούς μήνες στην Κριμαία για τα γυρίσματα της ταινίας Μπάυρον. Στέλνει συστηματικά γράμματα στη νεαρή γυναίκα του Σωτηρία. Στο διάστημα αυτό, τον Αύγουστο, γίνεται το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ και ακούει τα ελικόπτερα που τον ψάχνουν νύχτα στο δάσος της Κριμαίας. Ανάμεσα στα ντεκόρ γίνεται η ταφή ενός δεκαεπτάχρονου κοριτσιού που το σκότωσαν εγκληματίες. Στο περιβάλλον της Γιάλτας, όπου έζησε ο Τσέχωφ, ο Κούνδουρος αναπολεί συγγραφείς που διάβασε μικρός: Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Αντρέγιεφ. Σκέφτεται τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Ρούσσο και τις απώλειες στενών φίλων».
Τα είκοσι δύο γράμματα του Κούνδουρου περιβάλλονται από ένα ενυπόγραφο Σημείωμα για τα γράμματα της Σωτηρίας Ματζίρη-Κούνδουρου και ένα (το μοναδικό) δικό της τρισέλιδο γράμμα χρονολογημένο Τετάρτη, 9 Οκτώβρη, που καταλήγει σε «Ποίημα του Μπρεχτ προς τον Νίκο». Το αντιγράφω αναλλοίωτο: «Αυτός που αγαπώ / μου είπε πως με χρειάζεται. Γι’ αυτό / προσέχω τον εαυτό μου / κοιτάζω το δρόμο και / φοβάμαι κάθε σταγόνα βροχής / μήπως και με σκοτώσει». Μεσολαβούν επτά ασπρόμαυρες «Σκηνές από τα γυρίσματα» που σε καθηλώνουν. Παραθέτω την πρώτη φράση από το Σημείωμα: «Καθώς διάβαζα τα γράμματα αυτά, τα μοναδικά που έχω σε τέτοια πυκνότητα –γιατί δεν χωρίζαμε ποτέ, ώστε να χρειαστεί αλληλογραφία, ή αν χωρίζαμε, ήμασταν κακιωμένοι και δεν υπήρχε θέμα –είχα την αίσθηση πως γράφτηκαν για να διαβαστούν κι από άλλους».
Για τα γράμματα του Νίκου την άλλη Κυριακή. Προς το παρόν ένα τηλεγραφικό επίμετρο για τη ζωή του και το έργο του, που πήγαν και πηγαίνουν ακόμη μαζί. Γέννηση στη ριζική Κρήτη, αποτυπωμένη στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου. Σπουδές ζωγραφικής και γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Στην Κατοχή εντάσσεται στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μετά τον πόλεμο εξορίζεται στη Μακρόνησο. Στα 28 του χρόνια αποφασίζει να αφοσιωθεί στον κινηματόγραφο, ξεκινώντας με τη Μαγική Πόλη (1954). Ακολουθούν: Ο Δράκος (1956), Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1960), Μικρές Αφροδίτες (1963), Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Τραγούδια της φωτιάς (1975), 1922 (1978), Μπορντέλο (1984), Μπάυρον: μπαλλάντα για ένα δαίμονα (1992), Οι φωτογράφοι (1998) και αγγλόφωνο Το πλοίο (2011). Αλλεπάλληλα βραβεία, δικά μας και ξένα.
Ο Νίκος Κούνδουρος, ταλέντο γνήσιο, ριψοκίνδυνο, φιλελληνικό. Ωραίος, αισθησιακός (καθόλου αυτάρεσκος), φίλος εγκάρδιος. Συνεχίζεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ