Ο λόγος για το φιάσκο της πυγμαχίας που ακούστηκε την περασμένη Παρασκευή στην αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου, σε απολαυστικό διάλογο της Ελένης Κοκκίδου και του Χάρη Φραγκούλη. Με ήρωα έναν ξιπασμένο ζήτουλα, με δίφυλο όνομα, που βρίσκει εδώ τον μάστορή του. Για τη δέκατη όγδοη ραψωδία της Οδύσσειας πρόκειται, που της υπολείπονται έξι ραψωδίες ώσπου να φτάσει η ακρόασή της στο προγραμματισμένο τέρμα της. Προς το παρόν προτείνονται οι δώδεκα πρώτοι στίχοι μεταφρασμένοι:
«Βραδιάζοντας εισβάλλει στο παλάτι άλλος ζητιάνος, / πασίγνωστος σ’ όλη την πόλη της Ιθάκης, ψωμοζήτης, / αχόρταγη κοιλιά, ο νους του πάντα στο φαΐ και στο πιοτό, / αδύναμος και μάλλον μαλακός , παρότι μεγαλόσωμος, / μ’ ένα σκαρί που χτύπαγε στο μάτι. / Αρναίος τ’ όνομά του –έτσι τον είπε η καλή του μάνα / τη μέρα που τον γέννησε. Οι άλλοι ωστόσο, νέοι αυτοί κι ωραίοι, / όλοι τού κόλλησαν το παρατσούκλι Ιρος (Ιρις αρσενική), έτσι που πάνω-κάτω τρέχοντας μετέφερε μηνύματα / κάθε φορά που κάποιος κάτι του ζητούσε. / Αυτός λοιπόν με το που μπήκε στο παλάτι γύρευε με το ζόρι τον Οδυσσέα να διώξει / μέσα απ’ το ίδιο του το σπίτι, με λόγια βάναυσα κι απανωτά, / που σαν πουλιά πετούσαν /: Μακριά, γεράκο, από τούτο το κατώφλι, αλλιώς σερνάμενος θα βγεις / από το πόδι. Τάχα δεν άκουσες πως όλοι εδώ με σπρώχνουν να σε κάνω καροτσάκι;».
Ο Οδυσσέας (αγνώριστος και παραμορφωμένος) απωθεί στην αρχή την πρόκληση, μετά όμως ενδίδει, με παρακίνηση και των μνηστήρων που μυρίζονται ότι η πυγμαχία αυτή θα βγάλει γέλιο και γλέντι. Και δεν πέφτουν έξω. Τα ενδιάμεσα παραλείπονται φτάνοντας στο κρίσιμο σημείο:
«Ενας στον άλλον αντιμέτωποι, βαράει ο Ιρος πρώτος στον ώμο τον δεξή του άλλου, / οπότε αυτός του δίνει μια μπουνιά στον σβέρκο, λίγο πιο κάτω από τ’ αφτί, / σπάζοντας τ’ απομέσα κόκαλα, κι αμέσως μπούκωσε το στόμα του με κόκκινο αίμα. / Πέφτει στη σκόνη ο Ιρος μουκανίζοντας και σφίγγοντας τα δόντια του, / κλωτσούσε με τα πόδια του τη γη. Γύρω οι περήφανοι μνηστήρες, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, πέθαναν στο γέλιο. Ο Οδυσσέας / στο μεταξύ τον έσερνε απ’ το πόδι ώσπου να φτάσει στην αυλή, κι εκεί / τον έστησε πάνω στον φράχτη της αυλής, του βάζει κι ένα ραβδί στο χέρι / κι ύστερα τον προσφώνησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά: Εδώ τώρα ξαπόστασε, σκιάχτρο για τα σκυλιά και τα γουρούνια, / κι άλλη φορά, κακόμοιρε, μην παίξεις τον αφέντη σε ξένους και φτωχούς, μήπως σου πέσει στο κεφάλι το χειρότερο». Επονται κάποια σχόλια:
Σε πρώτη ματιά η πυγμαχία Ιρου και Οδυσσέα φαίνεται κάπως χοντροκομμένη –κάποιοι τη βρίσκουν κακού γούστου. Πρόχειρη εντύπωση, την οποία όμως υπολογίζει ο ποιητής, για να προκαλέσει το σχετικό ενδιαφέρον, περιμένοντας να λειτουργήσουν οι συνειρμοί που προκύπτουν από την ένταξη του συγκεκριμένου επεισοδίου στα ομότροπα συμφραζόμενά του. Οπου το φιάσκο αυτής της πυγμαχίας αποτελεί αναβαθμό σε μια ομόθεμη αφηγηματική κλίμακα που σκοπεύει να καταστήσει φανερή τη βαναυσότητα των μνηστήρων και κάποιων άπιστων δούλων του παλατιού στον αδιάγνωστο ακόμη ξένο.
Γιατί πριν και μετά το κάζο του Ιρου απαντούν πέντε περιστατικά βάναυσης συμπεριφοράς στην εξέλιξη της δέκατης όγδοης ραψωδίας. Προηγείται η χλεύη του Μελάνθιου προς τον ξένο όσο εκείνος οδεύει προς το παλάτι. Ακολουθεί, μετά τον εξευτελισμό του Ιρου, στη μεγάλη αίθουσα, η βάναυση έκρηξη του Αντίνοου, που δεν σηκώνει την αμυντική ευφράδεια του Οδυσσέα και του ρίχνει ένα σκαμνί στον ώμο. Τρίτο στη σειρά ακούγεται το υβρεολόγιο της Μελανθώς, από το σόι του Μελάνθιου, εις βάρος του αδιάγνωστου Οδυσσέα. Παραθέτω το δεύτερο μέρος του:
«Κάθεσαι εδώ και παρασταίνεις τον μεγάλο ρήτορα, / θρασύς μπροστά σε τόσους άντρες, χωρίς να νιώθεις μέσα σου / κανένα δισταγμό. Αν δεν παραζαλίστηκες απ’ το πολύ κρασί, / είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι’ αυτό μας αραδιάζεις παπαρδέλες. / Το πήρες πάνω σου που νίκησες τον Ιρο, έναν του δρόμου / ψωμοζήτη. Κοίτα μονάχα μήπως κάποιος άλλος σηκωθεί, / πιο μπρατσωμένος από σένα, και με τα στιβαρά του χέρια βαρώντας / το κεφάλι σου, το κάνει σβούρα και το πετάξει αιμόφυρτο έξω απ’ το σπίτι». Αλλά κι ο Οδυσσέας δεν το βάζει κάτω: «Σκύλα, τ’ άθλια λόγια σου αν τρέξω να τα πω / του Τηλεμάχου θα σε λιανίσει αυτός, θα γίνεις κομματάκια». Τελευταίος δείχνει την περιφρόνησή του για τον ξένο ο Ευρύμαχος: «Αλλά σε βλέπω κακομαθημένο κι ακαμάτη, δεν θα ‘θελες / να ζοριστείς δουλεύοντας. Το ‘χεις καλύτερο στην πόλη εδώ να σκύβεις / το κεφάλι ζητιανεύοντας κι έτσι να βόσκεις την ακόρεστη κοιλιά σου».
Κοινός παρονομαστής των πέντε υβρεολογικών συγκρούσεων που περιβάλλουν την «Ιρου πυγμή» είναι η ηθοποιία χειρονομίας και λόγου. Η αθυροστομία σπάζει εδώ το φράγμα του επικού λεξιλογίου και ακούγεται σαν παρωδία της επικής σεμνότητας. Η οποία εντοπίζεται (προαναγγέλλοντας τον Αριστοφάνη;) σε διαδοχικές σκηνές πλοκής και διαπλοκής, υπονομεύοντας το κύρος του παραδοσιακού μύθου, στο σύνολο και στα μέρη του. Με τους όρους αυτούς η «Ιρου πυγμή» παραδειγματίζει τον απελευθερωτικό χαρακτήρα της πλοκής στο σύνολο της Οδύσσειας.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, η αθυρόστομη και χυδαία γλώσσα του Μελάνθιου, του Ιρου, του Αντίνοου, της Μελανθώς και του Ευρύμαχου προσγειώνει τον μύθο της Οδύσσειας στην παθολογική καθημερινότητα. Αν δεχθούμε ότι ο μύθος διαμορφώνεται και λειτουργεί με γενικώς αποδεκτές συμβάσεις, τότε η πλοκή, στις διάφορες εκδοχές και εφαρμογές της, εξασφαλίζει τις ενδιάμεσες εκτροπές και αποκλίσεις που ζωντανεύουν την αφήγηση. Με το μέτρο αυτό η Οδύσσεια αποτελεί, περισσότερο από την Ιλιάδα, παράδειγμα ρηξικέλευθης διαπλοκής μύθου και πλοκής, αποτυπωμένης στη διαδοχή ομότροπων επεισοδίων, στη συνεύρεση των προσώπων αλλά και στην ίδια την επική γλώσσα, που ακούγεται διφορούμενη.
Σε ένα σημαντικό για το συζητούμενο θέμα χωρίο της Ποιητικής ο Αριστοτέλης, συσχετίζοντας την πλοκή με τον μύθο σε ομόθεμες τραγωδίες, παρατηρεί ότι πολλοί ευστοχούν στη δέση της πλοκής αλλά αστοχούν στη λύση της, ενώ τα δύο μέρη (δέσις και λύσις) θα πρέπει να συγκροτούν άρτιο σύνολο. Το ευφυές αυτό αριστοτελικό κριτήριο όχι μόνο τηρείται αλλά συνάμα και υπερβαίνεται στην Οδύσσεια με τη μέθοδο του διφορούμενου. Στο οποίο προσφεύγει ο ποιητής ακόμη και για τα μεγαθέματά της: τον «αμφίβολο» νόστο του Οδυσσέα και την εξίσου «αμφίβολη» πίστη της Πηνελόπης, που μπλοφάρει, με το αζημίωτο, στο δεύτερο μέρος της δέκατης όγδοης ραψωδίας συμπληρώνοντας το θέμα της παράταιρης «Ιρου πυγμής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ