Ο λόγος για την «Τέχνην της Ποιήσεως», όπως τη φαντάστηκε παρήγορη ο Καβάφης να συμβάλλει στο ακέραιο ποίημα. Μεταποιώντας το θέμα του, εν μέρει ή εν όλω, ακόμη και όταν πρόκειται για οδυνηρό ντοκουμέντο, ιστορικό, πολιτικό ή σύμμεικτο. Αυτό το κατόρθωμα αναγνωρίζεται στο οριακής εμπειρίας καβαφικό ποίημα «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.», το οποίο συντελέστηκε το 1908, μαζί με τα «Κρυμμένα», στα σαράντα πέντε χρόνια του ποιητή, καταπώς βεβαιώνει ο Γ. Π. Σαββίδης. Αφήνοντας στον αναγνώστη να εκτιμήσει τις δηλωμένες και τις αδήλωτες μεταλλαγές τού «τι» σε «πώς», ευθέως και αντιστρόφως. Προς το παρόν υπενθυμίζω τις ευθύβολες μεταλλάξεις, που διαφύλαξε ο Σαββίδης πάλι, ενημερώνοντας τον Τσίρκα.
Η πρώτη ευθύβολη μετάλλαξη: Ο αρχικός, επώνυμος τίτλος του ποιήματος Ιουσέφ Χουσεΐν Σελίμ, παραχώρησε τη θέση του στον ακριβή δείκτη ημερομηνίας και ώρας μιας μοιραίας μέρας. Η δεύτερη παράλλαξη: μεταποιείται η πρώτη φράση «Οταν οι Εγγλέζοι έφεραν για να κρεμάσουν», στην αρχή «Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν». Και οι δύο αυτές μεταλλαγές συστήνουν, κατά τη γνώμη μου, τον τρίτο συντελεστή του ποιήματος, που αναβαθμίζει το ιστορικό και πολιτικό του υπόβαθρο. Στο μεταξύ, χρειάζεται, για δεύτερη φορά, η οριστική γραφή του ποιήματος. Αντιγράφω: 27 ΙΟΥΝΙΟΥ 1906, 2 μ.μ.
Σαν τό’ φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν / το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί, / η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά / σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα /κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριο ήλιο, / πότε ούρλιαζε και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο / και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε «Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τά ‘ζησες παιδί μου». / Κι όταν το ανέβασαν στη σκάλα της κρεμάλας / κ’ επέρασάν το το σχοινί και τό πνιξαν / το δεκαεπτά χρονώ αθώο παιδί, / κι ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν / με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας / το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα, / η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα / και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙ / «Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε, / « δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου».
Προχωρώ στις λανθάνουσες μεταλλάξεις. Η προαιρετική μετακίνηση του επώνυμου νέου, που απαγχονίστηκε από τον τίτλο του ποιήματος στην υποσημείωσή του, έχει τον αποχρώντα λόγο της: αίρει την παρεξήγηση μήπως είναι ο μόνος που απαγχονίζεται. Ενώ τα πραγματολογικά στοιχεία βεβαιώνουν ότι απαγχονίστησταν τουλάχιστον τέσσερις, αν όχι πέντε, ότι δύο καταδικάστηκαν σε ισόβια καταναγκαστικά έργα, τρεις σε δεκαπέντε χρόνια εγκλεισμού, τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και δημόσια μαστίγωση. Η επίσημη εξάλλου απόφαση του δικαστηρίου όριζε ότι οι κατηγορούμενοι «θα θανατωθώσι σήμερον στις 27 Ιουνίου, «ώρα 2 μ.μ. εν Δενσουάι». Χρονικά δεδομένα που τα αυτονομεί ιδιοφυώς ο Καβάφης.
Η δεύτερη μετάλλαξη του πρώτου στίχου από «Οταν οι Εγγλέζοι τό ‘φεραν να το κρεμάσουν» σε «Σαν τό ‘φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν» ακούγεται μάλλον διφορούμενη: ελιγμός ίσως για να μην εξονομαστούν οι Αγγλοι αποικιοκράτες της Αιγύπτου. Να χωνευτούν στο σύνολο των Χριστιανών. Εκτός αν έπαιξε ρόλο ο βελτιωμένος τώρα ρυθμός του πρώτου στίχου με την επιλογή του οξύτονου «Χριστιανοί» αντί του παροξύτονου «Εγγλέζοι».
Εξάλλου η συνολική ρύθμιση του ποιήματος σε ισάριθμες ενότητες και ομόλεξες ανταποκρίσεις καθηλώνει. Το ποίημα μοιράζεται στα δύο: στο στήσιμο της αγχόνης (στ. 1-8) και στην εκτέλεση του απαγχονισμού (στ. 9-18). Το θύμα και τις δύο φορές ακούγεται «δεκαεφτάχρονο αθώο παιδί», παραμένοντας αμίλητο. Την πρώτη φορά, όταν η μάνα του η μάρτυσσα, «εκεί κοντά», σέρνεται και χτυπιέται μες στα χώματα, ουρλιάζει, κραυγάζει, σα λύκος, σα θηρίο, κάτω από τον άγριο ήλιο, «μοιρολογώντας» τα δεκαφτά χρόνια του παιδιού της.
Τη δεύτερη, όταν βλέπει το αθώο παιδί ν’ ανεβαίνει τη σκάλα της κρεμάλας, και μετά να κρέμεται ελεεινά στο κενό, με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας. Τότε η μάνα του παραλογισμένη, μετρά τη ζωή του γιου στις δεκαεφτά μέρες –κάθε χρόνος μια ατέλειωτη μέρα. Δεν πρόκειται για τυπικό, πρωτοπρόσωπο μοιρολόι, σαν τη «Μάνα του Χριστού» του Βάρναλη, ή τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου.
Το ποίημα είναι συνταγμένο εδώ σε τρίτο πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο, αόριστο και παρατατικό. Προϋποθέτοντας έναν αυτόπτη και αυτήκοο μάρτυρα, που δεν δηλώνει άλλως πως την ταυτότητά του. Βλέπει, ακούει και απογράφει, ενσωματώνοντας δύο φορές τα λόγια της μάρτυσσας μάνας του δεκαεπτάχρονου παιδιού της, που απαγχονίζεται μπροστά στα μάτια της. Τη δεύτερη φορά τα δεκαεφτά χρόνια ζωής βγαίνουν εφτά μέρες θανάτου.
Εντέλει ποιος είναι ο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας που του οφείλεται η σύνταξη ενός οριακού ποιήματος δεκαοκτώ στίχων, με άγριο θέμα και εξίσου άγριο λεξιλόγιο, στο οποίο δεν μας έχει συνηθίσει ο Καβάφης. Εδώ ο ποιητής εναλλάσσει γλώσσα και φυλή, με συμπάθεια για τους ντόπιους Αιγύπτιους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ