Για τη δέκατη τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας ο λόγος που ακούστηκε άψογα την περασμένη Παρασκευή στις αναγνώσεις του Εθνικού Θεάτρου (Μπέττυ Αρβανίτη – Κώστας Βασαρδάνης). Οπου το έπος βρίσκει τη μέση του δρόμου του. Το αποφασίζει ο ποιητής, το αισθάνεται ο ακροατής και οι αλεξανδρινοί γραμματικοί εδώ χάραξαν βαθιά διαχωριστική γραμμή μοιράζοντας ακριβοδίκαια το ποίημα στα δύο: δώδεκα ραψωδίες στη μία μεριά και άλλες τόσες στην άλλη. Κλείνοντας ο εξωτερικός κύκλος του νόστου ανοίγει ο εσωτερικός, με την ενύπνια μεταφορά του ήρωα από τη Σχερία στην Ιθάκη.
Ο εσωτερικός νόστος (από το λιμάνι του Φόρκυνα στον συζυγικό θάλαμο) θα είναι ωστόσο και αυτός μετ’ εμποδίων, στον βαθμό που ο Οδυσσέας πρέπει να παραχαράξει την ταυτότητά του ώσπου να διεκπεραιώσει τη ριψοκίνδυνη μνηστηροφονία με τα παρεπόμενά της. Στο μεταξύ, οι Απόλογοί του έχουν εξαντληθεί το προηγούμενο βράδυ στο βασιλικό παλάτι της Σχερίας και ο Αλκίνοος αναβάλλει την αναχώρηση του ήρωα με το καράβι των Φαιάκων για το απόδειπνο της άλλης ημέρας, αφού προηγουμένως γίνουν όλες οι προετοιμασίες και συγκεντρωθούν πρόσθετα ξένια δώρα.
Η αναμονή του Οδυσσέα την επόμενη μέρα φτάνει στο έπακρο και εξεικονίζεται με μία από τις πιο παραστατικές παρομοιώσεις της Οδύσσειας. Οταν το φως χαμηλώνει, ο Οδυσσέας αποχαιρετά τους ξενιστές του και εμπιστεύεται τον νόστο του στους έμπειρους ναυτικούς της Σχερίας, που τον αποθέτουν στην κοιλιά του καραβιού εξασφαλίζοντας τον άνετο ύπνο του. Ο οποίος ορίζεται από τον ποιητή με τρία κατηγορούμενα: νήγρετος, ήδιστος, θανάτω άγχιστα εοικώς. Που πάει να πει: αξύπνητος, ηδονικός, στο όριο του θανάτου. Ετσι προκύπει η τριλογία του νόστου στην Οδύσσεια: νόστος – ύπνος – θάνατος. Τρίπτυχο αποκαλυπτικό που επισφραγίζεται με τρίδυμη παρομοίωση. Την παραθέτω σε μετάφραση:
«Πώς, στον κάμπο πέρα, τέσσερα άλογα, ζεμένα στον ζυγό, / όλα μαζί κινούν, στον χτύπο υπάκουα της μάστιγας / κι ορθώνουνε ψηλά τα πόδια τους, για να τελειώσουν γρήγορα τον δρόμο τους, / παρόμοια ορθώνονταν η καραβίσια πρύμνη, ενώ το κύμα / πορφυρό και μέγα, φούσκωνε πίσω της την αφρισμένη θάλασσα. // Ετρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο, μήτε γεράκι / το πιο γρήγορο πετούμενο δεν θα μπορούσε να το φτάσει. / Σαν το γεράκι πετώντας το πλεούμενο, έσχιζε το θαλάσσιο κύμα, / τον άντρα ταξιδεύοντας που η στόχασή του έμοιαζε θεού. // Ενας που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία ψυχή του, που πέρασε πολέμους κι άγρια κύματα της θάλασσας, / τώρα ατάραχος κοιμόταν, λησμονώντας τ’ αμέτρητα παθήματά του».
Πρόκειται για τρίπτυχη παρομοίωση, που λειτουργεί συνάμα σαν επίλογος και πρόλογος, ενθύμηση και λησμοσύνη. Θυμίζοντας λέξεις και θέματα του προοιμίου, ανακαλώντας πάθη και κατορθώματα του ήρωα στον κύκλο του εξωτερικού νόστου, που τώρα αποφορτίζεται, για να ανταποκριθεί στις εμπλοκές του εσωτερικού νόστου, έχοντας σύμμαχο πλάι του την Αθηνά. Πουθενά αλλού στα ομηρικά έπη ένας θνητός και μια θεά δεν εξοικειώνονται όσο και όπως η Αθηνά και ο Οδυσσέας εδώ. Οπου η δεκάτη τρίτη ραψωδία λειτουργεί σαν μήτρα τρίμορφης μεταμόρφωσης, που συνεπαίρνει τον χώρο (την Ιθάκη), τα πρόσωπα (την Αθηνά και τον Οδυσσέα) και τον αμφίσημο λόγο τους.

Συγκεκριμένα:

Οταν το άλλο πρωί ο Οδυσσέας ανοίγει τα μάτια του στο ήρεμο λιμάνι του Φόρκυνα, όπου τον έχουν αποθέσει οι Φαίακες ναυτικοί, δεν αναγνωρίζει την Ιθάκη γιατί η θεά τη θόλωσε με ομίχλη, μεταμορφωμένη και η ίδια σε νεαρό βοσκόπουλο. Αλλά και όταν η ομίχλη διαλύεται, ο Οδυσσέας δεν ομολογεί την πραγματική του ταυτότητα. Οσο η Αθηνά (μεταμορφωμενη τώρα σε μια ωραία και ψηλή κοπέλα) ελέγχει τη δυσπιστία του, τόσο εκείνος επιμένει στην απόκρυψή του με μια πλαστή διήγηση παίζοντας τον ρόλο του ξένου ναυαγού. Εντυπωσιασμένη η θεά με την πανουργία του αποκαλύπτεται εξισώνοντας την πολύτροπη φύση του ήρωα με τη δική της.
Σήμα της συναρπαστικής αυτής εξοικείωσης είναι η σκηνή όπου οι δυο τους, καθισμένοι πλάι πλάι στον λάκκο μιας ελιάς, στοχάζονται πότε και πώς θα πετύχει ο όλεθρος των μνηστήρων. Η Αθηνά προτείνει και ο Οδυσσέας συναινεί. Προς το παρόν θα πρέπει, παραμένοντας αγνώριστος ακόμη και στην Πηνελόπη, να καταφύγει στο απόμερο χοιροστάσιο του καλόγνωμου Εύμαιου, παραμορφωμένος σε επαίτη –η ίδια αναλαμβάνει την παραμόρφωσή του:
Σουρώνει το λυγερό κορμί του και αφανίζει τα μαλλιά της κεφαλής του. Τσιμπλιάζει τα ωραία του μάτια, σκεπάζει το σουρωμένο του κορμί με ράκη στην κάπνα βουτηγμένα. Τον περιβάλλει με τομάρι ελαφίνας. Στο χέρι του βάζει ένα ζαβό ραβδί και στους ώμους τρύπιο σάκο. Μ’ αυτό το ρακένδυτο, σακατεμένο σώμα αναχωρεί ο Οδυσσέας για το καλύβι του Εύμαιου, ενώ η θεά φεύγει να φέρει πίσω από τη Σπάρτη τον Τηλέμαχο, τον φιλητό γιο του Οδυσσέα.
Πέρας της δέκατης τρίτης ραψωδίας, σκόπιμα κρεμασμένο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ