Καπαρωμένα τρία ευδόκιμα, καταπώς έλεγαν οι παλαιοί, βιβλία, που τίμησαν και τιμούν τη λογοτεχνία μας. Προηγήθηκε, σπάνιας ευαισθησίας και βιωμένης γνώσης, ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης με τα «Ποιήματα 1982-2010» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης). Μεσολάβησε, σε δεύτερη έκδοση, η νεωτερική «Κάδμω» της Μέλπως Αξιώτη (Κέδρος) και ακολούθησε «Η Νίκη σαν Φοίνικας» της Κλαίρης Μητσοτάκη, καθηλώνοντας τον αναγνώστη με τη βιογραφική της αφήγηση (Το Ροδακιό). Ανέλπιστα εξάλλου είδαν ξανά το φως τα ξεχασμένα εκείνα σατιρικά «Ποιήματα» του Στέφανου Σαχλίκη (άψογη έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης). Φροντισμένα από τον Γιάννη Κ. Μαυρομάτη, με βάση τρία χειρόγραφα, που πρώτος τα στερέωσε ο πρόωρα ταξιδεμένος, αρμόδιος όσο άλλος κανείς, Νίκος Παναγιωτάκης. Δεν είμαι ειδικός, αλλά δεν αντέχω στον πειρασμό να αντιγράψω κάποιους στίχους από τα «Στιχουργήματα για τη φυλακή», με δηλωμένες τις παραλείψεις.

Εις τους καιρούς τους πρωτινούς, ωσάν θωρώ γραμμένα, / ο φίλος διά τον φίλον του θάνατον δεν εψήφα / και ν’ αποθάνη ορέγετον διά την τιμήν του φίλου,/ επροτιμάτο να γενή νεκρός διά τον φίλον». […] Οταν εσκότωσεν τον Πάτροκλον ο Εκτωρ, / ο Αχιλλέας έλυσε τον όρκον του, ετότε κι ηρματώθη / και μόνος εκατέβηκεν στην μέση του φουσάτου / κι απροτιμήθη θάνατον, έκρινε ν’ αποθάνη / παρού ν’ αφήση αγδίκητον τον θάνατον του φίλου. […] Αμή θωρώ ότι ελλάξασι τα πράγματα του κόσμου, / κανείς ουδέν ευρίσκεται καλός, εμπιστεμένος. / Ολοι αγαπούν τα πράγματα, γυρεύουν το λογάριν, / και πάσχουν να κερδίσουσιν, πλούσιοι να γενούσιν. / Οι ψευδοφίλοι τρέχουσιν όπου ‘ναι το λογάριν, / όπου ‘ναι κέρδος κι όφελος, εκεί κάμνουν φιλίαν.
Δυο λόγια μόνον για την ταυτότητα του περιθωριακού, καταπώς φαίνεται, Στέφανου Σαχλίκη. Αντιγράφω από τον δάνειο Πρόλογο της έκδοσης: «Γεννήθηκε στον Χάνδακα, Μεγάλο Κάστρο, σημερινό Ηράκλειο, περίπου το 1331 και πέθανε μετά το 1391 […], που πέρασε άσωτη νιότη, κατασπατάλησε την περιουσία του στις ασωτίες και φυλακίστηκε εξαιτίας του δεσμού του με μια χήρα ελαφρών ηθών, την Κουταγιώταινα. Από τη φυλακή (1370-1371) έγραψε μια τολμηρή σατιρική περιγραφή όλων των ελαφρών εύθυμων γυναικών της κρητικής πρωτεύουσας, καθώς και την εξιστόρηση μιας φανταστικής, οργιαστικής συνέλευσής τους. […] Στη φυλακή έγραψε επίσης για τους άπιστους φίλους…».
Πήρα φόρα, και σταματώ. Ξαναγυρίζοντας στο θέμα που έχω εξαγγείλει, μιλώντας για τα «Ποιήματα» του Χριστόφορου –από τα περίχωρα του Χάνδακα της Κρήτης κατάγεται κι αυτός. Με συνδέει μαζί του ανυποχώρητη φιλία, αφότου δημοσίευσε το 1982 το ποίημα «Ο Μινώταυρος μετακομίζει», που το αγαπώ και το θαυμάζω. Από εκεί τα δύο επόμενα παραθέματα, με τα οποία ανοίγει και κλείνει η πρώτη ενότητα της σύνθεσης που επιγράφεται ΤΟ ΧΑΣΜΑ. Τίτλος του πρώτου ποιήματος «Κήπος εφηβικός»:

Ο ήλιος πάντα αστυνομεύει / τους κανόνες του παιχνιδιού / αλλάζοντας τον κήπο κάθε μεσημέρι. // Νεραντζιές με νεράντζια ανθισμένες∙ / γυμνός και με περιέργεια / δοσμένος σε δερματικούς αυτοσχεδιασμούς, / χώμα και φυτά όλα με γεύση σάρκας∙ / το πρώτο σπέρμα τινάζεται στο δυόσμο. // Λευκό και πράσινο, / το μυστικό της σήψης / πράσινο.
Το ποίημα, με το οποίο κλείνει ΤΟ ΧΑΣΜΑ, επιγράφεται «Τελετή». Αντιγράφω:

Είχαν τελειώσει τα αντισηπτικά / λιγόστευε το πάθος / καθώς ανοίγανε κονσέρβες μπίρα / το πένθος ύψωνε φυσαλίδες / στα ανοιχτά τους στόματα. // Τότε κατάλαβες: το φως στα χέρια σου / δεν ήταν δικό σου / κι όμως δεν έφυγες / έκανες κριτική / ρυθμίζοντας το φόβο σου με δόσεις. // Και μην απολογείσαι: και τώρα κινδυνεύεις / να γράψεις στίχους / ίσως και ποίημα.
Αυτά ο Χριστόφορος το 1982, συνομιλώντας με τον Μινώταυρο, στα τριάντα επτά του χρόνια. Είχαν προηγηθεί τα νεανικά του ποιήματα, που πρόσφατα τα ξανατύπωσε: «Το τέλος του τοπίου» του 1973, η «Μετάθεση» του 1976, το «Υπόγειο γκαράζ» του 1978. Μετά ακολούθησαν: «Ο Ροδώνας με τους Χωροφύλακες» το 1988, «Με το φως» το 1999, «Στο τέρμα της πλάνης» το 2010, τέλος η τρίπτυχη «Αφιέρωση», τα «Τρία Ποιήματα για την εξαγορά του φόβου» και το τετράστιχο «Επιμύθιο» − αντιγράφω: Ο,τι αρνήθηκε να μπει στις λέξεις αυτές / για κάποιους άλλους είναι προορισμένο. / Αλλά σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο / καλύτερα από μένα.
Παραλείπω πολλά: βιογραφικά, σπουδές, πτυχία, μεταφράσεις διάσημων ποιητών, μεταφρασμένα δοκίμια, βραβεία, δικά μας και ξένα, πολλαπλή αναγνώριση. Αυτά και άλλα τα βρίσκετε με τη σειρά και με τάξη στο περιοδικό «Εντευκτήριο» (τεύχος 106), με το αφιέρωμα «Σελίδες για τον Χριστόφορο Λιοντάκη» (επιμέλεια Ζαχαρία Κατσάκου), όπου προτάσσεται το πολύστιχο ποίημα «Μια μέρα σαν τις άλλες». Παραθέτω την αρχή και το τέλος του:

Ξυπνάς και πέφτεις παντού και πουθενά. / Αναπνοές μετά τις άπνοιες στον ύπνο. / Υστερα στον καθρέφτη: «Αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον». / Ενας αναίτιος πυρετός, που μυστικά επιμένει. / Σκύβεις πάνω στο γιασεμί, τον δυόσμο, τη φασκομηλιά / και τη λουίζα: το άρωμά τους προσπαθεί / να εξημερώσει το θηρίο της θλίψης. //
Κάποιοι γελούν κι είναι για γέλια όσοι δεν γελούν. / Μετανάστες γερμένοι πάνω από κάδους σκουπιδιών. / Περιπλανώμενα κορμιά αναρχούμενα από τις αισθήσεις τους / κυνηγούν το άφθαστο, ξοδεύοντας την παρουσία τους στη βία. / Ελεήμονα χαμόγελα κι ένα χάδι από αόρατο χέρι. / Προχωρώντας η περιέργεια μεγαλώνει: παρέα πάνε / η ευθυμία του καθημερινού με τη δυσθυμία του εθισμού. / Νυσταγμένες ψυχές παραδομένες στην ακηδία της ντρόγκας. / Η μέρα αυτή μια από δω, μια από κει σε πάει.
Συχνά πυκνά ακούω και διαβάζω ότι ο Χριστόφορος είναι ποιητής λυρικός. Δεν συμφωνώ. Προσωπικά τον αισθάνομαι περισσότερο δραματικό, που ο νους του νοιάζεται και πάσχει. Η φωνή, άλλοτε και αλλού συστέλλεται, άλλοτε και αλλού διαστέλλεται, κάποτε κόβεται στη μέση. Ψάχνει τον τόπο και τον καιρό της ποίησης, γυρεύοντας το ποίημα εγκαίρως. Υπάρχει ένα ομότιτλο και ομόθεμο τετράστιχό του. Κλείνω με αυτό:

Μεθυσμένος μαζί σου / κι εσύ με την ταχύτητα. / Ευτυχώς φρενάραμε / κι έτσι γλιτώσαμε την αιωνιότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ