Μετά τη σωρεία σεξουαλικών επιθέσεων που σημειώθηκαν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στην Κολονία και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, η Ανγκελα Μέρκελ αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως η Ευρώπη είναι «ευάλωτη» στη μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών. Είναι αλήθεια ότι πολλοί Γερμανοί δεν πιστεύουν πλέον πως «μπορούν να τα καταφέρουν» όσον αφορά την υποδοχή στη χώρα τους εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, όπως διατεινόταν ως και πριν από δύο εβδομάδες η γερμανίδα καγκελάριος. Αλλά τα γεγονότα που δίχασαν τη γερμανική κοινωνία ενδέχεται να πολώσουν τους ευρωπαϊκούς λαούς σε πρωτόγνωρο και εξαιρετικά επικίνδυνο βαθμό, την ώρα μάλιστα που πάνω από τη Γηραιά Ηπειρο πλανώνται τα φαντάσματα της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού.
Πυρά από ανατολικά και βόρεια
Ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίκο, αφότου χαρακτήρισε με ξεκάθαρα υποτιμητική χροιά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που φθάνουν στη Γερμανία «προστατευόμενο είδος», υπογράμμισε πως η χώρα του δεν πρόκειται να ανεχθεί ούτε τη σεξουαλική παρενόχληση γυναικών ούτε τη δημιουργία κλειστών μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η νέα υπερσυντηρητική κυβέρνηση της Πολωνίας κατηγόρησε τη Γερμανία ότι δεν αντιμετώπισε με σοβαρότητα τη μαζική εισροή προσφύγων, ενώ στη Ρουμανία ο πρώην πρόεδρος της χώρας Τραϊάν Μπασέσκου δήλωσε πως οι επιθέσεις της Κολονίας αποδεικνύουν ότι η ρουμανική κυβέρνηση πρέπει να ταχθεί με τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που αντιτίθενται στο σύστημα των ποσοστώσεων για τη φιλοξενία προσφύγων στο έδαφός τους.
Ο γνωστός για τη σκληρή στάση του Βίκτορ Ορμπάν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αφότου έκανε λόγο για κρίση του φιλελευθερισμού στη Γερμανία με αφορμή την αμφιλεγόμενη κάλυψη των γεγονότων της Πρωτοχρονιάς από τα γερμανικά μέσα, επανέλαβε ότι πρέπει να τερματιστεί οριστικά η υποδοχή προσφύγων και μεταναστών στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Δεν δίστασε μάλιστα να προτείνει τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής αμυντικής γραμμής» στα σύνορα της Ελλάδας με την πΓΔΜ και τη Βουλγαρία.
Οι αντιδράσεις ωστόσο δεν περιορίζονται μόνο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη αλλά φτάνουν ως τις βόρειες εσχατιές της. Την ώρα που ο πρωθυπουργός της Σουηδίας Στέφαν Λεβέν δηλώνει εξοργισμένος με τις σεξουαλικές επιθέσεις κατά γυναικών που σημειώθηκαν και στη Στοκχόλμη και το ακροδεξιό και αντι-μεταναστευτικό κόμμα Σουηδοί Δημοκράτες μιλάει ανοιχτά για σύγκρουση διαφορετικών πολιτισμών, στη Δανία η κυβέρνηση είναι έτοιμη να προχωρήσει στην εφαρμογή του αμφιλεγόμενου σχεδίου της για κατάσχεση πολύτιμων αγαθών που έχουν στην κατοχή τους οι αιτούντες άσυλο προκειμένου να χρηματοδοτήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις υποδομές για τη φιλοξενία τους.
Στη γειτονική Φινλανδία, πέρα από την Αστυνομία, στους δρόμους αρκετών πόλεων περιπολούν πλέον και οι αποκαλούμενοι «Στρατιώτες του Οντιν», μέλη μιας ομάδας που επιθυμεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των «ισλαμιστών εισβολέων». Και όλα αυτά την ώρα που πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, επανέφεραν τους συνοριακούς ελέγχους θέτοντας εν αμφιβόλω τη συμφωνία Σένγκεν, μία από τις θεμελιώδεις συνθήκες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δυστυχώς αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι «η κατάσταση χειροτερεύει», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά την Πέμπτη και ο ευρωπαίος επίτροπος για τη Μετανάστευση Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Κλείνουν τις πύλες
Πώς όμως θα μπορούσε να αναχαιτιστεί η πολιτική του φόβου, η οποία όχι μόνο αλλοιώνει την πραγματικότητα αλλά είναι και άκρως μεταδοτική; Ελάχιστοι θα δήλωναν πως οι νεοναζιστές που έσπειραν τον τρόμο στη Λειψία τις προηγούμενες ημέρες μιλούσαν εκ μέρους όλων των Γερμανών. Μετά τις επιθέσεις της Πρωτοχρονιάς, ωστόσο, ακόμη και οι πλέον ψύχραιμοι σε ολόκληρη την Ευρώπη εμφανίζονται σήμερα καχύποπτοι. Οχι τόσο ως προς τους πρόσφυγες, η πλειονότητα των οποίων προσπαθεί να ξεφύγει από τον πόλεμο και τις όποιες άλλες κακουχίες, όσο ως προς τους πολιτικούς ιθύνοντες οι οποίοι εμφανίζονται ανέτοιμοι, αν όχι ανίκανοι, να διαχειριστούν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Αν πριν από την Πρωτοχρονιά η επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών για το Προσφυγικό έμοιαζε απίθανη, τώρα όλα δείχνουν πως είναι αδύνατη. Και στην περίπτωση που επαληθευτεί αυτό το σενάριο, δεν θα ζημιωθούν μόνο οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αλλά ολόκληρη η Ευρώπη.
Ρέινοουντ Λέντερς, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Μεσανατολικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου
«Ενισχύονται οι θιασώτες της αντιμεταναστευτικής ατζέντας»
«Φυσικά, τα επεισόδια που σημειώθηκαν στην Κολονία είναι απαράδεκτα και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, κατά τη γνώμη μου, με νομικά μέσα. Θεωρώ επίσης ότι η σημασία τους διογκώθηκε, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι οι θιασώτες της αντιμεταναστευτικής ατζέντας ανά την Ευρώπη φαίνεται ότι περίμεναν για οποιαδήποτε περιστατικά θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τη θέση τους». Αυτά δήλωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο Ρέινοουντ Λέντερς, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Μεσανατολικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου. Σύμφωνα με τον ειδικό σε προσφυγικά ζητήματα, η απήχηση των επιχειρημάτων κατά της μετανάστευσης στην Ευρώπη δεν πηγάζει από τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς αλλά από την αδυναμία της ιθύνουσας πολιτικής τάξης να αντιμετωπίσει επαρκώς τη μαζική εισροή προσφύγων από τη Συρία και αλλού.
«Ειδικά μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι κάποιοι προσπάθησαν να συνδέσουν την τρομοκρατία με τους πρόσφυγες από τη Συρία. Το επιχείρημα αυτό ήταν και παραμένει παντελώς αβάσιμο: δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι πρόσφυγες από τη Συρία έχουν εμπλακεί σε επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους ή της Αλ Κάιντα. Και τώρα οι υποστηρικτές της αντιμεταναστευτικής ατζέντας φαίνεται πως κατέληξαν στα επεισόδια της Κολονίας για να μεταδώσουν το μήνυμά τους. Κατ’ επέκταση και καθώς ο σκεπτικισμός ή ακόμη και η ανοιχτή εχθρότητα όσον αφορά γενικά τη μετανάστευση και ειδικά τους πρόσφυγες από τη Συρία έχουν ευρεία απήχηση ανά την Ευρώπη, τα επεισόδια της Κολονίας ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά την κοινή γνώμη για τον απλούστατο λόγο ότι συμβάλλουν στον καθορισμό των επιχειρημάτων υπέρ της λήψης δραστικών μέτρων κατά της μετανάστευσης» επεσήμανε, προσδιορίζοντας πως «δεν είναι μια “πολιτισμική” σύγκρουση, απόρροια της προσφυγικής κρίσης, που επιτρέπει σε όλους όσοι εναντιώνονται στην υποδοχή προσφύγων και μεταναστών να εκφράσουν τις θέσεις τους, αλλά μια βαθιά πολιτική διαδικασία».
«Την ίδια ώρα ωστόσο» ανέφερε «μέρος της επιτυχίας της αντι-μεταναστευτικής ατζέντας οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες, οι Αρχές και τα μέσα στην Ευρώπη απάντησαν με ακατάλληλο τρόπο στη μαζική εισροή σύρων προσφύγων, όπως αποδείχθηκε από τις αντιφατικές αναφορές της Αστυνομίας σχετικά με τα όσα συνέβησαν στην Κολονία αλλά και από την απόρριψη των ανησυχιών όσον αφορά το ενδεχόμενο να κρύβονται τρομοκράτες μεταξύ των προσφύγων από τη Συρία. Σε γενικές γραμμές, το αποτέλεσμα ήταν ο δημόσιος διάλογος για τη μαζική εισροή σύρων προσφύγων να είναι εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου, με τα συναισθηματικής φύσης επιχειρήματα, από τη μία πλευρά, και τις ξενοφοβικές θέσεις, από την άλλη, να μάχονται για την κυριαρχία επί της κοινής γνώμης, αποτυγχάνοντας αμφότερες οι πλευρές να αντιληφθούν ότι σε σχέση με τις όμορες στη Συρία χώρες η υποδοχή σύρων προσφύγων στην Ευρώπη παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



