Επειτα από έξι χρόνια ύφεσης, επτά εκλογικές αναμετρήσεις και τέσσερις κυβερνήσεις (Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά και Τσίπρα), η οικονομία έχει ανάγκη να γυρίσει σελίδα. Το μήνυμα που μεταδίδεται από κάθε κατεύθυνση είναι η ανάγκη από τις αυριανές κάλπες να προκύψει μια κυβέρνηση σταθερότητας που θα εγγυάται την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και θα είναι σε θέση να διαχειριστεί την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου αλλά και τις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις από τα νέα φορολογικά βάρη και κυρίως τη μείωση των συντάξεων.
Το βέβαιον είναι ότι τα περιθώρια είναι στενά για όλους και μόνο η επιτυχής ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε ένα αναπτυξιακό μονοπάτι.
Βέβαια τους τελευταίους δύσκολους μήνες ακόμη και μετά τα capital controls η ελληνική οικονομία έδειξε ισχυρές, αναπάντεχες αντοχές που αντικατοπτρίστηκαν στην αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του έτους αλλά και στην προσαρμοστικότητα των Ελλήνων στη χρήση χρεωστικών καρτών και των τεχνολογιών (web banking) που άμβλυναν τις επιπτώσεις των κλειστών τραπεζών και τον περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων. Η αλλαγή αυτή καταγράφηκε στα δημοσιονομικά στοιχεία καθώς τον Ιούλιο ξεκίνησε η ανάκαμψη των εσόδων, ενώ η εικόνα του προϋπολογισμού εξομαλύνθηκε τον Αύγουστο.
Αυτά είναι τα καλά νέα. Οπως εξηγούν μιλώντας προς «Το Βήμα» κορυφαία στελέχη του υπουργείου Οικονομικών που προετοιμάζουν τον επόμενο έλεγχο των θεσμών στις αρχές Οκτωβρίου, «η αξιολόγηση της οικονομίας μπορεί να ολοκληρωθεί άνετα καθώς τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά δεδομένα είναι καλύτερα των προβλέψεων». Αυτό θα φανεί στις 5 Οκτωβρίου με την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού του 2016 στη Βουλή με αναθεωρημένες εκτιμήσεις. Είναι πολύ πιθανόν και το 2015 να κλείσει με μικρό πρωτογενές πλεόνασμα αν συνεχιστεί η ανάκαμψη των εσόδων κυρίως από τον ΦΠΑ. Το βασικό στοιχείο είναι η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7% το δεύτερο τρίμηνο, το άλμα του τουρισμού τους καλοκαιρινούς μήνες και κυρίως τον Αύγουστο και η αύξηση των εξαγωγών (αν εξαιρέσει κανείς τα πετρελαιοειδή).
Ετσι η επίσημη πρόβλεψη για ύφεση 2,3% το 2015 επανεξετάζεται καθώς για να προκύψει ένα τέτοιο μέγεθος το βάθος της ύφεσης θα πρέπει να είναι 5%-6% το δεύτερο μισό του έτους, κάτι που δεν διακρίνεται.
Οπως προεξοφλούν οι ειδικοί, η επιτυχής αξιολόγηση της οικονομίας από τους θεσμούς μετά τις εκλογές θα απελευθερώσει αυτόματα ποσό 6 δισ. ευρώ (τριών για τις δανειακές ανάγκες και άλλων τριών για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου) από το Εurogroup που έχει προγραμματιστεί να συνεδριάσει στο τέλος Οκτωβρίου.
Βέβαια οι «καυτές πατάτες» για τη νέα κυβέρνηση είναι το Ασφαλιστικό και η «νέα αρχιτεκτονική» του συστήματος με ενοποιήσεις Ταμείων και παροχών, όπως και η αλλαγή του μισθολογίου στο Δημόσιο από τον Ιανουάριο του 2016.
Για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό προχωρεί η προετοιμασία από την επιτροπή τεχνοκρατών, όπως και για τις αλλαγές στην είσπραξη των φορολογικών εσόδων.
Για το νέο μισθολόγιο και τις αλλαγές που θα επέλθουν υπάρχει προσέγγιση με τους θεσμούς και συμφωνία για ένα κρίσιμο σημείο που θα είναι η απελευθέρωση των βαθμολογικών προαγωγών και αυξήσεων από το 2017, δηλαδή έξι χρόνια μετά το «πάγωμα» κάθε βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης.
Το μέτρο όμως που θα πονέσει και σε μεγάλο βαθμό θα επηρεάσει την κατανάλωση είναι η αύξηση των φορολογικών βαρών (από 1ης Οκτωβρίου αυξάνεται ο ΦΠΑ στα νησιά και στα φροντιστήρια) και των προκαταβολών φόρου στους αγρότες και στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Τα μαζεμένα φορολογικά βάρη που πρέπει να καταβάλουν οι φορολογούμενοι ως το τέλος του έτους είναι 18,2 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΕΝΦΙΑ (4,1 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, 4,2 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο, 4,6 δισ. τον Νοέμβριο και 5,3 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο).
Στο ερώτημα ποιος θα πληρώσει την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας την απάντηση δίνει η ίδια η Κομισιόν μέσω της μελέτης για την «Αξιολόγηση των κοινωνικών επιπτώσεων του νέου προγράμματος».
Οπως αναφέρεται, συνολικά η δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων ξεκινά από τα 2,5 δισ. ευρώ εφέτος, αυξάνεται σε 6,5 δισ. ευρώ του χρόνου, σε 8 δισ. ευρώ το 2017 και σε 8,1 δισ. ευρώ το 2018. Τα μεγέθη δεν αθροίζονται καθώς ορισμένα μέτρα έχουν μόνιμη και επαναλαμβανόμενη επίπτωση.
Το μεγαλύτερο βάρος αφορά βέβαια τις συντάξεις. Οπως σημειώνεται, «οι περικοπές στις δαπάνες για συντάξεις που επιτυγχάνονται με αποφάσεις όπως η μείωση των κατώτατων συντάξεων, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η αύξηση των εισφορών στους συνταξιούχους φτάνουν το 2018 στην κορύφωση εξέλιξης των μέτρων στο 1,9% του ΑΕΠ ή περίπου 4 δισ. ευρώ».
Οι αλλαγές στον ΦΠΑ είναι πιο ήπιες καθώς οδηγούν σε μόνιμη αύξηση των εσόδων κατά 1,1% του ΑΕΠ (2 δισ. ευρώ ετησίως), ποσό που επιμερίζεται καθώς για πρώτη φορά θα επιβαρυνθούν τα νησιά του Αιγίου και οι αγρότες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ