«Πότε θα ‘ρθει το καλοκαιράκι, να πάμε στο νησί, να οργιάσουμε με τη θάλασσα». Αυτά τα λόγια, από το στόμα του παππού μου, ηχούσαν στ’ αφτιά μου κάθε χρόνο όταν πλησίαζε ο καιρός. Τα μάτια του έλαμπαν και ακτινοβολούσαν και το χαμόγελό του γινόταν πλατύ και φωτεινό. Εγώ, κοριτσάκι τότε, τον κοίταζα και εισέπραττα την απαντοχή, τον έρωτα, τον πόθο για τη φύση, τη θάλασσα, τη ζωή και τη Λέσβο που μετέδιδε το είναι του.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο παππούς, η γιαγιά, η μαμά μου κι εγώ περνούσαμε τα καλοκαίρια μας στο αγαπημένο νησί. Το ξενοδοχείο που μας φιλοξενούσε ήταν το περίφημο «Σάρλιτζα», στη Θερμή, ένα από τα στολίδια της Λέσβου, χτισμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, σε σχέδια γάλλων αρχιτεκτόνων, από τον Χασάν Εφέντη Μολά Μουσταφά, προύχοντα της περιοχής.
Σήμερα το ξενοδοχείο αυτό ρημάζει. Στέκεται ερειπωμένο αντίκρυ στη θάλασσα, σαν φάντασμα με βγαλμένα μάτια. Κάθε φορά που περνώ από εκεί για να πάω στη Σκάλα Σκαμνιάς –το μέρος που τώρα πια απολαμβάνω με τους δικούς μου τα καλοκαίρια μου –κοντοστέκομαι και το κοιτάζω με συμπόνια και αγάπη και αναπολώ τη δική του περασμένη λάμψη και τα δικά μου παιδικά χρόνια. Χρόνια που σφραγίστηκαν από την παρουσία του παππού μου. Αυτού του υπέροχα αγέρωχου, δυνατού, γοητευτικού άνδρα, που γρήγορα μεταμορφωνόταν μαζί μου σε παιδί. Γινόταν παιδάκι που έπαιζε με τα κύματα στη θάλασσα, που μάζευε πεταλίδες από τα βράχια της Κάγιας, που τραγουδούσε κι απολάμβανε, με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, την κάθε στιγμή μας.
Κοιτώ αυτό το ξενοδοχείο-φάντασμα και βλέπω τον παππού μου να παροτρύνει εμένα και την παρέα μου να σκαρφαλώσουμε στις ψηλές κουκουναριές, να κόψουμε και να γεμίσουμε με κουκουνάρια χάρτινα χωνάκια, με σκοπό να τα πουλήσουμε δυο δεκάρες στους θαμώνες που ξέγνοιαστοι κάθονταν στον κήπο και απολάμβαναν το απεριτίφ τους και τις μελωδίες της ζωντανής ορχήστρας.
Θυμάμαι τις ανιψιές του, που κουβαλούσαν με το λεωφορείο, πρωί-πρωί από την πόλη της Μυτιλήνης, τα ταψιά με τα γεμιστά και τα παπουτσάκια –για τον θείο και το παιδί… Επειτα, το απόγευμα, κατεβαίναμε όλοι μαζί στην πόλη για να κάνουμε τη βόλτα μας στο λιμάνι, να φάμε το κασάτο μας στο ξενοδοχείο «Λέσβιον» και να ανάψουμε ένα κερί στον Αγιο Θεράποντα.

Στα Εξάρχεια «αντίκρισα τον συγγραφέα την ώρα της έμπνευσής του»


Η μητέρα μου, η Δροσούλα, δεύτερη κόρη του Μυριβήλη, ήταν πολύ δεμένη με τους γονείς της κι έτσι μεγάλωσα μέσα στο σπίτι τους, στα Εξάρχεια. Εκεί περνούσα σχεδόν όλα μου τα Σαββατοκύριακα. Εκεί είχα την ευλογία να γίνω μάρτυρας μιας μαγικής στιγμής. Ενα βράδυ, αργά, ξύπνησα. Παντού σκοτάδι. Μόνο από τη μισόγερτη πόρτα του γραφείου του παππού γλίστραγε ένα αχνό φως. Κρατώντας την αναπνοή μου πλησίασα. Εκεί αντίκρισα τον συγγραφέα την ώρα της έμπνευσής του. Να είναι σκυμμένος πάνω από τα αμέτρητα χαρτιά του και να γράφει κάτω από το φως μιας λάμπας. Κράτησα την εικόνα αυτή σφραγισμένη μέσα μου, ζωντανή στην ψυχή μου.
Το σπίτι απέπνεε αρμονία, αγάπη και πνευματικότητα. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία, με πίνακες ζωγραφικής και έργα τέχνης. Δεν θύμιζε όμως σπίτι-μουσείο. Ηταν ζωντανό, χαρούμενο και γεμάτο κόσμο. Μία φορά την εβδομάδα ο παππούς συναντούσε τη λογοτεχνική του παρέα και εγώ τριγυρνούσα ανάμεσα στα πόδια της Γαλάτειας Σαράντη, του Μηνά Δημάκη, του Πέτρου Χάρη και του Ηλία Βενέζη. Αλλες φορές, πάλι, δεχόταν φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, που τον αποκαλούσαν «Δάσκαλο», του φιλούσαν το χέρι και τιτίβιζαν γύρω του κάνοντας άπειρες ερωτήσεις για τη ζωή του, για τον πόλεμο, για τα βιβλία του. Κι άλλοτε, παρέα με τον Αντώνη Σαμαράκη και τη γυναίκα του, Ελένη, πηγαίναμε για πεϊνιρλί στη Δροσιά. Εκείνος κι εγώ ήμασταν οι μόνοι από την ομήγυρη που τρώγαμε το πεϊνιρλί μας με παστουρμά, γιατί μόνο εμείς ήμασταν «μερακλήδες», όπως καυχιόταν.
Το παραμύθι, η Σκαμνιά και το γλυκό βύσσινο


Η στιγμή που περίμενα πώς και πώς ήταν μετά το μεσημεριανό φαγητό, όταν εκείνος καθόταν στην κόκκινη βελουδένια πολυθρόνα του κι εγώ χωνόμουν στην αγκαλιά του για την «ώρα του παραμυθιού», ενός παραμυθιού που συνεχιζόταν για όσα χρόνια θυμάμαι και που το έπλαθε στο μυαλό του και το συνέχιζε κάθε φορά, αφού πρώτα του υπενθύμιζα σε ποιο σημείο το είχαμε αφήσει. Τα καλοκαίρια στη Μυτιλήνη το παραμύθι γινόταν σίριαλ καθημερινό! Αλλαζε και η ώρα της ακρόασής του. Σούρουπο τώρα, καθισμένοι στην ακρογιαλιά, δίπλα στο κύμα που έσκαγε, ζωντάνευε μπροστά μου ξωτικά και γοργόνες, πειρατές και δράκους, παγανά και στοιχειά. Αλλά το ατρόμητο κοριτσάκι που πάντα βρισκόταν μπλεγμένο σε αυτές τις ιστορίες, με δύναμη, υπομονή, αλλά και λίγη τύχη, κατάφερνε να ξεπερνά τους φόβους της και να προχωρά σε νέες περιπέτειες.
Οταν επισκεπτόμασταν τη Σκάλα της Σκαμνιάς, με έπαιρνε από το χέρι και σκαρφαλώναμε στα βράχια της Παναγιάς. Καθισμένοι στα βράχια, στην άκρη του μικρού ψαρολίμανου, ατενίζαμε την Ανατολή κι ο παππούς αναπολούσε τα δικά του αθώα χρόνια, όταν μεγάλωνε σε αυτόν τον τόπο ως παιδί. Μου μιλούσε για τη Σκάλα και το μικρό χωριουδάκι, τη Σκαμνιά, που σκαρφάλωνε, πνιγμένο στις ελιές, το βουνό, με τα πέτρινα σπιτάκια του να ξεπροβάλλουν λουσμένα στο φως και στα μαγικά χρώματα του ήλιου όλες τις ώρες της ημέρας. Αγαπούσε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Τον ύμνησε, εξάλλου, σε όλο του το έργο. Αγαπούσε και τους ανθρώπους του. Του άρεσε να συναναστρέφεται τους ψαράδες, τους ναυτικούς και τους αγρότες. Θαύμαζε τη σοφία που κουβαλούσαν στα κύτταρά τους αυτοί οι άνθρωποι, η οποία τους είχε δοθεί σαν δώρο, για να συνυπάρχουν αρμονικά με τη φύση και τον Θεό. Αγαπούσε και τιμούσε και τους πρόσφυγες. Μου έλεγε ιστορίες που ήταν βγαλμένες από «απέναντι».
Ωρες-ώρες ξεχνιόταν και χανόταν στις σκέψεις του. Σιώπαινε. Λες κι είχε θυμηθεί πράγματα και καταστάσεις που δεν ήθελε να αναφέρει σε ένα μικρό παιδί, αγνό ακόμα κι άμαθο από αγριότητες. Σώπαινα τότε κι εγώ, και αφουγκραζόμουν το κύμα που πάφλαζε μέσα στους βράχους και τον αέρα που φυσούσε μέσα από τα δίχτυα των ψαράδων που ήταν απλωμένα επάνω στα βράχια. Υστερα κατεβαίναμε στο καφενείο «Η μουριά», για να πιει τον καφέ του, και εγώ να γευτώ το βύσσινο γλυκό που φτιάχνανε με μαστοριά οι γυναίκες του χωριού.
Αλλοτε, ο μπαρμπα-Γιαννακός, με το άλογό του που φορούσε πάντα λουλούδια και ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι, ερχόταν και μας έπαιρνε και μας οδηγούσε από ένα μονοπάτι στην Κάγια, την παραλία του χωριού, με νερά «ακράτα σαν αγιασμός». Εκεί αφήναμε τον παππού να κολυμπήσει και οι υπόλοιποι ανεβαίναμε στο αμπέλι για να γευτούμε ζουμερά σταφύλια και γλυκά σύκα. Ο παππούς κολυμπούσε σαν δελφίνι, με τις ώρες, και χανόταν με απλωτές στα ανοιχτά. Μια φορά σουρούπωσε, κι εκείνος ακόμα δεν έλεγε να φανεί. Οι δικοί μου φοβήθηκαν και έστειλαν ένα βαρκάκι να τον βρει και να τον φέρει πίσω. Ο βαρκάρης τον βρήκε καθισμένο σ’ έναν βράχο, να ξαποσταίνει και να κοιτάει τη θάλασσα.
Είχα μόλις τελειώσει το δημοτικό όταν έφυγε ο παππούς για το μεγάλο ταξίδι. Πάλι καλοκαίρι, 19 Ιουλίου 1969. Λίγο προτού ξεψυχήσει σήκωσε το χέρι, σαν να κρατούσε την πένα του, και κάτι έγραψε στον αέρα… «Εμεινε πιστός στη ζωή μέχρι την τελευταία της στιγμή. Τέλος και τω Θεώ δόξα».
Η ιδιωτική παρακαταθήκη
Στο διάβα της δικής μου ζωής συνάντησα αρκετές φορές αδιέξοδες καταστάσεις, τον πόνο, τον αποχωρισμό… Η αίσθηση όμως εκείνης της αγκαλιάς, η αγάπη, η τρυφερότητα και η σιγουριά που βίωσα μεγαλώνοντας σε αυτό το περιβάλλον, σε αυτή την οικογένεια, με βοήθησαν να βρίσκω το κουράγιο και τη δύναμη να προχωράω μπροστά και να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, να ακούω, να κατανοώ και να συγχωρώ. Πάντα με αξιοπρέπεια και με το κεφάλι ψηλά.
Θα κλείσω τούτη την αναπόληση των παιδικών χρόνων με τον παππού μου με μια εξομολόγηση: Μου ζητούν συχνά να αφηγηθώ αναμνήσεις από τη ζωή μου με τον Στράτη Μυριβήλη. Ο κόσμος που με γνωρίζει, ειδικά τα παιδιά στα σχολεία, ενδιαφέρονται να ακούσουν για την καθημερινή, την πραγματική, την ανθρώπινη διάσταση του συγγραφέα. Δεν το είχα τολμήσει μέχρι τώρα, παρ’ όλο που οι θύμησες και τα συναισθήματα με κατέκλυζαν… Τίποτε δεν είναι τυχαίο, τελικά. Ολα έχουν τη στιγμή τους και διέπονται από τη σοφή συμπαντική συγχρονικότητα. Γιατί τώρα που διαβάζετε αυτές τις αράδες κρατώ κι εγώ στην αγκαλιά μου το νεογέννητο πρώτο μου εγγόνι! Και περιμένω με ανυπομονησία και τρυφερότητα να έρθει η ώρα να αρχίσω το δικό μας παραμύθι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ