Αλλάζει το περίφημο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα που αποτέλεσε «σωσίβιο» για εκατοντάδες επιχειρήσεις στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ύφεσης και γίνονται πιο ευνοικές οι διατάξεις του, στις οποίες θα περιλαμβάνονται που πιθανόν στο επόμενο διάστημα κινδυνεύουν να γίνου αφερέγγυοι.

Σύμφωνα με το μνημόνιο στο οποίο κατέληξε η ελληνική κυβέρνηση με τους δανειστές της χώρας προβλέπεται η τροποποίηση του Πτωχευτικού Κώδικα ως εξής:
– Στο άρθρο 99 θα προσφεύγουν όχι μόνον οφειλέτες που βρίσκονται σε κατάσταση παρούσας ή επαπειλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, αλλά και οφειλέτες, οι οποίοι, χωρίς να έχουν εισέλθει σε μια τέτοια κατάσταση, αντιμετωπίζουν απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητας, η οποία δύναται να αρθεί με την ένταξή τους στη διαδικασία αυτή. Κατ΄ αυτό τον τρόπο επισημαίνεται στο μνημόνιο ενισχύεται η δυνατότητα εξυγίανσης επιχειρήσεων σε πρώιμο στάδιο πριν εισέλθουν στο στάδιο της αφερεγγυότητας. Παράλληλα το χρονικό διάστημα μετά το οποίο ένας οφειλέτης μπορεί να επανυποβάλει αίτηση υπαγωγής, μειώνεται από πέντε σε τρία έτη.
– Καταργούνται οι ρυθμίσεις που προβλέπουν την αυτόματη λύση των διαρκών συμβάσεων συνεπεία της κήρυξης της πτώχευσης δυνάμει αντίστοιχων συμβατικών ρητρών (ρήτρες «ispo facto»), με την εξαίρεση των χρηματοοικονομικών συμβάσεων, δηλαδή των συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο την παροχή τραπεζικών, πιστωτικών, επενδυτικών, ασφαλιστικών υπηρεσιών. Ετσι διατηρείται η αξία της επιχείρησης του οφειλέτη.
– Μειώνεται ο χρόνος αναγγελίας των απαιτήσεων, επαλήθευσής τους, καθώς και υποβολής σχετικών αντιρρήσεων. Η προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων περιορίζεται από τρεις σε έναν μήνα, η προθεσμία επαλήθευσης επίσης από τρεις σε έναν μήνα, αλλά με κατ’ εξαίρεση δυνατότητα παράτασης για δύο επιπλέον μήνες, ενώ εισάγονται σύντομες προθεσμίες έγερσης αντιρρήσεων και έκδοσης αποφάσεων επ’ αυτών.
– Καταργείται η υποχρεωτική κλήτευση των μελών της διοίκησης στη δίκη της πτώχευσης καθώς δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό ενώ αυξάνει το κόστος της διαδικασίας.
– Καταργείται η διάταξη που επιβάλει στον οφειλέτη την υποχρέωση κατάθεσης ποσού από 2.000 έως 7.000 ευρώ, ανάλογα με την περίπτωση, με ποινή απαραδέκτου της αίτησης. Η κατάργηση αυτή κρίθηκε απαραίτητη όχι μόνον εξαιτίας των εξαιρετικά υψηλών ποσών που προβλέπει και της υποχρέωσης για προκατάθεση αυτών, αλλά επίσης, εξαιτίας της ρύθμισης ενός αντικειμένου που θα πρέπει να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των μερών.
– Η διάρκεια της περιόδου διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στο άρθρο 101 παρ. 1, διευρύνεται από δύο (με δυνατότητα παράτασης για ακόμη έναν) σε τέσσερις μήνες. Η διάρκεια αυτή μπορεί να ανανεωθεί εφόσον αποδεικνύεται (κυρίως με τον αριθμό των πιστωτών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις και του ύψους των εκπροσωπούμενων απαιτήσεων) πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με ανώτατο όριο τη συνολική διάρκεια δώδεκα (12) μηνών. Η τροποποίηση αυτή είναι αναγκαία, καθώς η σχετική πρακτική έχει αναδείξει την αδυναμία ευόδωσης των διαπραγματεύσεων στο προβλεπόμενο σήμερα μικρό χρονικό διάστημα.
– Διευκολύνεται η χορήγηση προσωρινής αναστολής με την κατάθεση της αίτησης ανοίγματος της διαδικασίας για περιπτώσεις όπου υπάρχει αυξημένη πιθανότητα επίτευξης της συμφωνίας και υλοποίησης του στόχου της, αποτροπής δηλ. περιέλευσης του οφειλέτη σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η απρόσκοπτη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων σε περιπτώσεις όπου εμφανίζεται πιθανή τόσο η επίτευξη συμφωνίας όσο και η ευόδωση του σκοπού της. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του δικαστηρίου θα βασισθεί κυρίως στην έκθεση του εμπειρογνώμονα, η οποία συνοδεύει την αίτηση.
– Η μέγιστη διάρκεια αναστολής που προβλέπεται στο άρθρο 103 παρ. 7, αυξάνεται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται πλήρης εναρμόνιση με την αρχή υπ’ αριθμ. 13 της Σύστασης. Η διάρκεια, έτσι, από δύο μήνες αυξάνεται σε τέσσερις, με δυνατότητα ανανέωσης, εφόσον αποδεικνύεται πρόοδος στις διαπραγματεύσεις και ανώτατο όριο τους δώδεκα μήνες.
– Θεσπίζεται ρύθμιση για την αυτόματη αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης. Η αναστολή προβλέπεται για το διάστημα από την υποβολή της συμφωνίας προς επικύρωση μέχρι την έκδοση απόφασης του δικαστηρίου για την αποδοχή ή απόρριψή της και για ανώτατο χρόνο τεσσάρων μηνών από την υποβολή της. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ενίσχυσης και ευρύτερης χρήσης των προσυμφωνημένων διαδικασιών του άρθρου 106β, όπου οι πιστωτές έχουν ήδη συμβληθεί με τα απαιτούμενα ποσοστά και οιαδήποτε λήψη μέτρου στο ενδιάμεσο στάδιο, θα απέβαινε ενδεχομένως επιζήμια για την ευόδωση του σκοπού της διαδικασίας. Η ίδια ρύθμιση επιβάλλεται για τον ίδιο λόγο να επεκταθεί και σε περίπτωση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας που δεν υποβάλλεται στο πλαίσιο της άμεσης διαδικασίας του άρθρου 106β αλλά συνάπτεται μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, στο πλαίσιο του άρθρου 106στ. Για την αποτροπή καταχρήσεων, αυτόματη αναστολή διώξεων μπορεί να ισχύσει μόνον μία φορά.
– Ρυθμίζεται η δυνατότητα επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης χωρίς να απαιτείται η γνώμη του εμπειρογνώμονα ως προς τη συνδρομή του κριτηρίου της βιωσιμότητας και χωρίς να πιθανολογεί το δικαστήριο τη συνδρομή του κριτηρίου αυτού. Η τροποποίηση αυτή διευκολύνει την επικύρωση συμφωνιών μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, που πληρούν όλες τις υπόλοιπες τασσόμενες προϋποθέσεις, απαλλάσσοντας το δικαστήριο από την κρίση βιωσιμότητας που συνεπάγεται εξοικείωση με οικονομικές έννοιες και στοιχεία, η κρίση επί των οποίων επιβαρύνει χρονικά την έκδοση της απόφασης. Ετσι η κρίση για τη βιωσιμότητα του οφειλέτη, επαφίεται στους ίδιους τους πιστωτές του, με εισαγωγή όμως προϋποθέσεων που διασφαλίζουν τη γνώση όλων των πιστωτών για τις ρυθμίσεις της συμφωνίας και του συνοδευτικού επιχειρηματικού σχεδίου που τους αφορούν.
– Η διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης απλοποιείται ως προς συγκεκριμένες πτυχές της, έτσι ώστε να καταστεί περισσότερο εύχρηστη και δημοφιλής και να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης ενός αφερέγγυου οφειλέτη. Γι΄ αυτό τον λόγο διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας έτσι ώστε να καλύπτει κάθε οφειλέτη, νομικό πρόσωπο. Καταργείται η προϋπόθεση ύπαρξης αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερόμενου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης, προβλέπεται ο διορισμός εκκαθαριστή κατά το πρότυπο της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης, ρυθμίζεται η ευθύνη του εκκαθαριστή, προβλέπεται ότι κύριες παρεμβάσεις μπορούν να ασκηθούν μόνον από πιστωτές του οφειλέτη που εκπροσωπούν συγκεκριμένο ποσοστό απαιτήσεων, προβλέπεται η άμεση καταβολή του προσφερόμενου τιμήματος, εισάγεται αναστολή ατομικών διώξεων σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης και προβλέπεται ότι η χρηματοδότηση καθώς και οι παροχές που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
– Καταργούνται οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη μείωση των απαιτήσεων, η οποία μπορεί να συμφωνηθεί στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης.
– Η ρύθμιση των γενικών προνομίων στην πτώχευση ευθυγραμμίζεται με τις αντίστοιχες, πρόσφατες, ρυθμίσεις των άρθρων 975 και 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έτσι ώστε να μην υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τους.
– Η διαδικασία για μικρές επιχειρήσεις απλοποιείται ακόμη περισσότερο με τη διεύρυνση εφαρμογής της και σε επιχειρήσεις που διαθέτουν ακίνητη περιουσία. Οι υπόλοιποι περιορισμοί παραμένουν αμετάβλητοι.
– Η περίοδος απαλλαγής από χρέη φυσικών προσώπων μειώνεται από δέκα σε τρία χρόνια. Με την εισαγωγή της διάταξης αυτής για πλήρη απαλλαγή χρεών μετά από μέγιστη χρονική διάρκεια τριών χρόνων, οι αρνητικές συνέπειες της πτώχευσης μειώνονται σημαντικά και επιχειρηματίες που επιθυμούν να επαναδραστηριοποιηθούν έχουν τη δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα. Επειδή η εισαγωγή της ρύθμισης αυτής καθιστά αναγκαία τη μείωση ολόκληρου του χρονικού πλαισίου διεξαγωγής της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία αποτελείται από υπερβολικά μεγάλο αριθμό βημάτων και υπο-διαδικασιών που ενδέχεται να ολοκληρωθούν σε χρόνο πέραν της δεκαετίας από την έναρξη της πτώχευσης, η ρύθμιση αυτή θα ισχύσει από 1-1-2016, όταν τεθούν σε ισχύ και οι άλλες αλληλοεξαρτώμενες αλλαγές.
– Προβλέπεται η εισαγωγή του επαγγέλματος του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, ο οποίος θα ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που προβλέπει ο ισχύον νόμος και κατανέμονται, ανάλογα με τη διαδικασία, στο σύνδικο, στο μεσολαβητή, στον ειδικό εντολοδόχο και στον ειδικό εκκαθαριστή. Η εισαγωγή και θέσπιση του επαγγέλματος ανταποκρίνεται στις ισχύουσες διεθνείς πρακτικές. Όλες οι ρυθμίσεις που απαιτούνται για την εισαγωγή του νέου αυτού επαγγελματικού θεσμού θα αποτελέσουν περιεχόμενο προεδρικού διατάγματος με το οποίο θα καθορισθούν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσβαση στο επάγγελμα, οι όροι πρακτικής εξάσκησης, οι όροι και ο φορέας εγγραφής, οι επιμέρους αρμοδιότητες σε σχέση με τις προβλεπόμενες διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα, καθώς και όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.
Οι παράγραφοι 1 ως 20 και 22 του ισχύοντος νομοθετήματος θα εφαρμόζονται μόνον για τις διαδικασίες που αρχίζουν μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος. Οι διαδικασίες θεωρούνται ότι αρχίζουν μετά την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, εφόσον υποβληθεί η αίτηση για κήρυξη της πτώχευσης (άρθρο 5) ή η αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρο 99) ή η αίτηση για την άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (άρθρο 106β) ή η αίτηση για την υπαγωγή σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης (άρθρο 106ια) μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο παρών νόμος αρχίζει να ισχύει. Η παράγραφος 21 θα εφαρμόζεται σε διαδικασίες πτώχευσης οι οποίες ξεκινούν μετά την 1.1.2016, ήτοι η αίτηση για κήρυξη της πτώχευσης υποβάλλεται μετά την ημερομηνία αυτή.