Παρασκευή 7 Αυγούστου, 23.30. Η αν όχι ενθουσιώδης, σίγουρα θερμή ανταπόκριση του κοινού μετά το πέρας της παράστασης «Ιφιγένεια στην Χώρα των Ταύρων» του Θωμά Μοσχόπουλου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, έμελλε να κλείσει με μια γεύση πίκρας και απογοήτευσης.
Μετά τις υποκλίσεις των συντελεστών (πολλοί από τους οποίους κατέβηκαν τρέχοντας από τις κερκίδες για να κερδίσουν αυτά τα λίγα λεπτά δημοσιότητας του Αντι Γουόρχολ) , ο ηθοποιός Χρήστος Στυλιανού απευθυνόμενος προς το κοινό διαμαρτυρήθηκε εκ μέρος των συναδέλφων του για το καθεστώς πείνας που επικρατεί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και για τον «ηρωϊσμό των εργαζομένων που έχουν μείνει απλήρωτοι επί σειρά μηνών».
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ κ. Γιάννης Βούρος (στον οποίον ταιριάζουν ιδιαίτερα οι ξανθές ανταύγειες στη πλούσια κόμη του) βρισκόταν στο κοινό όταν ο Στυλιανού αναφερόταν _ευτυχώς εν συντομία_ στην κακή διαχείριση περασμένων ετών (2011 –2013) που όπως αναφέρεται και στο έντυπο που είχε μοιραστεί εκ των προτέρων στους θεατές προκάλεσε «συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα τα οποία έχουν οδηγήσει το ΚΘΒΕ στον στραγγαλισμό».
Ιδού λοιπόν ποια δείχνει να είναι η κατάληξη ενός θεατρικού οργανισμού με παραπάνω από μισό αιώνα προσφοράς και δημιουργίας και μάλιστα, ενός από τους μεγάλους στα Βαλκάνια. Αναρωτιέται κανείς τι να περνούσε εκείνη την στιγμή από το μυαλό των ανέκφραστων κ.κ. Γιώργου Λούκου και Στάθη Λιβαθινού, καλλιτεχνικών διευθυντών του Φεστιβάλ Αθηνών και του Εθνικού Θεάτρου αντιστοίχως, οι οποίοι βρίσκονταν επίσης στην πλευρά του κοινού, καθήμενοι κοντά στον κ. Βούρο.
Παρότι πολλά διαζώματα στα αριστερά, στα δεξιά και στο επάνω μέρος του θεάτρου ήταν άδεια, η παράσταση του έργου του Ευριπίδη που σκηνοθέτησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος δεν είχε λίγο κόσμο (ένας πρόχειρος υπολογισμός είναι γύρω στους 5.000 με 6.000 θεατές αν και το νούμερο δεν είναι επίσημο). Ο αέρας που φυσούσε ήταν δροσερός και κάποιες αστραπές που διαγράφονταν στον ορίζοντα με απειλητικές διαθέσεις έμειναν, ευτυχώς, στο στάδιο της προειδοποίησης.
Η ίδια η παράσταση είχε _κυρίως_ σκηνογραφικό και ενδυματολογικό ενδιαφέρον. Δέκα λάμπες νέον «έγλυφαν» το φόντο όπου κυριαρχούσε το άσπρο και το γκρι σε νάιλον και μπετόν. Ενας τοίχος. Ενας βράχος. Ένα λευκό δάπεδο με σκιές που έβγαζε ατμόσφαιρα θρίλερ. Ενας 15μελής χορός που βαμμένος κάτασπρος παρέπεμπε σε ζόμπι (στην πιο αξιομνημόνευτη στιγμή του έργου βλέπουμε τον χορό να γίνεται «ένα» με έναν βράχο στα ίδια χρώματα). Ενα δόρυ που θύμιζε το σπαθί των Τζεντάι στον Πόλεμο των Αστρων του Τζορτζ Λούκας. Ο Ορέστης (Γιώργος Χρυσοστόμου) και ο φίλος του Πυλάδης (Μιχάλης Συριόπουλος) ντυμένοι στα πορτοκαλί και τα πράσινα, ένα κράμα φυλακισμένων του Γκουαντάναμο Μπέι και ανταρτών του Τσε Γκε Βάρα. Ενας κατάμαυρα ντυμένος, μασκοφορεμένος φύλακας, όρθιος ανάμεσά τους ενώ βρίσκονταν στα γόνατα _μια προφανής αναφορά στον εφιάλτη της βαρβαρότητας των Τζιχαντιστών…
Ιδέες που στόχο είχαν να «ακουμπήσουν» με ένα σύγχρονο τρόπο την επεισοδιακή ιστορία της συνάντησης της Ιφιγένειας (Αμαλία Μουτούση) με τον αδελφό της Ορέστη, στην Χώρα των Ταύρων, όπου η πρώτη, άγαμη, άτεκνη, δίχως πατρίδα ή φίλους νοσταλγεί τον τόπο της, το Αργος…
Η παράσταση είχε επίσης χιούμορ, ασυνήθιστη πινελιά για αρχαία τραγωδία. Οι πλαστικές ποδιές και τα γάντια του χασάπη που κάποια στιγμή φορά ο χορός, η ετοιμολογία και «χαλαρότητα» του Ορέστη, ή εκείνο το «που να μη σώσεις» της Μουτούση που θύμιζε περισσότερο ατάκα από ταινία με την Ρένα Βλαχοπούλου έφτιαξαν ένα συμπαθέστατο σύνολο που σε γενικές γραμμές ικανοποίησε χωρίς να αφήσει πίσω του την αίσθηση της μεγάλης παράστασης που θα σφραγιστεί στη μνήμη._