Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος… Η άχαρη νεαρή τραγουδίστρια της όπερας με τα παραπανίσια κιλά και τα άκομψα ρούχα που όχι μόνο μεταμορφώθηκε σε fashion icon της εποχής της αλλά το αισθητικό της αποτύπωμα παραμένει ισχυρό ως τις μέρες μας… Και αν ο όρος ντίβα αποδίδεται πλέον με ευκολία σε κάθε λαμπερή –περισσότερο ή λιγότερο –παρουσία της showbiz, για πολλά χρόνια ταυτίστηκε απόλυτα με τη Μαρία Κάλλας. Η θρυλική σοπράνο τον υπηρέτησε με αυταπάρνηση τόσο επάνω όσο και κάτω από τη σκηνή: Στην πρώτη περίπτωση με τις ερμηνείες της, οι οποίες άλλαξαν την πορεία του λυρικού θεάτρου χωρίζοντάς το σε «πριν» και «μετά». Στη δεύτερη με την ίδια της τη ζωή, που κινήθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο ανάμεσα στη λάμψη και στην τραγωδία. «Vissi d’arte, vissi d’amore» τραγούδησε η Κάλλας στην «Τόσκα», έναν από τους ρόλους που σημάδεψαν την καριέρα της. Και πραγματικά: έζησε για την τέχνη, έζησε για τον έρωτα…
Η αισθητική επιρροή της στην εποχή


Για τον μύθο της Κάλλας έχουν χυθεί τόνοι μελανιού στα 38 –σχεδόν –χρόνια που πέρασαν από τον πρόωρο θάνατό της στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι, προτού καν προλάβει να συμπληρώσει τα 54 της. Μέσα από αυτό το πρίσμα η σχέση της με τη μόδα είναι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Το εμπνευσμένο από την ίδια σόου του διάσημου διδύμου των ιταλών σχεδιαστών Dolce&Gabbana τη σεζόν 2009-2010 δεν ήταν παρά μία μόνο έκφραση της αισθητικής επιρροής της στην εποχή μας. Η επίδρασή της σε σύγχρονα είδωλα που ορισμένοι αναγνωρίζουν –το έντονο αϊλάινερ της Εϊμι Γουάινχαουζ, για παράδειγμα, που κάποιοι θεωρούν ότι «αντλούσε» από το αντίστοιχο σήμα κατατεθέν της Κάλλας –έρχεται να αποδείξει του λόγου το αληθές…
Tα μεγάλα γυαλιά που έκρυβαν τα χαρακτηριστικά τονισμένα μάτια της, οι ογκώδεις φούστες, τα cocktail φορέματα, τα «βαριά» πανωφόρια, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, τα αξεσουάρ των μαλλιών, τα καπέλα και, φυσικά, τα υπέροχα κοσμήματα –με πρώτα τα μαργαριταρένια κολιέ –αποτέλεσαν τις κατ’ εξοχήν στυλιστικές επιλογές της στις εκτός σκηνής εμφανίσεις της. Συχνά ο φωτογραφικός φακός την απαθανάτιζε να φορά μαύρα –κατά κανόνα με την υπογραφή του Ντιόρ, αγαπημένου της σχεδιαστή -, τα οποία τής άρεσε να «φωτίζει» με διαφορετικούς τρόπους. Η ντίβα «τίμησε» τους μεγαλύτερους οίκους της εποχής: Yves Saint Laurent, Balmain, Gucci είναι οι υπογραφές που τη «συντρόφευαν» στις κοσμικές υποχρεώσεις της. «Μη μου μιλάς για κανόνες, αγάπη μου. Οπου κι αν βρεθώ, τους αναθεματισμένους κανόνες τούς θέτω εγώ» έλεγε η Κάλλας στο απόγειο της δόξας της: μια φράση που ταιριάζει αναμφίβολα και στον τρόπο της να επιβάλλεται με την εμφάνισή της.
Πώς άρχισαν όμως όλα αυτά; Πώς η νεαρή «Σταχτοπούτα» της όπερας που έκανε τα πρώτα της βήματα στην Αθήνα προτού κατακτήσει τις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου και αποτελέσει διαρκές σημείο αναφοράς κατόρθωσε να μεταμορφωθεί σε απόλυτο σύμβολο κομψότητας; Το «παραμύθι» έχει αναμφίβολο ενδιαφέρον. Και όσες φορές κι αν το διαβάσει ή το ακούσει κανείς, μοιάζει να μην το βαριέται ποτέ.
Το βράδυ εκείνο της 7ης Δεκεμβρίου 1951 η καθιερωμένη πρεμιέρα της σεζόν στη Σκάλα του Μιλάνου –ανήμερα του Αγίου Αμβροσίου, προστάτη της πόλης –δόθηκε με κάθε επισημότητα και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Την παράσταση «έκλεψε» αναμφίβολα η 28χρονη, τότε, Μαρία Κάλλας που αποθεώθηκε κυριολεκτικά στον ρόλο της Ελενα από τον βερντιανό «Σικελικό Εσπερινό». Τα χειροκροτήματα μετά το περίφημο «Bolero» ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο…Το ίδιο βράδυ, αργότερα, η καλή κοινωνία της πόλης σχολίαζε την επιτυχία στο σπίτι της νεαρής τότε Βάλι Τοσκανίνι, κόρης του θρυλικού μαέστρου ο οποίος διετέλεσε επί χρόνια βασικός αρχιμουσικός της Σκάλας…
Η μοδίστρα Μπίκι και η μεταμόρφωση


Mεταξύ των λαμπερών καλεσμένων βρισκόταν και η περίφημη Μπίκι, η διάσημη ιταλίδα σχεδιάστρια –η ίδια προτιμούσε να την αποκαλούν μοδίστρα -, η οποία έλαμψε μεταξύ των δεκαετιών ’40 και ’60. Σε μια φάση κυριαρχίας των Γάλλων στη μόδα η Μπίκι –κατά κόσμον Ελβίρα Λεονάρντι Μπουγέ – υπήρξε πρωτοπόρος του Made in Italy έχοντας ντύσει την αφρόκρεμα της κοινωνίας της εποχής.
Το βράδυ εκείνο η Μπίκι δήλωνε και εκείνη γοητευμένη από τη νεαρή πρωταγωνίστρια την οποία είχε χειροκροτήσει με πάθος λίγο νωρίτερα στη Σκάλα θαυμάζοντας τη σκηνική της παρουσία και τη δυνατότητά της να κερδίζει τις εντυπώσεις. Εξίσου την εντυπωσίασε και η γνωριμία μαζί της, αν και από πλευράς αμφίεσης η Κάλλας τής προκάλεσε πραγματικό σοκ… «Φορούσε μια ζακέτα που πάλευε να κλείσει στο στήθος της. Για το πουκάμισό της καλύτερα ας μη μιλήσουμε. Η μακριά φούστα δεν έφτανε να κρύψει τα παχουλά της πόδια και τα άκομψα παπούτσια της επέτειναν το τραγικό αποτέλεσμα» διηγούνταν αργότερα η Μπίκι στον γαμπρό της Αλέν. Τα πλαστικά σκουλαρίκια της νεαρής Μαρίας και το τεράστιο μαύρο βελούδινο καπέλο που επέμεινε να φορά στη διάρκεια της δεξίωσης την απογοήτευσαν εντελώς. «Αν μου έλεγαν τότε ότι θα έπρεπε να ντύσω αυτή τη γυναίκα, θα πάθαινα παράκρουση» θυμόταν και πάλι η Μπίκι. Εκείνο το βράδυ τής ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι η Κάλλας θα γινόταν όχι μόνο η σημαντικότερη «πρέσβειρα» της δημιουργίας της αλλά και επιστήθια φίλη της.
Η γκαρνταρόμπα της ντίβας και ο… Πάπας


Πέρασαν ημέρες από εκείνο το βράδυ, όταν κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο ατελιέ της Μπίκι. Ηταν ο βιομήχανος Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, σύζυγος της Κάλλας –αργότερα τον εγκατέλειψε προκειμένου να ζήσει τον έρωτά της με τον Αριστοτέλη Ωνάση -, που ζητούσε από τη διάσημη «μοδίστρα» να αναλάβει τη Μαρία. Η Μπίκι κόμπιασε: εξήρε την τέχνη της σοπράνο αλλά δεν δίστασε να πει στον Μενεγκίνι πως κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα αν η Κάλλας δεν έχανε, πρώτα, ορισμένα κιλά. Εκείνος τής απάντησε πως η σύζυγός του ακολουθούσε ήδη κάποια δίαιτα.
Μήνες αργότερα η Κάλλας εμφανίστηκε στο ατελιέ της Μπίκι. Η «μοδίστρα» εντυπωσιάστηκε όχι μόνο από την εμφανώς πιο αδύνατη φιγούρα της αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η σοπράνο κυριαρχούσε οπουδήποτε πατούσε το πόδι της, όπως ακριβώς έκανε επί σκηνής. «Η ευθύνη να σχεδιάσω κάτι για σένα γίνεται πλέον υπεράνθρωπη» της είπε τότε η Μπίκι. Σύντομα αποφάσισε ότι στη Μαρία ταίριαζαν το λεοπάρ και οι γούνες, οι μεγάλες φούστες, τα τιρμπάν –τα οποία άλλωστε λάτρευε και η ίδια η «μοδίστρα» για τον εαυτό της –που της έδιναν αυτοκρατορικό «αέρα», οι γραμμές που έδειχναν το σώμα της πιο «μακρύ».
Λίγο καιρό αργότερα οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της καλούσαν την Κάλλας στις ΗΠΑ. Διαθέτοντας πλέον μια ολοκαίνουργια γκαρνταρόμπα, ο «πονοκέφαλός» της ήταν πώς θα συνδύαζε τα καινούργια της κομμάτια. Η Μπίκι βρήκε λύση και γι’ αυτό. Τοποθέτησε στα ρούχα χαρτάκια με νούμερα και της έγραψε τους συνδυασμούς. Η Μαρία ανακουφίστηκε. «Δύο μόνο άνθρωποι χρησιμοποιούσαν αυτόν τον τρόπο για να ντύνονται» θυμόταν αργότερα η Μπίκι. «Η Κάλλας και ο καρδινάλιος του Μιλάνου Μοντίνι, ο οποίος έμελλε να γίνει ο Πάπας Παύλος Στ’».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ