«Η πρόοδος που σημειώνουμε σήμερα αποδεικνύει πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παραμένουμε δέσμιοι του παρελθόντος» δήλωσε την 1η Ιουλίου ο Μπαράκ Ομπάμα, ανακοινώνοντας την επίσημη επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κούβας και την επικείμενη, στο τέλος του μήνα, επαναλειτουργία των πρεσβειών των δύο χωρών στην Αβάνα και στην Ουάσιγκτον αντίστοιχα. Το καίριο όμως ερώτημα, μετά την «πτώση του τελευταίου τείχους» του Ψυχρού Πολέμου, δεν αφορά το παρελθόν αλλά το μέλλον, όχι τόσο των Αμερικανών και των εμιγκρέδων του Μαϊάμι όσο των Κουβανών.
Προς το παρόν στο νησί επικρατεί ενθουσιασμός, έκδηλος κυρίως στους τουρίστες και στους εκατοντάδες εν δυνάμει μελλοντικούς επενδυτές. «Ολοι στην Κούβα!» είναι το σλόγκαν των ημερών μεταξύ των Αμερικανών, οι οποίοι επιθυμούν να επισκεφθούν την Αβάνα «προτού να είναι πολύ αργά», προτού δηλαδή η παγκοσμιοποίηση και ο καπιταλισμός συμπαρασύρουν στο πέρασμά τους το παρελθόν, μεταλλάσσοντας για πάντα αυτό το ανοιχτό μουσείο της δεκαετίας του 1950.
Την ώρα όμως που οι τουρίστες ενθουσιάζονται με τις παλιές καμπριολέ Cadillac, με τα ρετρό μπαρ στα οποία σύχναζαν ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ και η Αβα Γκάρντνερ, με τις μελωδίες βιρτουόζων μουσικών όπως ο Ιμπραήμ Φερέρ των περίφημων Buena Vista Social Club, με τις ετοιμόρροπες προσόψεις των ισπανικών αποικιακών κτιρίων του 17ου αιώνα και των εξαιρετικών Art Nouveau πολυκατοικιών των αρχών του 1900, οι Κουβανοί εμφανίζονται ιδιαίτερα σκεπτικοί, αν όχι ανήσυχοι, για την επόμενη ημέρα. Κύρια έγνοια τους είναι η άρση του εμπάργκο την οποία επιθυμεί ο αμερικανός πρόεδρος, αλλά τον τελικό λόγο έχει το Κογκρέσο. Η άρση του Bloqueo για τους Κουβανούς αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας.
Ποια μορφή θα έχει η κουβανέζικη οικονομία και ποια θα είναι η πορεία της κατά τα επόμενα πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια; Προς το παρόν απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί. Σχεδόν 60 χρόνια μετά την κομμουνιστική επανάσταση του 1959 και περισσότερο από μισόν αιώνα μετά την επιβολή του αμερικανικού εμπάργκο, πλέον δεν υπάρχουν μοντέλα του παρελθόντος τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σημεία αναφοράς.
Πριν από την επανάσταση των «Μπαρμπούδος» του Φιντέλ Κάστρο, τα χρόνια κατά τα οποία την εξουσία κατείχε ο δικτάτορας Φουλχένσιο Μπατίστα, η Κούβα είχε καταλήξει να αποτελεί έναν τεράστιο οίκο ανοχής και ασυδοσίας, με τους περιβόητους μαφιόζους της εποχής, από τον Αλ Καπόνε ως τον Λάκι Λουτσιάνο, να ελέγχουν την πάντα προσοδοφόρα βιομηχανία του τζόγου και της πορνείας. Ακολούθησε η σοσιαλιστική οικονομία του «Lider Massimo»: τα δελτία για τα τρόφιμα, το σύστημα των δύο παράλληλων νομισμάτων, η καταστροφή της γεωργίας, η πάταξη της οποιασδήποτε σχεδόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για να ξεπεράσουν τις στρεβλώσεις του παρελθόντος, για να μην επιστρέψουν στη χώρα τους οι μαφιόζοι αλλά και για να περιορίσουν τις συνέπειες μιας μαζικής εισβολής των «γιάνκηδων» καπιταλιστών, οι Κουβανοί αναζητούν τον δικό τους δρόμο. Αρκετοί επικαλούνται το μοντέλο της Κίνας ή του Βιετνάμ –αναφέρει η ιταλική «La Repubblica» –κάνοντας λόγο για έναν καπιταλιστικό κομμουνισμό με ένα κόμμα και οικονομία της αγοράς. Οι πιο τολμηροί μεταξύ των μεταρρυθμιστών του καθεστώτος κοιτάζουν ακόμη και προς το μακρινό Ισραήλ, υποστηρίζοντας την ιδέα να μετατραπεί η Κούβα σε «έθνος start-up», ήτοι μια χώρα όπου θα ανθούν η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία. Αρκεί όμως μια επίσκεψη στα σχεδόν άδεια, «σοβιετικού» τύπου σουπερμάρκετ της Αβάνας ή μια βόλτα στην επαρχία για να διαπιστώσει κανείς το τεράστιο χάσμα που υπάρχει μεταξύ των όποιων φιλοδοξιών για το μέλλον και της σκληρής πραγματικότητας.
Μπίζνες, συλλήψεις και καπιταλισμός

«Απόβαση» επιχειρηματιών
Πρωτοφανής είναι ο αριθμός και των ευρωπαίων αξιωματούχων και επιχειρηματιών που επισκέπτονται την Κούβα μετά τη βελτίωση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας στην Αβάνα βρέθηκαν εκπρόσωποι 75 ισπανικών εταιρειών συνοδευόμενοι από τον υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τουρισμού, ενώ είχε προηγηθεί η ιταλική αποστολή με εκπροσώπους 150 εταιρειών και επικεφαλής τον ιταλό υφυπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης. Την Κούβα επισκέφθηκαν επίσης αντιπροσωπείες επιχειρηματιών από τη Γαλλία, τη Βρετανία και την Ολλανδία.

Συλλήψεις αντικαθεστωτικών
Στις 5 Ιουλίου, τέσσερις ημέρες μετά την ιστορική ανακοίνωση του Μπαράκ Ομπάμα για την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Αβάνας, η κυβέρνηση του Ραούλ Κάστρο προέβη στη σύλληψη δεκάδων αντιφρονούντων.

Εσωτερικό εμπάργκο
Ενα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Κουβανοί είναι το «εσωτερικό εμπάργκο», όπως το αποκαλούν οι ίδιοι. Με τα ανοίγματα στον καπιταλισμό να γίνονται αργά και προσεκτικά, ο ιδιωτικός τομέας παραμένει εξαιρετικά περιορισμένος, προσφέροντας εργασία σε μόλις 500.000 ανθρώπους, την ώρα που ο συνολικός πληθυσμός του νησιού ξεπερνά τα 11 εκατομμύρια.


Λίλιαν Μανσόρ, Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι
«Πρώτα η οικονομία και μετά η δημοκρατία»

«Οι Κουβανοί είναι έτοιμοι για τη μετάβαση προς τη δημοκρατία αλλά ενδιαφέρονται περισσότερο για την οικονομία»
δηλώνει ξεκάθαρα στο «Βήμα» η Λίλιαν Μανσόρ από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι.

«Η πλειονότητα των Κουβανών ενδιαφέρεται για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αυτή είναι η κύρια ανησυχία τους. Πολλοί Κουβανοί είναι αποστασιοποιημένοι από την πολιτική, καθώς τη συνδέουν με το κράτος, την ιεραρχία και με τη διαφορά ανάμεσα στους έχοντες, οι οποίοι βρίσκονται στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας, και στους μη έχοντες, τους κοινούς Κουβανούς. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει κανένας δεσμός ανάμεσα στην πολιτική και στην καθημερινή τους ζωή»
εξηγεί. Και προσθέτει ότι οι Κουβανοί «ενδιαφέρονται για την κατάργηση του διπλού νομίσματος και επιθυμούν έναν μισθό με τον οποίο θα μπορούν να προμηθεύονται τα απαραίτητα, καθώςμε τους τωρινούς μισθούς των 25-30 δολαρίων τον μήνα αδυνατούν να το κάνουν. Τους απασχολεί επίσης η διατήρηση των ελάχιστων που έχουν απομείνει από το σοσιαλιστικό σύστημα: η δημόσια υγεία και εκπαίδευση, η στήριξη του αθλητισμού και των τεχνών».
Η επαναστατική παράδοση της Κούβας ανήκει ήδη στο παρελθόν ή ενδέχεται να διαδραματίσει κάποιον ρόλο και στο μέλλον; ρωτήσαμε την αμερικανίδα ακαδημαϊκό, ιδρύτρια του ENCASA, ενός δικτύου Αμερικανών με καταγωγή από την Κούβα, διανοουμένων και καλλιτεχνών με στόχο την αλλαγή πολιτικής στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Αβάνας. «Αυτή η παλιομοδίτικη επαναστατική και μιλιταριστικήρητορική εξακολουθεί να υφίσταται σε κάποια τμήματα της κουβανέζικης πολιτικής, στον στρατό, στις κομματικές συγκεντρώσεις και κυρίως μεταξύ των μελών των παλαιότερων γενιών τα οποία ελέγχουν την κυβέρνηση και τους θεσμούς. Υπάρχει όμως και μια ζωντανή, με ανεπτυγμένη κριτική ικανότητα, γενιά Κουβανών, θιασώτες μιας κουβανέζικης σοσιαλιστικής Αριστεράς που επιθυμεί να θέσει εν αμφιβόλω αυτή την παρωχημένη ρητορική μέσω ενός πιο σύγχρονου, σοσιαλιστικού και αριστερού οράματος για τον κόσμο. Ενδιαφέρονται για την αναδιανομή της εξουσίας και την ανακατανομή του ΑΕΠ, ενδιαφέρονται για τη σύνθεση μιας νέας, πιο δημοκρατικής θεώρησης και της πολιτικής και της οικονομίας, είναι αντίθετοι τόσο προς την παραδοσιακή επαναστατική κουβανέζικη ρητορική όσο και προς τη νεοφιλελεύθερη ρητορική των ΗΠΑ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ