Κόλαφος για την ελληνική κυβέρνηση υπήρξε η δήλωση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι το πολλαπλώς αμφισβητούμενο δημοψήφισμα δεν πληροί τις διεθνείς προδιαγραφές, διότι θα έπρεπε να προκηρυχθεί τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή του ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος στους πολίτες για να αναπτύξουν τις απόψεις τους. Ζήτησε μάλιστα (γεγονός πρωτοφανές για δυτικοευρωπαϊκή χώρα) να παραστούν στο δημοψήφισμα διεθνείς παρατηρητές, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν στην Αλβανία, στην Τουρκία, στα Σκόπια και στη Σερβία! Είναι μάλιστα ιδιαίτερα δυσάρεστη η διαπίστωση ότι την τελευταία φορά που είχε ασχοληθεί το Συμβούλιο με την Ελλάδα ήταν επί χούντας, όταν η χώρα μας αποβλήθηκε από τον ευρωπαϊκό αυτόν οργανισμό, που αποτελεί τον θεματοφύλακα των δημοκρατικών διαδικασιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η εξαιρετικά θλιβερή αυτή εξέλιξη ήλθε να διευρύνει το ήδη βαθύ ρήγμα που έχει ανοίξει στις σχέσεις της Αθήνας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά μάλιστα το τελευταίο διάγγελμα του κ. Τσίπρα, με το οποίο επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας μας στους Ευρωπαίους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή των Βρυξελλών, τινάζοντας στον αέρα την όποια προοπτική περαιτέρω συνεργασίας με τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Αυτό που ξεκάθαρα της διεμήνυσαν είναι ότι δεν είναι δυνατόν να ζητεί νέο πρόγραμμα και ταυτόχρονα να το καταγγέλλει απαξιώνοντας την όλη προσπάθεια. Η υποψία που εκφράζουν είναι ότι ο έλληνας πρωθυπουργός αποφάσισε να προχωρήσει σε δημοψήφισμα (πάνω σε μια πρόταση που δεν ισχύει και άρα εγγίζει τα όρια της πολιτικής απάτης) και να φορτώσει την ευθύνη στις πλάτες του ελληνικού λαού επειδή δεν είχε το σθένος να αντιμετωπίσει την εσωκομματική του αντιπολίτευση.
Με τα δεδομένα αυτά το κλίμα στις ελληνοευρωπαϊκές σχέσες είναι εκρηκτικό και είναι μάλιστα πολλοί οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που υποστηρίζουν ότι όλα αυτά έγιναν βάσει ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου για την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και από την Ευρωπαϊκή Ενωση λόγω παρωχημένων ιδεολογικών αντιλήψεων τις οποίες είτε δεν θέλησε είτε δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ο κ. Τσίπρας. Για τον λόγο αυτόν δεν τήρησε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στις 20 Φεβρουαρίου, παρέτεινε τις άκαρπες διαπραγματεύσεις επί πέντε μήνες και απέκρυψε από τον ελληνικό λαό την τελευταία ευνοϊκή πρόταση του κ. Γιούνκερ, αποχωρώντας αιφνιδιαστικά από τις συνομιλίες και οδηγώντας τη χώρα του στη χρεοκοπία. Κατάφερε μάλιστα με τη στάση του αυτή να συνασπίσει εναντίον του ακόμη και τις χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, που διέκειντο φιλικά απέναντί του. Ετσι έμεινε μόνος απέναντι στους 18 άλλους χτίζοντας ένα αδιαπέραστο τείχος που μπορεί να γκρεμισθεί μόνο αν υπάρξει ένα ισχυρό «Ναι» στην κάλπη που θα αποτρέψει την πορεία προς την οριστική καταστροφή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ