–«Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, έχουν και βασιλικούς στα τραπεζάκια».
–«Πόσον καιρό έχεις να έρθεις στο «Λιλά»;».
–«Μια φορά έχω έρθει, όταν πρωτοάνοιξε».
–«Α, εμείς ερχόμαστε συνέχεια. Πώς και πώς περιμένουμε να ανοίξει».
Απόγευμα Παρασκευής και παρά την ψύχρα, οι πρώτες παρέες μπαίνουν στο «Λιλά». Τον θερινό κινηματογράφο που σε πείσμα των καιρών παραμένει στην οδό Νάξου 115. Σε μια γειτονιά πολύπαθη και υποβαθμισμένη τα τελευταία χρόνια. Χώρος διπλά διατηρητέος από τα υπουργεία Πολιτισμού και Περιβάλλοντος, άρχισε να λειτουργεί για πρώτη φορά το 1969, εποχή μεγάλης ακμής ακόμη των θερινών κινηματογράφων. Το γεγονός όμως ότι σήμερα, εποχή που ο κινηματογραφικός χώρος διανύει μεγάλη κρίση, το «Λιλά» εξακολουθεί και λειτουργεί ανελλιπώς οφείλεται κατά κύριο λόγο στο μεράκι και στην αγάπη που δείχνει η οικογένεια Λυμπεροπούλου στη δουλειά της. Μιας και παραμένει ο μοναδικός θερινός κινηματογράφος στην ευρύτερη περιοχή της Κυψέλης και των Πατησίων, ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες της γειτονιάς, θυμίζοντας κάτι από τις παλιές, καλές εποχές της περιοχής.
Ηδη από τη χειρόγραφη, φωτισμένη ταμπέλα –τα τρία από τα τέσσερα γράμματά της είναι χρώματος λιλά, από όπου άλλωστε προέρχεται και το όνομα –νομίζει κανείς ότι βρίσκεται σε έναν κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70. Η είσοδος στα ενδότερα επιβεβαιώνει την αρχική εντύπωση. Μια όαση μέσα στην τσιμεντούπολη. Παντού υπάρχει πράσινο και τα τραπέζια ενδιάμεσα στα καθίσματα κοσμούν γλαστράκια με βασιλικό.
«Ο θερινός κινηματογράφος είναι η παράδοση του Ελληνα, έχει μεγαλώσει και ψυχαγωγηθεί με αυτόν. Νομίζω είναι το όνειρό του. Το καλοκαίρι δεν προτιμά τον κλειστό κινηματογράφο. Στο θερινό βλέπεις φεγγάρι, βλέπεις πρασινάδα, βλέπεις χαλικάκι. Νιώθεις καλοκαίρι, νιώθεις παράδεισο» σχολιάζει ο κ. Κώστας Λυμπερόπουλος, ο οποίος τα τελευταία 18 χρόνια έχει αναλάβει τη διαχείριση του χώρου.
«Μεγαλύτερες ηλικίες πάνε σε θερινό»

Στο κέντρο της Αθήνας οι κινηματογράφοι συνήθως λειτουργούν από τα τέλη Μαΐου ως και τις αρχές Σεπτεμβρίου με τον καιρό να παίζει σημαντικό ρόλο στον προγραμματισμό. «Εμείς ανοίξαμε 21 Μαΐου. Για τέσσερις ημέρες έβρεχε και σήμερα ο καιρός είναι ψυχρός. Φτάνει 20 Ιουνίου και ο κόσμος μάς ρωτάει αν ανοίξαμε. Περνάει ένας μήνας και δεν ξέρουν ότι έχουμε ανοίξει, ακόμη και άνθρωποι από τη γειτονιά» λέει ο κ. Δημήτρης Λυμπερόπουλος με τον κ. Κώστα να εξηγεί πως «δεν ενδιαφέρουν το κοινό αυτές οι βραδιές. Αν δεν πιάσουν οι μεγάλες ζέστες, να μην μπορεί να κάτσει μέσα στο σπίτι και να βγει μια βόλτα δεν θα ζητήσει να πάει κινηματογράφο. Είναι αλυσίδα».
Πάντως η γενικότερη κατάσταση που βιώνει η χώρα έχει επηρεάσει και το «όνειρο του Ελληνα». Το Σάββατο φαίνεται να είναι η καλύτερα εισπρακτική ημέρα, όπως και οι ημέρες που υπάρχουν προσφορές, καθώς όπως λέει ο κ. Δ. Λυμπερόπουλος «ο κόσμος ψάχνει την προσφορά, υπήρχαν περιπτώσεις πέρυσι που την Τετάρτη (σ.σ.: ημέρα προσφοράς) είχαμε σχεδόν τα ίδια εισιτήρια με το Σάββατο».
«Η κίνηση έχει κόψει, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Περνάμε, ξέρετε, μια κρίση. Γιατί να μην την περνάει και ο κινηματογράφος; Ειδικά η ψυχαγωγία, το θέαμα γενικά, για να το απολαύσεις πρέπει να είσαι ήρεμος, να έχεις διάθεση. Σήμερα ο κόσμος έχει τα προβλήματά του και το θέαμα το έχει αφήσει» σχολιάζει ο κ. Κώστας σχετικά με την πτωτική κίνηση των θερινών κινηματογράφων.
Το κοινό του θερινού κινηματογράφου μοιάζει να έχει αλλάξει, όσοι έχουν παραμείνει πιστοί στον κινηματογράφο είναι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, μιας και οι νεότεροι είτε προτιμούν τους πολυκινηματογράφους είτε βλέπουν ταινίες διαδικτυακά. «Εχουν αλλάξει οι τάσεις και αυτοί που έχουν μείνει πιστοί στον θερινό κινηματογράφο είναι οι μεγαλύτερες ηλικίες, αυτοί που έρχονταν για πολλά χρόνια και κάποιοι από τη γειτονιά που χαίρονται όταν ανοίγει το «Λιλά»» αναφέρει ο κ. Δ. Λυμπερόπουλος αναφερόμενος ταυτόχρονα και στη ζωντάνια που προσφέρει το «Λιλά» στη γειτονιά. «Είμαστε σε μια περιοχή που είναι δύσκολη, πολύ δύσκολα ο άλλος θα βγει να κυκλοφορήσει –κυρίως τον χειμώνα –αργά το βράδυ, φοβούνται. Οπότε το να ανοίξει ο θερινός κινηματογράφος στη γειτονιά τους, το να ανοίξουν τα φώτα του, το να δώσει ζωή στη γειτονιά τους έχει μεγάλη σημασία. Για αυτό βλέπουμε από τις αρχές Μαΐου να περνάει κόσμος και να μας λέει «άντε, πότε θα ανοίξετε», με την έννοια ότι θα ζωντανέψει και πάλι η γειτονιά τους».


Πιστοί στο πρόγραμμα

Η οικογένεια Λυμπεροπούλου, πιστή στο μέχρι τώρα πρόγραμμα του κινηματογράφου, συνεχίζει και εφέτος την παράδοση με ταινίες τέχνης, για αυτό και στην είσοδο της αίθουσας υπάρχει ακόμη η ταμπέλα με την επιγραφή «Ο κινηματογράφος είναι πολιτισμός». «Οταν επιλέγεις μια ταινία το πρώτο πράγμα που κοιτάς είναι «σε ποιο κοινό απευθύνεσαι». Γνωρίζοντας λοιπόν την ανθρωπογεωγραφία των θεατών που στην προκειμένη περίπτωση είναι μεγαλύτερης ηλικίας, επιλέγεις πιο σινεφίλ ταινίες, που απευθύνονται σε συγκεκριμένο κόσμο. Και ως γνωστόν, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας της Κυψέλης και των Πατησίων ξέρουν από κινηματογράφο –πολύ σπάνια αυτός ο κόσμος θα επιλέξει μια αμερικανική περιπέτεια, μια πιο εμπορική ταινία. Οπότε αναγκαστικά» σχολιάζει ο κ. Δημήτρης Λυμπερόπουλος «δεν μπορείς να μπλέξεις τα πράγματα, ενώ προσπαθούμε κάθε χρόνο να εντάξουμε στο πρόγραμμα 1-2 φορές τέτοιες ταινίες, στο τέλος απογοητευόμαστε. Προσπαθούμε να μείνουμε πιστοί όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο μας επιτρέπουν οι καταστάσεις». Ηδη έχουν προβληθεί οι ταινίες «Ταπείνωση», «Μανταρίνια» και «η συνταγή της Πολέτ» ενώ ως την Τετάρτη θα προβληθεί η κωμωδία «Μην ενοχλείτε, παρακαλώ».
Εφέτος ο χώρος ανακαινίστηκε. Εναρμονίστηκε με την τεχνολογία καθώς η προβολή γίνεται ψηφιακά ενώ οι θεατές θα έχουν στη διάθεσή τους και δωρεάν WiFi. Μπορεί βέβαια κανείς να αναρωτηθεί σε τι αποσκοπεί μια τέτοια κίνηση σε έναν κινηματογράφο, την απάντηση όμως δίνει ο κ. Δημήτρης Λυμπερόπουλος. «Καθημερινά ξοδεύω πάρα πολύ χρόνο στα social media και ο κινηματογράφος είναι μέσα στα social media, τα χρησιμοποιεί γιατί είναι ένα φθηνό μέσο διαφήμισης. Ο κόσμος ολοένα και έχει πρόσβαση στο Internet, το θεωρεί δεδομένο και μας το ζητάνε. Αυτός που ήρθε να δει ταινία θα τη δει. Στο διάλειμμα όμως ή πριν από την έναρξη θα χρησιμοποιήσει το Internet. Είναι μια φθηνή πολυτέλεια για εμάς. Ο θερινός κινηματογράφος, αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει και να εναρμονιστεί με τον καιρό, γιατί καλό είναι το φεγγάρι, το αγιόκλημα και το γιασεμί αλλά πρέπει να κάνει κάποια βήματα μπροστά».

HeliosPlus