Ο Ε. Προύθι (Χρήστος) γεννήθηκε σε χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ, είναι γιος πρώην υπουργού, έχει σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός, βρίσκεται στην Ελλάδα 25 χρόνια και κινείται στον χώρο του υποδήματος.
Ανήσυχος και πολυπράγμων, άνθρωπος της αγοράς, σχεδιάζει, κατασκευάζει και επισκευάζει.
Μιλώντας μαζί του τις προάλλες, τον ρώτησα πώς πάνε τα πράγματα και όπως όλοι ήταν τρομερά αρνητικός αφού στην αγορά «δεν κινείται φύλλο», όπως μου είπε.
Και τότε μου θύμισε κάτι που ο ίδιος έλεγε εδώ και ακριβώς 10 χρόνια. Από το 2005, πολλά χρόνια πριν από την κρίση.
«Ο τρόμος μου ήταν πάντα να μη σπάσει ο ανταγωνισμός. Και δυστυχώς αυτό έγινε».
Με τη διαφορά ότι ο Ε. Προύθι δεν αναφερόταν μόνο στον ανταγωνισμό των μικρών, μεσαίων ή μεγάλων επιχειρήσεων.
Αναφερόταν στον ανταγωνισμό των καταναλωτών.
«Εδώ και χρόνια κανείς δεν νοιάζεται για το τι θα φορέσει γιατί κανείς πια δεν ενδιαφέρεται να δει τι φορά ο άλλος» μου είπε. Πραγματικά, αυτό τα παλαιότερα χρόνια δεν συνέβαινε, ο κόσμος ενδιαφερόταν για τον ρουχισμό του και κατά συνέπεια για των άλλων.
Ενα καλό παράδειγμα είναι και τα παιδιά. Παλαιότερα, όταν τα παιδιά μεγάλωναν ήθελαν να φορούν φίρμες για να κάνουν φιγούρα στα άλλα παιδιά που με τη σειρά τους ζήλευαν και προσπαθούσαν να πείσουν τους γονείς τους να τους αγοράσουν τα ίδια ή καλύτερα.
«Αυτό το παραμύθι έχει τελειώσει για τα παιδιά» είπε ο Ε. Προύθι.
Υπάρχουν καλά και κακά σε όλη αυτή την κατάσταση.
Το καλό είναι ότι στην πλειονότητά του ο κόσμος προσέχει πλέον το πορτοφόλι του αφού ούτως ή άλλως τα βγάζει τσίμα-τσίμα (αν τα βγάζει).
Το κακό είναι ότι η πελατειακή αδιαφορία στον ανταγωνισμό έχει αντίκτυπο στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων που ακριβώς λόγω της αδιαφορίας που βρίσκουν από τον καταναλωτή δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
‘Η, για να το θέσω όπως ακριβώς το είπε ο Ε. Προύθι, «όταν δεν ανταγωνίζεσαι, δεν παλεύεις».



