Σε 17 δισ. ευρώ, περίπου 9,5% του ΑΕΠ, ανέρχεται η άμεση συμβολή του τουρισμού στο εγχώριο ΑΕΠ το 2014, με τη συνολική συμμετοχή του να κυμαίνεται μεταξύ 37 και 45 δισ. ευρώ (20% έως και 25% του ΑΕΠ), επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό του τομέα ως «βαριά βιομηχανία» της χώρας.

Σύμφωνα με τη μελέτη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) «Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2014 – συνοπτική απεικόνιση βασικών μεγεθών», το 2014 ο τουρισμός παρουσίασε ανάπτυξη 11,3% ή 1,8 δισ. ευρώ (από 15,2 δισ. ευρώ άμεσης συνεισφοράς στο ΑΕΠ το 2013 σε 17 δισ. ευρώ το 2014) όταν το συνολικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 3,5 δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους και αυξήθηκε κατά 0,6% περίπου σε πραγματικούς λόγω αποπληθωρισμού.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2014, ο εισερχόμενος τουρισμός παρουσιάζει αύξηση αφίξεων κατά 23% και αύξηση εσόδων κατά 13%. Δεδομένου ότι η περίοδος Ιανουαρίου –Νοεμβρίου καλύπτει το 98% της τουριστικής δραστηριότητας σε αφίξεις και το 99% σε έσοδα, εκτιμάται ότι το 2014 οι αφίξεις θα είναι περίπου 22 εκατ. και οι εισπράξεις 13,2 δισ. ευρώ, μεγέθη που αποτελούν ρεκόρ για τον εισερχόμενο τουρισμό στη χώρα.
Η συγκριτικά χαμηλότερη αύξηση των εσόδων σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζει τη διαφοροποίηση του μίγματος εισερχόμενου τουρισμού το 2014 με την ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Αθήνα, καθώς οι διακοπές city break είναι μικρότερης διάρκειας από τις διακοπές «Ηλιος & Θάλασσα» και αναμένεται ότι η μέση δαπάνη ανά τουρίστα (όχι όμως απαραίτητα και ανά διανυκτέρευση) να είναι μικρότερη.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Ερευνας Συνόρων της ΤτΕ, το 2013 η χώρα υποδέχθηκε σχεδόν 2,4 εκατ. τουρίστες κρουαζιέρας και εισέπραξε 445 εκατ. ευρώ.
Σχετικά με τη δαπάνη των τουριστών για μεταφορά προς και από την Ελλάδα, τα έσοδα των ελληνικών επιχειρήσεων από τη δραστηριότητα αυτή το 2013 ανήλθαν σε 1,077 δισ. ευρώ για τις αερομεταφορές και 132 εκατ. ευρώ για τις θαλάσσιες μεταφορές και σε 1,177 δισ. ευρώ και 133 εκατ. ευρώ αντίστοιχα για το 2014. Ενώ εκτιμάται ότι οι επενδύσεις στον τουρισμό το 2013 και το 2014 ανήλθαν σε 200 εκατ. την κάθε χρονιά.
Μεταξύ των συμπερασμάτων για την περσινή χρονιά, προκύπτει ότι από κάθε ένα ευρώ τουριστικής δραστηριότητας, δημιουργείται επιπλέον 1,2 ευρώ έως 1,65 ευρώ πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας. Ως αποτέλεσμα, για κάθε ένα ευρώ τουριστικού εσόδου, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά 2,2 ευρώ έως 2,65 ευρώ, με τον τουρισμό να αποτελεί κλάδο με μεγάλη διάχυση ωφελειών στην οικονομία.
Για τρεις νησιωτικές Περιφέρειες (Κρήτη 48%, Νότιο Αιγαίο (60%) και Ιόνια Νησιά (49%), ο τομέας συνεισφέρει άμεσα στη δημιουργία τουλάχιστον 50% του ΑΕΠ των συγκεκριμένων Περιφερειών. Οι περιφέρειες αυτές έχουν από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, υποστηρίζοντας την άποψη ότι ο τουρισμός οδηγεί σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των περιοχών στις οποίες αναπτύσσεται.
Στην αιχμή του επίσης πρόσφερε, σε συνδυασμό με την εστίαση, το 30% των θέσεων μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, πλέον των θέσεων αυτοαπασχολούμενων σε 31 χιλιάδες μικρά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια και δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις εστίασης.
Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΚΑ, τον Ιανουάριο/Ιούλιο 2014, η συνολική μισθωτή απασχόληση στον κλάδο τουρισμού και εστίασης ανήλθε σε 183/450 χιλιάδες αντίστοιχα, σε σύνολο 1,5 εκατ. περίπου μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα, σε όλη τη χώρα, δηλαδή 12%/30% του συνόλου. Από αυτούς, οι 56/262 χιλιάδες απασχολήθηκαν σε αμιγώς τουριστικές επιχειρήσεις. Την περίοδο Ιανουαρίου –Ιουλίου 2014 οι συνολικές εισφορές για τα άτομα αυτά εκτιμώνται σε 640,5 εκατ. ευρώ, ενισχυμένες κατά 104 εκατ. ευρώ, από το αντίστοιχο διάστημα της προηγούμενης χρονιάς και υπερκαλύπτοντας την πτώση εσόδων από τους λοιπούς κλάδους κατά 78 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κάλυψαν το 75% του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Αν στις ταξιδιωτικές εισπράξεις συνυπολογισθούν και οι εισπράξεις από αερομεταφορές και θαλάσσιες μεταφορές από τον εισαγόμενο τουρισμό, τότε το σύνολο υπερβαίνει κατά πολύ το σύνολο των εισπράξεων από τις εξαγωγές όλων των άλλων προϊόντων πλην πλοίων και καυσίμων.
Στη μελέτη τονίζεται η σπουδαιότητα του τουρισμού για την ελληνική οικονομία και υπογραμμίζεται η ανάγκη για πολιτικές αντιμετώπισης της εποχικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως η σημαντικότερη αδυναμία του, καθώς περίπου το 60% των αφίξεων και των εσόδων πραγματοποιούνται στο τρίτο τρίμηνο και μόλις 6% των αφίξεων και 3% των εσόδων στο πρώτο τρίμηνο. Σε αυτή την κατεύθυνση σημειώνεται ότι η αντιμετώπιση της εποχικότητας, δεν μπορεί παρά να γίνει με τη συμπλήρωση και τον εμπλουτισμό του βασικού προϊόντος «Ηλιος και Θάλασσα», το οποίο αποτελεί και τη μεγαλύτερη αγορά τουρισμού σε όλη την Ευρώπη και όχι με την καταπολέμησή του.