Η κρίση του ευρώ καλά κρατεί. Το επίκεντρό της όμως μετατοπίζεται όλο και περισσότερο προς τις μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία. Τα πρώτα «προβληματικά» κράτη (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία), αντίθετα, που βρίσκονταν μέχρι πρότινος σε προγράμματα βοήθειας, αρχίζουν να αναρρώνουν. Και «ακόμη και η Ελλάδα», όπως αναφέρεται στην έκθεση των πέντε μελών της Επιτροπής Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης (κοινώς επονομαζομένων και «σοφών»), παρουσιάζει επιτυχίες. Ωστόσο οι απόψεις των «σοφών» για πολλά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού, διαφέρουν σε πολλά σημεία. Αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο στην έκθεσή τους, η οποία βρίθει από αστερίσκους του Πέτερ Μπόφινγκερ ο οποίος είναι καθηγητής της Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ αλλά και τις απόψεις που διατυπώνει στο «Βήμα».
Ο τίτλος της έκθεσής σας είναι: «Περισσότερη εμπιστοσύνη στις διαδικασίες της αγοράς». Εννοείτε με αυτό και τις διαβόητες χρηματαγορές;
«Αυτό το εννοούν οι συνάδελφοί μου, όχι εγώ. Οι αγορές δεν έχουν εξελιχθεί ιδιαίτερα θετικά τα τελευταία χρόνια. Η καχυποψία απέναντί τους είναι λοιπόν πλήρως δικαιολογημένη».
Στη συνέντευξη Τύπου ήταν φανερή η διάστασή σας με τους άλλους τέσσερις συναδέλφους σας. Πού οφείλεται αυτό;
«Προφανώς στο ότι εγώ είμαι εκπρόσωπος του κεϊνσιανισμού και εκείνοι του νεοφιλελευθερισμού».
Γιατί δεν αφιερώσατε εφέτος ιδιαίτερο κεφάλαιο στις υπερχρεωμένες χώρες, όπως τα περασμένα χρόνια;
«Επειδή δεν επίκεινται άμεσα σπουδαίες αποφάσεις για τις περισσότερες από αυτές. Αλλα θέματα, όπως για παράδειγμα η δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήταν πολύ πιο σημαντικά».
Οφείλεται μήπως και στο γεγονός ότι η κρίση πλήττει τελευταία και μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία;
«Η κατάσταση στη Γαλλία δεν συγκρίνεται με εκείνη στην Ελλάδα. Στη Γαλλία έχουμε μια προσωρινή χειροτέρευση της κατάστασης, στην Ελλάδα μια πολύχρονη. Γεγονός είναι όμως ότι τα προβλήματα της Γαλλίας, που παλιά ήταν βαθιά κρυμμένα, έρχονται τώρα στην επιφάνεια».
Η Κριστίν Λαγκάρντ ζήτησε τις προάλλες την αύξηση του κριτηρίου του Μάαστριχτ για το συνολικό έλλειμμα μιας χώρας σε πολύ πιο πάνω από 60%. Ρεαλιστική πρόταση;
«Πολύ ρεαλιστική. Δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να κατέβουν στο 60% οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η ευρωζώνη. Εξω από αυτό, πρέπει να δούμε ότι το νούμερο 60% είναι εντελώς αυθαίρετο. Στην οικονομική επιστήμη δεν υπάρχει μια αϊνσταϊνικού τύπου εξίσωση, από την οποία παράγεται αυτό το ποσοστό. Απλώς οι οικονομολόγοι πήραν ως μέτρο τον μέσο όρο των κρατικών χρεών του 1990. Αν ο ίδιος υπολογισμός γινόταν σήμερα, θα έφθανε το 100%. Επιστημονικά δεν είναι δυνατός ο καθορισμός τέτοιου ποσοστού –όλες οι σχετικές δοκιμές έχουν αποτύχει».
Στην έκθεση αναφέρετε ότι χάρη στα προγράμματα βοήθειας ακόμη και η Ελλάδα κατόρθωσε να έχει επιτυχίες. Ποιες είναι αυτές;
«Για παράδειγμα, η άνοδος του ΑΕΠ κατά 0,6% το τελευταίο τετράμηνο. Πιθανόν η επιτυχία να οφείλεται στην άνοδο του τουρισμού, επειδή οι τουρίστες αποφεύγουν τελευταία την Τουρκία και την Αίγυπτο. Αλλά αυτό παραμένει ανοιχτό θέμα».
Μπορεί να σωθεί ακόμη ο έλληνας ασθενής;
«Για μένα η Ελλάδα ήταν πάντα ένας ασθενής που του έδωσαν μια υπερδόση λιτότητας. Οι άλλες υπερχρεωμένες χώρες υποβλήθηκαν σε πολύ μικρότερη λιτότητα. Παρά τα λάθη του παρελθόντος όμως, οι σημερινές επιτυχίες δείχνουν ότι δεν θα πρέπει να χάνει κανείς την ελπίδα. Εξάλλου στην Ευρώπη επιβάλλεται όλο και περισσότερο η αντίληψη ότι θα πρέπει να βελτιωθούν οι μακροοικονομικοί όροι, οι οποίοι εμπεριέχουν την αύξηση της ζήτησης και των δημόσιων επενδύσεων. Ελπίζω ότι τα σχέδια της Κομισιόν για επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ θα υλοποιηθούν με θετικά αποτελέσματα και για την Ελλάδα. Τα προγράμματα ριζοσπαστικής λιτότητας, σαν αυτό που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, ανήκουν στο παρελθόν –και πάντως όχι στα σχέδια της νέας Κομισιόν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ