Η Κλαούντια Καστελούτσι γεννήθηκε στην Τσεζένα, στην επαρχία της Εμίλιας Ρομάνιας το 1958. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας όπου λίγο αργότερα την ακολούθησε ο μικρότερος αδελφός της, Ρομέο, και η Κιάρα Γκουίντι. Οι τρεις τους, στα τέλη του 1980, θα αποτελούσαν τον πυρήνα της θεατρικής ομάδας Socìetas Raffaello Sanzio. Την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας της, η ομάδα έχει ως βασική δραματουργό την Κλαούντια με την πλειονότητα των κειμένων να φέρουν τη δική της υπογραφή. Αργότερα τη σκυτάλη θα πάρει ο αδελφός της Ρομέο με την ίδια να παραμένει η βασική πένα της ομάδας αλλά με την προσοχή της πλέον στην επιμέλεια της κίνησης, της χορογραφίας και της ρυθμικής.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1989 η Κλαούντια Καστελούτσι συστήνει τη Scuola Teatrica della Discesa, μία ομάδα νέων καλλιτεχνών που επεξεργάζεται και μελετά τη σχέση κίνησης και φιλοσοφίας. Το διάστημα 2003-2008 ηγείται μιας δεύτερης πειραματικής σχολής, τη Stoa, με την οποία συνθέτει πέντε balli, χορούς που διακρίνονται για την ερμηνεία της κίνησης με γνώμονα τη μετρική της μουσικής χρόνωσης. Ορόσημο στη σταδιοδρομία της αποτελεί το 2009, έτος κατά το οποίο η τέχνη της διακλαδώνεται προς δύο κατευθύνσεις: τη Mòra, μία ομάδα που συγκροτείται από χορευτές κλασικής εκπαίδευσης και την Calla, μία σχολή που μελετά την κινησιολογία σε συνάρτηση με τη φιλοσοφία και την κοινωνική αγωγή.
Με αφορμή το σεμινάριο «Ρυθμικές Ασκήσεις των Αθηνών» μιλήσαμε μαζί της για την κίνηση, τις λέξεις και το ρόλο του δασκάλου.
——————————————————–

Μπορεί η κίνηση να συγκριθεί με τη μεστότητα και το δυναμικό περιεχόμενο των λέξεων; Μπορεί ένα συναίσθημα, μια σκέψη να εκφραστεί σωματικά μέσα στη σιωπή;
«Η δύναμη είναι κάτι που αναδίδεται, εκπορεύεται από το ίδιο το σώμα μας και αντικρούεται με τη σωματικότητα εκείνου που τη δέχεται. Πρόκειται για μία προσωπική συνάντηση, η οποία επιτελείται μέσα σε μία ατμόσφαιρα αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων της αναπνοής. Πυρήνας της συνάντησης αυτής μπορεί να είναι άλλοτε η λέξη και άλλοτε η κίνηση. Κάθε φαινόμενο δύναται εκ προοιμίου να καταστεί φορέας της δύναμης του τι πρόκειται να ειπωθεί ή να εκφραστεί. Αυτό όμως που το μετατρέπει σε αγωγό δύναμης είναι η ατμόσφαιρα που παράγει, άλλοτε μέσα στην περιοχή της παρούσας πραγματικότητας, και άλλοτε στον βαθύ χώρο της ιστορίας του κόσμου.
Η σιωπή μπορεί να έχει τρομερή δυναμική μέσα σε ένα διάλογο. Ισχύει το ίδιο για την ακινησία, για την παύση;
Ο ρόλος της σιωπής στη μουσική είναι ίδιος με τον ρόλο της παύσης στον χορό. Με εκπλήσσει ευχάριστα αυτή η ερώτηση, καθώς συμπίπτει με τη μελέτη ενός συγκεκριμένου στοιχείου που θα μας απασχολήσει στο σεμινάριο των Αθηνών. Αυτό είναι το χρονικό διάλειμμα, η μετάβαση από το ένα σχήμα στο άλλο, θα μπορούσα να το ορίσω ακόμη και ως «φάντασμα». Αν σκεφτούμε όλα τα διαλείμματα που διαχωρίζουν τη μια στάση από την άλλη και φιλοξενούν τη μετάβαση από τη μία κίνηση στην άλλη, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο η διακοπή και η παύση αποτελούν βασικά στοιχεία της εύρυθμης δομής της κίνησης.
Πόσο δύσκολο είναι να διδαχθεί η τέχνη, να μεταδώσει ο καλλιτέχνης – δάσκαλος το βάθος κα την ουσία, το συναίσθημα και όχι απλά την τεχνική;
Στη περίπτωσή μου η τέχνη είναι η σχολή. Δεν είναι μια σχολή τέχνης. Είναι μια τέχνη της σχολής, δηλαδή, η επινόηση ενός τρόπου συνύπαρξης όπως σε ένα ποίημα, όπου τα υλικά και τα στοιχεία είναι η ίδια η ζωή του δασκάλου και των μαθητών, αλλά μεταμορφωμένα από τον ρυθμό. Η μορφή αυτής της σχολικής ποίησης μεταβάλλεται από καιρό σε καιρό και έχει διάρκεια η οποία λήγει σε κάθε αυτοπραγμάτωση και εν γένει τελείται με μια εξωτερική εκδήλωση, όπως ένας χορός. Για μια σχολή σαν αυτή είναι απαραίτητη η ελεύθερη επιλογή από τη πλευρά του κάθε μαθητή που καλείται να συμμετάσχει στη σχολική ποίηση, απαλλαγμένος από την οποιαδήποτε εξωτερική επιταγή, όπως είναι, για παράδειγμα, η πιστοποίηση μια τεχνικής γνώσης. Η πραγματική πιστοποίηση είναι μονάχα η ζωή στη σχολή. Ως εκ τούτου, ο τύπος αυτός σχολής είναι ασύμβατος με οποιοδήποτε άλλο ινστιτούτο. Το πρόγραμμά της είναι αυστηρό και απαιτητικό, αλλά συγχρόνως ακολουθεί την ελευθερία της επινόησης.
Ωστόσο, υπάρχει και μία απλούστερη εκπαιδευτική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει τη διδασκαλία μιας συγκεκριμένης μεθόδου ή τεχνικής με αντικείμενο την αναπαράσταση. Είναι επί της ουσίας διαφορετική από τη σχολή που περιέγραψα παραπάνω, καθώς είναι δυνατόν να προσφέρεται περιστασιακά, να διαρκεί μόνο κάποιες μέρες ή να είναι τμήμα ενός ακαδημαϊκού εξωτερικού πλαισίου.
Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες κατά κανόνα δεν είναι και οι καταλληλότεροι διδάσκαλοι, όπως ακριβώς δεν έχει και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να τους ακούμε να μιλούν για το έργο τους. Υπάρχουν εξαιρέσεις, ωστόσο έχω τη γνώμη ότι η καλύτερη διδασκαλία που ένας δημιουργός μπορεί να προσφέρει είναι να επιτρέψει σε κάποιον να τον παρακολουθήσει, ενώ εργάζεται, και να του θέτει κάποιες τεχνικές ερωτήσεις. Ένας άλλος τρόπος είναι η αρχαία μαιευτική μέθοδος, της οποίας το πιο ενδιαφέρον συστατικό είναι η βάσανος που ασκείται στον μαθητή προκειμένου να «γεννήσει». Ακόμη πιο ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι ο καταλληλότερος για την παραπάνω διεργασία είναι ο καλλιτέχνης που έχει σταματήσει πια να παράγει έργα, όπως συνέβαινε παλιότερα με το επάγγελμα της μαίας, το οποίο ασκούσαν οι γυναίκες που δεν μπορούσαν πια να κάνουν παιδιά. Νομίζω ότι η στειρότητα του δασκάλου -μια στειρότητα που κάποτε γνώριζε από πρώτο χέρι τις ωδίνες, τον τοκετό και τη δημιουργία, αλλά δεν είναι πλέον σε θέση να γεννήσει- είναι πολύ σημαντική σε κάθε διδασκαλία, για να απομακρύνει τον κίνδυνο της μετάδοσης ενός συγκεκριμένου ύφους.
Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια διδασκαλίας έχετε παρατηρήσει διαφορές αντίδρασης και παραγωγικότητας ανάμεσα στους μαθητές; Είμαστε σήμερα όλοι πιο εξοικειωμένοι με το σώμα μας και την εκφραστικότητα του;
Αντιμετωπίζω την κίνηση ως «σκέψη». Είναι ένας φυσικός τρόπος σκέψης που δεν ανήκει στη λεκτική γλώσσα. Πρόκειται για μια γρήγορη σκέψη, ακόμα και στιγμιαία, απερίσκεπτη, αλλά άμεσα σωματική, καθώς μπορεί να είναι μια σοφή κίνηση ενός αθλητή ή ενός άρτια εκπαιδευμένου χορευτή. Γνωρίζω ότι υπάρχει μία αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κίνηση αντιμετωπίζεται ως «έκφραση» μιας σκέψης ή ενός συναισθήματος. Ωστόσο, αυτό που επιδιώκω είναι η απλή αντικειμενικότητα της κίνησης, η οποία, από μόνη της, σκέπτεται. Δεν υπάρχει καμία σκέψη πέρα από αυτήν την κίνηση, όλη η σκέψη είναι η ίδια κίνηση, έτσι ώστε να στενεύει όλο και περισσότερο κάθε περιθώριο για μίμηση, καθώς η σχηματοποιημένη κίνηση εφαρμόζει με μοναδική αλήθεια.
Η κίνηση εμπεριέχεται στη φυσική πραγματικότητα και διατρέχει τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα συμπίπτει απόλυτα με την ποίηση, η οποία κυριολεκτικά διάγει μια άλλη ζωή. Επιστρέφοντας στο συγκεκριμένο ερώτημα, παρατηρώ ότι η τρέχουσα σχέση με τη σωματικότητα ταυτίζεται με μία συμβατική συμπεριφορά που περιορίζεται σε λίγες λειτουργικές χειρονομίες. Το αποτέλεσμα είναι μία αναπόφευκτη συμβολική εξαθλίωση που απορρέει από τη διάλυση της σχέσης μας με τη γη, την ιστορία, τη γεωργία, το κλίμα και τον ήχο της γλώσσας.
Με την πάροδο των ετών οι ρυθμικές ασκήσεις χαλαρώνουν τη μυϊκή συστολή, διεκδικούν και αποσπούν από τις απλούστερες χειρονομίες τη συμβολική τους αξία. Αυτό που πρωτίστως αξίζει είναι η ποίηση, με την ελληνική σημασία της λέξης, ή τουλάχιστον όπως εγώ αντιλαμβάνομαι την αρχική σημασία της ελληνικής λέξης.

Όλα αυτά τελικά είναι σαν να συνθέτουν ένα μάθημα που αποκλίνει από ένα συμβατικό μάθημα χορού. Σωστά;
Νομίζω ότι υπάρχει ένας συνδυασμός που ενώνει το μάθημα του κλασικού χορού με τη ρυθμική κίνηση που θα μας απασχολήσει στις «Ρυθμικές Ασκήσεις των Αθηνών». Είναι μια ανταλλαγή βαθιά και παράλληλα επιδερμική. Είναι βαθιά σε σχέση με τη σκέψη που πηγάζει από τη σωματικότητα ή μάλλον συντίθεται από αυτήν, και επιδερμική καθώς έγκειται σε μια άσκηση απαθή, η οποία εστιάζει σε πρώτο επίπεδο στην τελειοποίηση μιας πειθαρχίας και σε δεύτερο επίπεδο στην έκφραση. Το συναίσθημα πρέπει αναγκαστικά να περάσει μέσα από μια άψογη πειθαρχία και όχι μέσα από μία μιμητική ερμηνεία. Σκοπός των «Ρυθμικών Ασκήσεων» δεν είναι η εξειδίκευση, αλλά η εμβάθυνση στην αξία του ρυθμού. Και γι’ αυτό οι συμμετέχοντες δεν θα είναι αποκλειστικά εξειδικευμένοι χορευτές.
Δεν έχετε εγκαταλείψει «τις λέξεις» όμως. Πώς είναι να συνεργάζεστε μετά από τόσα χρόνια με το Ρομέο Καστελούτσι; Θα μπορούσε να είναι η αφορμή για την επιστροφή της Socìetas Raffaello Sanzio;
Δεν έχω πάψει να γράφω όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ο Ρομέο δεν είχε ανάγκη για κάποιο από τα κείμενά μου, μέχρι την πρόσφατη παράστασή του «Go down Moses», για την οποία μου ζήτησε να γράψω έναν διάλογο. Παρ’ όλα αυτά, το έργο αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί την αναβίωση της Socìetas Raffaello Sanzio. Δεν είναι παρά ένα τμήμα ψηφιδωτού που έχει ενσωματωθεί στο μεγάλο έργο του Ρομέο. Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο το έργο μας πρέπει πλέον να μεταβολίσει το κοινό μας παρελθόν. Είτε ως ένα αρχείο, το οποίο αναχαιτίζει τη διαδικασία αποσύνθεσης και σαν λίπασμα διατηρεί τη δημιουργία μας ζωντανή, είτε ως ένας κορμός χωρίς κλαδιά, από τον οποίο θα αναπτυχθούν νέες ενώσεις ανεξάρτητες από εμάς. Εμείς είμαστε μόνο το απαραίτητο υποστήριγμα, ο αγωγός από όπου θα διέλθουν νέες δυνάμεις. Σε αυτή τη «θεραπεία» του παρελθόντος της Socìetas Raffaello Sanzio, έχει εισαχθεί με ένα ιδανικό συνδυασμό η ιδέα της Έλενας Παπαλεξίου και της Αύρας Ξεπαπαδάκου να ξεκινήσουν το έργο της επιστημονικής αρχειοθέτησης του έργου μας. Από εκείνες γεννήθηκε το έργο «ARCH: Αρχειακή Έρευνα και Πολιτιστική Κληρονομιά», που υλοποιείται από διαπανεπιστημιακή ερευνητική ομάδα υπό την επιστημονική εποπτεία της καθηγήτριας Άννας Ταμπάκη από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτή η ερευνητική ομάδα αποτελεί διπλή τιμή για εμάς: πρώτον για την υψηλού επιπέδου και διεθνούς κύρους αρχειακή εργασία που μας παραδίδει και δεύτερον, για την προέλευσή της, την αγαπημένη βαθιά και αυθεντική Ελλάδα.
Αν έπρεπε να βάζατε σε λέξεις τον ρυθμό της Αθήνας, ποιες θα ήταν αυτές;
Με δέος έρχομαι για πρώτη φορά στην Αθήνα, και ο ρυθμός περιέχεται σε αυτή τη λέξη που θα συλλαβίσω: Α-θή-να. Εξ αρχής και δια παντός. Ανέκαθεν απέφευγα να επισκεφθώ την Αθήνα με την εύκολη διαδρομή ενός ταξιδιού. Πάντα αισθανόμουν φόβο προς μια χώρα που έχει αντιληφθεί το «καλό κ’ αγαθό» σε τόσο υψηλές μορφές και τόσο βαθιές αντινομίες. Είμαι ευτυχής για την ευκαιρία αυτού του σεμιναρίου, καθώς έρχομαι στην Αθήνα, όχι ως τουρίστρια, αλλά ως κάποια που ξεκινά μια θεμελιακή σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους του.
info
«Ρυθμικές Ασκήσεις των Αθηνών»: 28, 29, 30 Νοεμβρίου 2014Κέντρο Μελέτης Χορού Ισιδώρας και Ραϋμόνδου Ντάνκαν
Για σπουδαστές, ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς και χορευτές, 18-40 ετών
Αποστολή βιογραφικών: info@arch-uoa.com
Υποβολή συμμετοχών έως τις 21 Νοεμβρίου 2014
Κόστος συμμετοχής: €150