Με κοινή ανακοίνωσή τους πέντε δικαστικές ενώσεις (εκτός του Συμβουλίου της Επικρατείας) καλούν τους βουλευτές να καταψηφίσουν την τροπολογία, με την οποία προβλέπεται η μερική αναδρομική καταβολή της διαφοράς των αποδοχών των δικαστών (από 1/8/2012 έως 30/6/2014).

Αναλυτικότερα, οι ενώσεις καταγγέλλουν πως «η κυβέρνηση για μια ακόμη φορά αποδεικνύει έμπρακτα ότι δεν σέβεται τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, τις οποίες αντιπαρέρχεται με ανεπίτρεπτες νομοθετικές παρεμβάσεις σε αμετακλήτως κριθέντα ζητήματα, παραβιάζοντας απροσχημάτιστα το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτή ερμηνεύτηκε σχετικώς και με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Παράλληλα, αναφέρουν ότι «με τροπολογία που κατατέθηκε στις 10/11/2014, σε σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση:

» i) Προβαίνει σε αυθαίρετη μερική εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούν στις αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, επικαλούμενη ότι η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, εμφανίζοντας έτσι τη Δικαιοσύνη ως λειτουργικά περιττή και δημοσιονομικά επικίνδυνη στο μέτρο που παρεκκλίνει της κυβερνητικής πολιτικής.

» ii) Καταργεί πρόσφατο νόμο (ν. 4270/2014) που θεσπίστηκε σε συμμόρφωση προς την υπ’ αριθμ. 88/2013 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος (σ.σ.: Μισθοδικείο) και περικόπτει αυθαίρετα το 50% των αναδρομικών αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες προκύπτουν από την απόφαση αυτήν, επικαλούμενη την ‘ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής’, που, όπως αναφέρεται, επέφεραν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους ένστολους. Δηλαδή, η κυβέρνηση επιβάλλει δημοσιονομικά μέτρα στους δικαστές, επειδή με δικαστικές αποφάσεις δικαιώθηκαν άλλες κατηγορίες εργαζομένων, προειδοποιώντας σαφώς τους δικαστές να μην εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις που παρεκκλίνουν από την πολιτική της».

Ακόμα, οι ενώσεις αναφέρουν ότι «η επιχειρούμενη με την εν λόγω τροπολογία, και μάλιστα για πρώτη φορά, υπαναχώρηση της Πολιτείας από τις επιταγές δικαστικών αποφάσεων, προς τις οποίες η ίδια είχε συμμορφωθεί μόλις πριν από λίγους μήνες με νόμο του κράτους, αλλά και η απαράδεκτη προσπάθεια αιτιολόγησης της εν λόγω όψιμης ανατροπής, εν είδει ‘τιμωρίας’ των δικαστικών λειτουργών, επειδή στο πλαίσιο της αμερόληπτης άσκησης των συνταγματικών καθηκόντων τους προβαίνουν σε δικαστικές κρίσεις μη αρεστές στην εκτελεστική εξουσία, συνιστούν μείζον θεσμικό ατόπημα, με επικίνδυνες προεκτάσεις για την ουσιαστική αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Η τακτική αυτή, ασύμβατη με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, συνιστά άρνηση αποδοχής θεμελιωδών αρχών του Κράτους Δικαίου και αποτελεί κλιμάκωση κατ’ επανάληψη συνταγματικής εκτροπής της κυβέρνησης σε θέματα εφαρμογής δικαστικών αποφάσεων και σεβασμού των θεσμών με ευρύτατες συνέπειες στην ίδια την αξιοπιστία του πολιτεύματος ως Κράτους Δικαίου».

Κλείνοντας την ανακοίνωσή τους, οι ενώσεις καλούν «τους Έλληνες βουλευτές να καταψηφίσουν την τροπολογία αυτήν, αρνούμενοι να ενδώσουν σε επικίνδυνες για τους θεσμούς της Δημοκρατίας επιλογές της εκτελεστικής εξουσίας, υπό την αυτονόητη διαβεβαίωση ότι οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του ΝΣΚ, στο σύνολό τους, θα πράξουν, όπως πάντα, το καθήκον τους με νηφαλιότητα για την προάσπιση της ομαλής και σύμφωνης με το Σύνταγμα και τους νόμους λειτουργία της Δικαιοσύνης».

Την ανακοίνωση υπογράφουν οι πρόεδροι των δικαστικών Ενώσεων: Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου, Ειρήνη Γιανναδάκη, πρόεδρος Εφετών, Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, αντεισαγγελέας Εφετών, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, αντιπρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου και Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης, πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.