Δεν έχει σημειωθεί ποτέ στο παρελθόν αυτό που συνέβη την περασμένη Κυριακή στο Μέριλαντ. Εκλογές για τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για το ένα τρίτο της Γερουσίας και για κυβερνήτη σε 33 Πολιτείες γίνονται στην Αμερική την ερχόμενη Τρίτη 4 Νοεμβρίου, και ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Πολιτείας Μέριλαντ Μάρτιν Ο’ Μάλι, ο οποίος θέτει πάλι υποψηφιότητα, είχε εξασφαλίσει για κύριο ομιλητή της κυριακάτικης συγκέντρωσης ό,τι πολιτικά καλύτερο πίστευε πως υπάρχει. Τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Δεν περίμενε –ούτε και κανένας άλλος –την εξέλιξη. Μόλις ο πρόεδρος άρχισε να μιλάει και να αναφέρεται στο έργο της κυβέρνησής του το Δημοκρατικό ακροατήριο άρχισε να αραιώνει. Εφυγαν τουλάχιστον οι μισοί.
Η δημοτικότητα του Ομπάμα έχει υποχωρήσει στο 44%, αλλά, κατά παράδοση, οι υποψήφιοι πάντοτε ζητούσαν «έστω και μία φωτογραφία» τους δίπλα στον πρόεδρο. Ηταν το «γερό χαρτί» τους, η βεβαίωση ότι «επικοινωνούν» με την ηγεσία της εκτελεστικής εξουσίας. Οχι σε αυτές τις εκλογές. Μάλιστα έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο υποψήφιος για τη Γερουσία των Ρεπουμπλικανών καταλογίζει στα αρνητικά του αντιπάλου του το ότι είναι περίπου «κολλητός» του προέδρου Ομπάμα. Στη Λουιζιάνα ο Μπιλ Κάσιντι αναφερόμενος στη Δημοκρατική Μαίρη Λάντριε και στη Βόρεια Καρολίνα ο Τομ Ταίλις στη Δημοκρατική αντίπαλό του Κέι Χάγκαν.
Απορεί ο αρθρογράφος του βρετανικού «The Economist» γιατί οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι δεν προβάλλουν τη σημαντική –τηρουμένων των αναλογιών –επιτυχία της κυβέρνησης Ομπάμα στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, τον λεγόμενο νόμο «Obamacare». Πραγματικά, ούτε και στα «κάστρα» των Δημοκρατικών, λ.χ. στην Αϊοβα, ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τη Γερουσία Μαρκ Γιούνταλ δεν τόλμησε να αναφερθεί στην κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης. Προφανώς ο βρετανός δημοσιογράφος δεν θα είχε προσέξει ότι στις οδηγίες για την εκλογική μάχη που έστειλε τον περασμένο Απρίλιο η ηγεσία των Δημοκρατικών στους υποψηφίους γινόταν σαφής λόγος να αποφεύγεται η αναφορά σε «αμφιλεγόμενες επιτυχίες» της κυβέρνησης –το 56% των Αμερικανών εξακολουθεί να είναι αντίθετο στη σχετική νομοθεσία. Επίσης οι φαρμακευτικές βιομηχανίες και τα μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία έχουν προειδοποιήσει τους Δημοκρατικούς υποψηφίους να μην ελπίζουν σε χρηματική ενίσχυση αν αναφερθούν θετικά στο «Obamacare».
Οι Ρεπουμπλικανοί θα διατηρήσουν τον έλεγχό τους στη Βουλή και διεκδικούν την κατάληψη της Γερουσίας όπου διακυβεύονται 36 έδρες. Σε πέντε από τις δέκα που θα κρίνουν το αποτέλεσμα προηγούνται οι Ρεπουμπλικανοί και μόνο σε δύο οι Δημοκρατικοί. Η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση των «New York Times» δίνει πιθανότητα 71% στους Ρεπουμπλικανούς να εξασφαλίσουν τον έλεγχο και της Γερουσίας.
Θα ήθελαν νίκη και στη Γερουσία οι Ρεπουμπλικανοί; Το ερώτημα φαίνεται παράλογο, όμως υπάρχουν πολλοί, και μάλιστα σοβαροί, Ρεπουμπλικανοί που δεν θα το ήθελαν. Βλέπουν να γίνεται μπούμερανγκ. Ο έλεγχος των δύο νομοθετικών σωμάτων από τους Ρεπουμπλικανούς δένει τα χέρια του Δημοκρατικού προέδρου, εμποδίζει μέτρα και νομοσχέδια με περιεχόμενο μεταρρυθμιστικό –θα τα απορρίψουν οι Ρεπουμπλικανοί επιβεβαιώνοντας ότι «εξακολουθούν να μη βλέπουν την πραγματικότητα». Ωστόσο μακροπρόθεσμα αυτό θα αποβεί σε βάρος τους, καθώς στις προεδρικές εκλογές του 2016 ο/η υποψήφιος/α των Δημοκρατικών θα έχει σοβαρά επιχειρήματα να κατηγορήσει τον αντίπαλό του.
Απαθείς ψηφοφόροι, άγνωστοι υποψήφιοι
Το χαρακτηριστικό των εκλογών της ερχόμενης Τρίτης είναι η απάθεια του αμερικανικού λαού, ιδιαίτερα των Δημοκρατικών. Πάντοτε οι ενδιάμεσες εκλογές «στερούνται ενθουσιασμού», όπως είχε διαπιστώσει ο πατέρας Τζορτζ Μπους το 1992, αλλά τώρα προβλέπεται συμμετοχή κατά 30% και πλέον μικρότερη από ό,τι στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Δεν είναι αδικαιολόγητη αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού των Αμερικανών που θα εκδηλωθεί και ως αποχή.
Πρόκειται για «εκλογές σχεδόν χωρίς καμία έννοια, καθώς οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι είναι περίπου υπόδικοι στα μάτια (του λαού) και οι Ρεπουμπλικανοί εξακολουθούν να μη βλέπουν τον 21ο αιώνα» έγραψε ο «New Yorker». Είναι ενδεικτικό πως οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι μόνο το 23% των Αμερικανών ενδιαφέρεται για την εκρηκτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Μέση Ανατολή, ότι ακόμη και για τις (πιθανές) απειλές κατά του Ισραήλ το ενδιαφέρον περιορίζεται στο 45%-52%. Οσο για την οικονομία, την κρίση και όλα τα σχετικά με τη διαβίωση, το Bloomberg διαπίστωσε ότι «υπάρχει δικαιολογημένη απάθεια (…) κανένας δεν πιστεύει/ελπίζει σε βελτίωση» (22/9). Και αντιδρά ανάλογα.
Ετσι ίσως εξηγείται και η πληθώρα των ανεξάρτητων υποψηφίων για έδρα στη Γερουσία. Ο κόσμος έχει απογοητευθεί από τους «παλιούς και γνωστούς» και αναζητεί κάτι καινούργιο, έστω και άγνωστο. Σε επτά Πολιτείες ανεξάρτητοι, με «πρόγραμμα προσγειωμένο» στην πραγματικότητα, έχουν κινήσει το ενδιαφέρον του ενός στους πέντε ψηφοφόρους, γράφει –αρκετά ενοχλημένη –η «Wall Street Journal». Μάλιστα στην Πολιτεία του Κάνσας ο ανεξάρτητος Γκρεγκ Ορμαν προηγείται του Ρεπουμπλικανού Ντεν Ρόμπερτς, ενώ στο Κεντάκι μια άγνωστη ανεξάρτητη ανταγωνίζεται στενά τον καθιερωμένο Ρεπουμπλικανό Μιτς Μακ Κόνελ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ