Δεν υπήρξε ούτε μία φορά από το ’74 που να μη θέσω στην εφημερίδα το ζήτημα της επαναδιατύπωσης των ερωτημάτων της πολιτικής ως ερωτημάτων «γλώσσας». Και ποτέ δεν έπαψα στις προτάσεις μου εκείνες, που αποδίδουν πεποιθήσεις άλλες από αυτές που οι ίδιοι οι πολιτικοί προβάλλουν ως αληθείς, να αναδεικνύω την υποκρισία, την οποία, σημειωτέον, θεωρώ «συνθήκη» sine qua non της πολιτικής.
Ετσι, το ότι οι πολιτικοί σήμερα «κοροϊδεύουν» το θεωρώ στοιχείο της πολιτικής τους χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση, εφόσον κανένας πολιτικός δεν έχει άλλη αναφορά από την αθέτηση των υποσχέσεών του ως αυταξία.
Επιστροφή στη σημασιολογία μού φαίνεται ξεπερασμένη, όταν μάλιστα οι «σημασίες» στην πολιτική (π.χ. η πρόοδος ή η συντήρηση) παραπέμπουν σε φαντασιώσεις οι αλήθειες των οποίων καθίστανται η μία το ψεύδος της άλλης.
Προκειμένου συνεπώς να αποκτήσω μια ευρύτερη άποψη πάνω στο ζήτημα της επαληθευσιοκρατίας ώστε να αποφύγω τόσο την «αλήθεια» του Σαμαρά όσο και την «αλήθεια» του Τσίπρα, θα όφειλα να σκεφτώ τις ακόλουθες προτάσεις, δάνειες από τον Ρίτσαρντ Ρόρτι:
α) Κανένας από τους όρους μας δεν έχει αναφορά.
β) Καμία από τις πεποιθήσεις μας δεν είναι αληθής.
γ) Καμία μετάφραση δεν είναι δυνατή ανάμεσα στην ομιλουμένη και τη γλώσσα που αντιπροσωπεύει τον τρόπο ύπαρξης του κόσμου.
δ) Καμία από τις ηθικές μας διαισθήσεις δεν είναι ορθή (δεν μετέχει της Ιδέας του Αγαθού, δεν αντανακλά τον Ηθικό Νόμο).
Τι γίνεται λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις; Ειρωνευόμαστε, συνοψίζοντας φέρ’ ειπείν τη «Μεταπολίτευση» σε δύο αράδες προς δημοσίευσιν στον άυλο τόπο της ηλεκτρονικής έκδοσης του «Βήματος». Τις ακόλουθες: «Σόλων Γκίκας, Γκίκας Χαρδούβελης: η διαφορά, όπως βεβαίωνε τότε η Πειραϊκή Πατραϊκή, βρίσκεται στην ούγια».
Ετσι αθετούμε τη λεόντειο σύμβασή μας με τον κοινό νου αλλάζοντας αμέσως Λεξιλόγιο («Γκίκας», επίθετο και όνομα, φόβητρο και φόβητρο σε μια ίδια πολιτική που επιδεικνύει τη διαφορά της στην άκρια ενός πανιού). Προφανώς και δεν θεωρώ δεδομένο ότι ο ορισμός μου της «Μεταπολίτευσης» είναι ορθός για όσους εκλαμβάνουν ως μονάδα πειθούς την «ιδέα» και όχι τη «λέξη».
Ανησυχώ εντούτοις μήπως η διαδικασία κοινωνικοποίησης που με έκανε πολίτη δίνοντάς μου μια γλώσσα, μου έδωσε λάθος γλώσσα και άρα με έκανε λάθος πολίτη. Διότι επ’ ουδενί δεν μπορώ να ισχυριστώ πως η διαφορά μου με τους ορθοφρονούντες βρίσκεται στην ποιότητα του υφάσματος. Αντίθετα, βρίσκεται στην ούγια που αναγράφει, επαναλαμβανόμενο, τον τυπωμένο λογότυπο: «Πειραϊκή Πατραϊκή». Αλλά το εργοστάσιο φαλίρισε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ