Για μία ακόμη φορά στα δικαστήρια εξελίσσονται νομικές μάχες σε σχέση με κυβερνητικές αποφάσεις ή με εργατικές κινητοποιήσεις. Στο επίκεντρο τώρα βρίσκεται η με ποσόστωση αξιολόγηση προσωπικού στο Δημόσιο.
Μετά τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των εργαζομένων για το σύστημα αξιολόγησης, και ιδιαίτερα για την επιβολή υποχρεωτικής ποσόστωσης (15%) της χαμηλότερης επίδοσης των υπαλλήλων, το αίτημα για τη μη εφαρμογή του έφτασε στο ΣτΕ μέσω προσφυγής της ΑΔΕΔΥ.
Μετά την ψήφιση στη Βουλή και τις εγκυκλίους των υπουργικών γραφείων για την υλοποίηση του νόμου, η κυβέρνηση, επιχειρηματολογώντας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, έφερε την… αξιολόγηση στο Τμήμα Εργατικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας. Πότε; Όταν η ΑΔΕΔΥ κήρυξε απεργιακή κινητοποίηση, με τη μορφή της αποχής των δημοσίων υπαλλήλων από καθήκοντα που συνδέονται με τη διαδικασία της αξιολόγησης του νόμου 4250/2014.
Αντιπαραθέσεις
Στο μεταξύ έδωσαν και πήραν οι διαξιφισμοί στη Βουλή μεταξύ κυβερνητικών στελεχών, όπως του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, που υπερασπίστηκε «το συνταγματικό δικαίωμα του Δημοσίου να προσφεύγει στη Δικαιοσύνη», και στελεχών της αντιπολίτευσης, όπως του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, που κατηγόρησε την κυβέρνηση για αυταρχισμό και βιομηχανία προσφυγών κατά απεργιών των εργαζομένων.
Παράλληλα, ήρθε η αναφορά του πρωθυπουργού κ. Αντ. Σαμαρά, ο οποίος σε ομιλία του στο συνέδριο του «Economist» επιτέθηκε σε όσους αντιστέκονται «στις μεταρρυθμίσεις», περιλαμβανομένης και της αξιολόγησης προσωπικού στο Δημόσιο, λέγοντας ότι δεν τα καταφέραν να τις εμποδίσουν, «όπως δεν θα καταφέρουν να εμποδίσουν και τις αποκρατικοποιήσεις».
Όμως, δεν είναι μόνο κόμματα της αντιπολίτευσης και συνδικάτα που αντιδρούν. Υπάρχουν και επιστημονικοί φορείς οι οποίοι έχουν θέσει και ζητήματα αντισυνταγματικότητας της αξιολόγησης του προσωπικού μέσα από αυστηρά οριζόμενα ποσοστά (μέχρι το 25% των υπαλλήλων μπορούν να βαθμολογηθούν με βαθμό 9-10, μέχρι το 60% μπορούν να αξιολογηθούν με βαθμούς 7-8 και το 15% με βαθμό 1-6) και θέματα αδυναμίας εφαρμογής του συγκεκριμένου συστήματος αξιολόγησης.
Τα κρίσιμα σημεία της διαμάχης
Πάντως, υπάρχουν ορισμένα κρίσιμα σημεία που μπορεί να εντοπίσει κανείς στη νομική μάχη για την αξιολόγηση, με πολιτικές διαστάσεις, και με αντίκτυπο που μπορεί να είναι ηχηρός κατά τις ημέρες που διανύουμε.
Η προσφυγή των εργαζομένων στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της αξιολόγησης με ποσόστωση που αναμένεται να εκδικαστεί τον Οκτώβριο αφήνει το ίχνος της πολύ ενωρίτερα στις εξελίξεις, με ορίζοντα μέχρι τις 29 Ιουλίου. Και αυτό διότι η ΑΔΕΔΥ, αναφορικά με τη συνταγματικότητα των διατάξεων του ν.4250/2014, δεν έχει ασκήσει μόνο αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, η εκδίκαση της οποίας έχει οριστεί ενώπιον της Ολομελείας του για τις 10 Οκτωβρίου 2014. Εχει ασκήσει από τον Ιούνιο και αίτηση στο ΣτΕ για αναστολή εκτελέσεως του νόμου για την αξιολόγηση ενώπιον της Ολομελείας του ιδίου δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας επίκειται να πραγματοποιηθεί κατά την διάρκεια του Α’ Τμήματος Διακοπών του Δικαστηρίου, δηλαδή μέχρι την 29η Ιουλίου 2014…
Όμως, η προσφυγή της ΑΔΕΔΥ στο ΣτΕ… διασταυρώνεται με την αγωγή του Δημοσίου στο Πρωτοδικείο της Αθήνας για να κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική η αποχή των δημοσίων υπαλλήλων από τα καθήκοντά τους όσον αφορά την αξιολόγηση. Πού τέμνονται; Στο αίτημα των εργαζομένων προς το Πρωτοδικείο, με το οποίο του ζητούν να μην εκδώσει απόφαση για τον παράνομο και καταχρηστικό χαρακτήρα ή μη της απεργιακής τους κινητοποίησης τουλάχιστον μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως στο ΣτΕ (Οκτώβριο), και σε κάθε περίπτωση μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως αναστολής (τέλος Ιουλίου).
Όπως σημειώνεται από την υπεράσπιση της ΑΔΕΔΥ με το δικόγραφό της που απευθύνεται προς το Πρωτοδικείο, «σε διαφορετική περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος το δικαστήριό σας να κρίνει παράνομη και καταχρηστική απεργία η οποία μοναδικό σκοπό έχει την αποτροπή εφαρμογής αντισυνταγματικών διατάξεων, που σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον(…)».
Οι απαιτήσεις του Δημοσίου
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο προσφεύγοντας στο Πρωτοδικείο κατά της ΑΔΕΔΥ, ζητά να αναγνωρισθεί ως παράνομη η απεργία-αποχή, καθώς, όπως σημειώνει, «κηρύχθηκε από αναρμόδιο όργανο, ήτοι την Εκτελεστική Επιτροπή και όχι τη Γενική Συνέλευση (Συνέδριο), όπως απαιτεί ο νόμος, δεν υπήρξε έγγραφη γνωστοποίηση των εργασιακών αιτημάτων, δεν τηρήθηκε ο δημόσιος διάλογος». Επίσης, σύμφωνα με την προσφυγή του Ελληνικού Δημοσίου ο καταχρηστικός χαρακτήρας της επίδικης απεργίας –αποχής συνίσταται:
– Στην άρνηση εφαρμογής από το σύνολο των απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων ενός ψηφισμένου νόμου του κράτους, που άπτεται της οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, με απώτερο σκοπό τον εξαναγκασμό της νομοθετικής εξουσίας να τον τροποποιήσει. Πρόκειται δηλαδή για μία πολιτική απεργία διαμαρτυρίας, η οποία όμως για να είναι νόμιμη θα πρέπει να είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας και όχι διαρκείας, όπως εκ προκειμένω
– Από τη μη διεκπεραίωση των διαδικασιών αξιολόγησης αδρανοποιείται ο ίδιος ο θεσμός της αξιολόγησης, με σοβαρές συνέπειες στις διαδικασίες στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης (επιλογή υπαλλήλων σε θέσεις ευθύνης, προαγωγές κ.λπ.) και κατ’ επέκταση στην εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.
Επιχειρήματα υπέρ ενός πάγιου θεσμού
Μια ακόμα παράμετρος στην επιχειρηματολογία του Δημοσίου είναι ότι η διαδικασία της αξιολόγησης αποτελεί πάγιο θεσμό του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και δεν συνδέεται με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή με τον θεσμό της διαθεσιμότητας ή με καταργήσεις ή συγχωνεύσεις φορέων και οργανισμών ή με τη μείωση μισθού, αλλά με την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του Δημοσίου.
Μάλιστα, σε αυτό το σημείο δίνει ιδιαίτερη έμφαση η κυβέρνηση. Είναι ενδεικτικό ότι, με αφορμή την παρουσία της τρόικας στην Αθήνα, από το επιτελείο του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης αναδεικνύουν το ότι ακόμα και οι συζητήσεις της τριμερούς με την κυβέρνηση σχετικά με τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση δεν περιλαμβάνουν ποσοτικούς στόχους, ούτε νέες απολύσεις, αλλά ποιοτικούς στόχους.
Όπως σημειώνουν από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, «στην ατζέντα δεν έχει τεθεί κανένα θέμα ποσοτικών στόχων, ούτε ζήτημα νέων απολύσεων από 1.1.2015. Αυτό αποτελεί και απάντηση που καταρρίπτει την επιχειρηματολογία ότι το ποσοστό του 15% των υπαλλήλων της κλίμακας με χαμηλή βαθμολογία στην αξιολόγηση είναι δεξαμενή απολύσεων. Δεν είναι».

Παράλληλα, θυμίζουν ότι και στον νόμο για την αξιολόγηση σημειώνεται πως η ένταξη υπαλλήλων στο ποσοστό 15% που αφορά τους μη αποδοτικούς δεν συνδέεται με απολύσεις ή διαθεσιμότητες.
Βέβαια, από την πλευρά τους οι συνδικαλιστές στο Δημόσιο αντικρούουν τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, το κείμενο για την Εθνική Στρατηγική για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση 2014-2016 στο οποίο αναφέρεται ότι «θα προσφέρεται η δυνατότητα επανακατάρτισης ή/και επανατοποθέτησης ή ακόμα και απομάκρυνσης σε περίπτωση εξαιρετικά μειωμένης απόδοσης. Θα διερευνηθεί επίσης η δυνατότητα δημιουργίας ενός συστήματος πρόσθετων οικονομικών κινήτρων προκειμένου να ανταμείβονται οι καλύτεροι υπάλληλοι, παράλληλα με τη προσπάθεια αναθεώρησης του υφιστάμενου ενιαίου μισθολογίου».