Δίξαξε πάλι… ήθος το Πα.Σο.Κ με αυτή την έξαφνη ιστορία της αλλαγής του εκλογικού νόμου, στην οποία τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α απέδειξαν μακράν μεγαλύτερη σοβαρότητα από το δεύτερο κόμμα της κυβέρνησης που έθεσε και το θέμα, φυσικά κατά τον πλέον καιροσκοπικό τρόπο. Γιατί ίσως δεν έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια άλλος τέτοιος πολιτικός σαλτιμπαγκισμός σαν αυτόν που συνιστά (σήμερα) η πρόταση του ΠαΣοΚ για την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα.
Το τερατώδες αυτό μπόνους είναι αναμφίβολα μοχλός αλλοίωσης της δημοκρατικής αποτύπωσης της λαικής θέλησης σε κοινοβουλευτικές έδρες. Δεν πρόκειται για μία μορφή ενισχυμένης αναλογικής, αλλά για μια καθαρή στρεύλωση του πολιτεύματος που πρέπει να καταργηθεί. Ως προς αυτά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία και έχουν επισημανθεί ουκ ολίγες φορές.
Ομως, με αυτόν τον ακραίο μηχανισμό στρεύλωσης κυβερνήθηκε η Ελλάδα τα τελευταία πολλά πλέον χρόνια. Με αυτόν πέρασαν όλα τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα και οι εφαρμοστικοί νόμοι. Με αυτόν αποφύγαμε δήθεν την καταστροφή και πετύχαμε δήθεν τη σταθερότητα και, ακόμα την… πιο δήθεν πορεία εξόδου από την κρίση. Με αυτόν γλυτώσαμε, υποτίθεται, από την ακυβερνησία.
Τώρα, οι πολιτικές ισορροπίες έχουν ανατραπεί άρδην. Ομως για το ΠαΣοΚ που φυσικά κοιτάζει πάντοτε το καλό της πατρίδας κι όχι του εαυτού του, έχουν πάει όλα περίπατο: και η ανάγκη κυβερνησιμότητας και η απαίτηση σταθερότητας. Τώρα, είναι ξαφνικά τρίτης σημασίας ζήτημα το αν θα αποφευχθεί η λεγόμενη “ιταλοποίηση” που μέχρι χθες ήταν κορυφαίο θέμα. Τώρα, η ακυβερνησία δεν είναι πια και μεγάλη υπόθεση.
Είναι φυσικό: το ΠαΣοΚ δεν υπάρχει πια ως κόμμα εξουσίας, οπότε, αυτομάτως, δεν πρέπει να υπάρχει και κανένα άλλο. Επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα αν οδηγηθούμε σε μία Βουλή με πάνω από 30 κόμματα!
Ευτυχώς, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, οι πολίτες έχουν κρίση, όπως και οι προχθεσινές εκλογές άλλωστε απέδειξαν. Και φυσικά κατανοούν αμέσως τα γνήσια κίνητρα αυτής της πρότασης.
Είπαμε: το μπόνους πρέπει να καταργηθεί – αν και όχι στη μορφή της απόλυτης απλής αναλογικής που επικαλείται η Αριστερά, αλλά σίγουρα να περιοριστεί σε δημοκρατικά επίπεδα. Ομως, το ζήτημα πρέπει να ρυθμιστεί πλέον με τρόπο πάγιο και έξω από τις εκάστοτε συγκυρίες των πολιτικών συσχετισμών. Η μεταβολή δεν μπορεί να προέλθει από πολιτικούς καιροσκοπισμούς τέτοιου επιπέδου. Που σίγουρα δεν παραπέμπουν σε μία νέα, δήθεν σύγχρονη “ευρωπαική” Ελλάδα, αλλά, αντιθέτως, σε ένα πολύ βαθύ και σκοτεινό παρελθόν. Και σε ένα παλιό και γνωστό πολιτικό ήθος: εκείνο που έφερε τη χώρα εδώ που την έφερε.



