Σημαντικές εξαγορές αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο της δημοσιότητας τους επόμενους δώδεκα μήνες, καθώς οι διεθνείς εταιρείες εστιάζουν την προσοχή τους σε λιγότερες αλλά μεγαλύτερες συμφωνίες. Αυτό προκύπτει από την τελευταία εξαμηνιαία έρευνα «Capital Confidence Barometer» της εταιρείας συμβούλων ΕΥ. Στην έρευνα καταγράφονται οι απόψεις 1.600 υψηλόβαθμων στελεχών σε 54 χώρες, το παγκόσμιο περιβάλλον για μεγάλες εξαγορές έχει ενισχυθεί σημαντικά, καθώς επιστρέφει η δυνατότητα μόχλευσης και οι εταιρείες αναλαμβάνουν, συγκρατημένα, τολμηρές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, η διάθεση για εξαγορές, που παραμένει στο 31%, θα συγκρατήσει τους όγκους των συμφωνιών κατά την επόμενη χρονιά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η πρόθεση των διεθνών εταιρειών να προχωρήσουν σε μεγάλες συμφωνίες (μεγαλύτερες των 500 εκατ. δολαρίων) έχει διπλασιασθεί στη διάρκεια του τελευταίου δωδεκαμήνου, από 12% σε 27%. Ο αριθμός των εταιρειών που προτίθενται να προχωρήσουν σε συμφωνίες οι οποίες υπερβαίνουν σε αξία το 1 δισ. δολάρια έχει επίσης υπερδιπλασιασθεί σε 12% κατά τους τελευταίους έξι μήνες, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι τα σχέδια για εξαγορές μεγάλης εμβέλειας (μετασχηματιστικές) επιταχύνονται.
Οπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση της εταιρείας, η εμπιστοσύνη των ερωτηθέντων ως προς τη διαθεσιμότητα πιστώσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 5ετίας, καθώς το 88% θεωρεί ότι η διαθεσιμότητα πιστώσεων βελτιώνεται ή παραμένει σταθερή.
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα έδωσαν, για πρώτη φορά, πληροφορίες που αφορά στα μελλοντικά σχέδια συμφωνιών, με το 29% να αναμένει αύξηση κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών, συνεπώς αυξημένο όγκο συμφωνιών μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, στο εγγύς μέλλον, τα στελέχη θα πρέπει να σταθμίσουν τις αναπτυξιακές τους προτεραιότητες και να προχωρήσουν σε επιλεκτικές Σ&Ε καθώς οι μέτοχοι ενθαρρύνουν, ολοένα και περισσότερο, τις διοικήσεις των εταιριών να επικεντρωθούν στη μείωση του κόστους. Αποτέλεσμα αυτού είναι το 93% να επισημαίνει ότι η ατζέντα των διοικητικών συμβουλίων επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις πιέσεις των μετόχων γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το 47%, των συμμετεχόντων στην έρευνα, να αναμένουν μειώσεις του κόστους.
Μειώνονται οι αποκλίσεις των αποτιμήσεων

Η απόκλιση μεταξύ των τιμών που είναι πρόθυμες να πληρώσουν οι εταιρείες για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και των υποκείμενων αποτιμήσεων μειώνεται, σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η διαφορά αποτίμησης έχει περιορισθεί σήμερα κάτω του 10%, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία εκτιμά ότι η απόκλιση θα παραμείνει η ίδια ή και θα μειωθεί κατά το επόμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή ενθαρρύνει ένα περιβάλλον στο οποίο οι εταιρείες μπορούν να ολοκληρώσουν μεγαλύτερες, στρατηγικές συμφωνίες.
Η εμπιστοσύνη στην διεθνή οικονομική κατάσταση εμφανίζεται σταθερή κατά τα τελευταία χρόνια, αφού το 60% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία βελτιώνεται. Οικονομικές πιέσεις, όπως η επιβράδυνση της ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών, η βαθμιαία μείωση της ποσοτικής χαλάρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και η γεωπολιτική αναταραχή στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη, συγκρατούν την εμπιστοσύνη σε κάποιο βαθμό, με το 30% των στελεχών να εκτιμά ότι η παγκόσμια πολιτική αστάθεια αποτελεί την μεγαλύτερη οικονομική απειλή.
Στους πέντε κορυφαίους επενδυτικούς προορισμούς συνυπάρχουν οι αναδυόμενες αγορές της Ινδίας και της Κίνας, με έμφαση στις ώριμες αγορές, των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασίλειου και της Γερμανίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό (39%) του κεφαλαίου που θα διαθέσουν οι εταιρείες για εξαγορές στη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών, αναμένεται να διοχετευθεί στις αναδυόμενες αγορές των BRIC, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν, σε γενικές γραμμές, παρόμοιες προθέσεις για συμφωνίες και στις χώρες BRIC, τις ώριμες αλλά και τις αναδυόμενες αγορές. Οι πέντε επόμενοι πιο δημοφιλείς επενδυτικοί προορισμοί παρουσιάζουν παρόμοια ισορροπία με εκείνες των αναδυόμενων και ώριμων αγορών: Βραζιλία, Ιρλανδία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οι τομείς όπου αναμένονται οι μεγαλύτερες από τις σημαντικές συμφωνίες είναι: Η λιανική και χονδρική πώληση, η ενέργεια και οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας, ο τομέας εξόρυξης μετάλλων , αλλά και ο κλάδος του πετρελαίου και φυσικού αέριου. Οι τομείς όπου αναμένεται ο μεγαλύτερος αριθμός συμφωνιών είναι των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της ενέργειας, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, της υγείας, του πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Με δεδομένες τις απρόβλεπτες γεωπολιτικές εξελίξεις και τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, δεν αποτελεί έκπληξη η προσπάθεια των στελεχών να ισορροπήσουν μεταξύ εμπιστοσύνης και επιφυλακτικότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια στρατηγική η οποία συνδυάζει τη διαχείριση του κόστους και την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων άκρως επιλεκτικών εξαγορών.
Η πολύ-αναμενόμενη μετατροπή της οικονομικής εμπιστοσύνης και των ισχυρών θεμελιωδών μεγεθών σε μεγαλύτερους αριθμούς συμφωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι ακόμη ορατή. Μελλοντικά, η έκρηξη των Σ&Ε των τελευταίων ετών δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί μέτρο σύγκρισης. Οι προσδοκίες θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω με δεδομένο το ευρύτερο περιβάλλον χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Για το προβλέψιμο μέλλον, το τοπίο των Σ&Ε θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζεται από χαμηλούς όγκους συμφωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, αναμένεται ότι ορισμένες συμφωνίες θα συγκεντρώσουν τα φώτα της δημοσιότητας καθώς πρόθεση των στελεχών είναι η στόχευση σε συμφωνίες μεγάλης εμβέλειας προκειμένου να στηρίξουν την ανάπτυξη.