Θα το δηλώσω αμέσως: ως γνήσιος λάτρης των καθαρών γεύσεων, ποτέ δεν θα έμπαινα στον πειρασμό να δειπνήσω σε ένα εστιατόριο με fusion κουζίνα. Αλλά όταν η κόρη μου αποφάσισε να με παρασύρει μέχρι την Κηφισιά και το εστιατόριο OOZORA για να φάμε με φίλους της που είχαν έλθει από το Παρίσι, δεν είχα ιδέα του τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Είχα μάλιστα προαποφασίσει και τις δικαιολογίες μου για να μπορέσω να αποχωρήσω νωρίς και αφενός να αφήσω τη νεανική παρέα στην ησυχία της, αφετέρου να γλιτώσω πιθανές γαστριμαργικές κακοτοπιές. Οπως φάνηκε πολύ γρήγορα, όμως, λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο! Στην προκειμένη περίπτωση ο ξενοδόχος δεν είναι άλλος από τον σεφ του εστιατορίου Δημήτρη Κατριβέση, τα πιάτα του οποίου ξεπέρασαν κάθε προσδοκία μου.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το ΟΟΖΟRA βρίσκεται «κρυμμένο» πίσω από μια μίνι φυτεία μπαμπού στη συμβολή των οδών Αγίου Τρύφωνος και Ομήρου στην Κηφισιά. Η εξωτερική ζεν ατμόσφαιρα υπάρχει μεν στον εσωτερικό διάκοσμο (καθαρές γραμμές στα τραπέζια και τις καρέκλες, μαύρο χρώμα και ξύλο, οροφή με φανερή ασιατική έμπνευση…), αλλά διαταράσσεται ευχάριστα από τη ζωντάνια του μπαρ (δεξιά στην είσοδο) με ένα μεγάλο ασύμμετρο τραπέζι μπροστά του που κάνει τις παρέες να ενώνονται και το κλίμα να… θερμαίνεται.

Εμείς αφήσαμε τους τροπικούς του μπαρ, που όπως με πληροφόρησε η κόρη μου φημίζεται για τα κοκτέιλ του, και περάσαμε στο αριστερό μέρος της σάλας που βλέπει στην ανοιχτή κουζίνα. Μου αρέσουν οι ανοιχτές κουζίνες. Τις βρίσκω πολύ τίμιες και πολύ ενδιαφέρουσες. Ετσι, πίσω από τον πάγκο του σούσι, γιατί, ξέχασα να σας πω, το OOZORA σερβίρει έναν συνδυασμό ιαπωνικής και περουβιανής κουζίνας, μπορούσε να δει κανείς όλα τα βιαστικά πηγαινέλα των βοηθών του και τον ίδιο τον Κατριβέση να δημιουργεί. Τι; Απίθανα, ισορροπημένα, μεστά πιάτα που προδίδουν ότι μαθήτευσε κοντά σε μεγάλους δασκάλους αλλά και ότι ταξίδεψε. Επειτα από δεκάχρονη παραμονή στην αλλοδαπή και με θητεία στο El Bulli του Φεράν Αντριά, o Κατριβέσης βρήκε στο OOZORA τον χώρο που του επιτρέπει να εκφράσει τον κοσμοπολίτη που έχει μέσα του. {{{ moto }}}

Παίζοντας την οικοδέσποινα, η κόρη μου είχε προαποφασίσει για την παραγγελία μας. Ετσι, μετά τα φασόλια σόγιας (edamame) αρτυμένα με τρόπο που δεν σου επέτρεπε να σταματήσεις να τα τρως, ζεσταθήκαμε με μια σούπα από ψητό στο ανοιχτό μπάρμπεκιου (rοbata) λαβράκι με μίσο και σαφράν. Το πολυεπίπεδο γευστικό αποτέλεσμα αυτής της σούπας με έκανε να ξεχάσω την παρέα και να αφοσιωθώ στην παρατήρηση του ιδίου του σεφ που αεικίνητος φαινόταν να ελέγχει πλήρως τα τεκταινόμενα στην κουζίνα του.

Οταν οι υπόλοιποι πέρασαν στα σούσι και σασίμι, η κόρη μου, που ξέρει τις προτιμήσεις μου, είχε επιλέξει για μένα το ταρτάρ τόνου. Τώρα ήταν η δική της σειρά να παρατηρεί την ηδονική έκφρασή μου όταν δοκίμασα το ελαφρώς πικάντικο ψάρι που είχε «ψηθεί» με τον χυμό του γιούζου (yuzu), του εσπεριδοειδούς στο οποίο οφείλουν τη δροσιά και την αρωματική παλέτα τους πολλά ιαπωνικά πιάτα.

Δεν ξέρω αν ως εκείνη τη στιγμή είχε απομείνει έστω και λίγη θέληση να κάνω μια πρόωρη αναχώρηση. Αυτή πάντως εξανεμίστηκε εντελώς όταν κατέφθασε ένα πιάτο με ποικιλία μανιταριών (shiitake, enoki, golden oyster) που κολυμπούσαν σε μια άρτια δεμένη σος στην οποία ξεχώριζαν «βραχάκια» μισολιωμένης γκοργκοντζόλας. Και το τελειωτικό χτύπημα στις αισθήσεις ήρθε με το κυρίως πιάτο, το οποίο με έκανε να αναθεωρήσω τις απόψεις μου για τις fusion κουζίνες: ο βακαλάος μίσο (miso) με την ιαπωνική ρίζα απογειωμένος με πικάντικες λατινοαμερικανικές νότες.

Προσπαθώντας να κρατήσω τα προσχήματα, αποφάσισα να αποχωρήσω προτού έλθουν τα γλυκά. Αλλά όχι χωρίς να σφίξω το χέρι του σεφ. Περιττό να σας πω ότι έχω προγραμματίσει να ξαναπάω…

O σεφ Δημήτρης Κατριβέσης.