Γεννήθηκα στις 24 Οκτωβρίου 1944 και όχι στις 17 Νοέμβρη 1973 αλλά ούτε και στις 21 Απριλίου 1967, ή στις 28 Οκτωβρίου 1940 και φυσικά ούτε και στις 25 Μαρτίου 1821.
Ληξίαρχός μου υπήρξε η Τύχη και όχι η Ιστορία. Η πρώτη με κατηύθυνε και με απομάκρυνε από «πρόσ-τυχους» φίλους. Η δεύτερη με κράτησε σταθερά σε απόσταση από την υπεροψία τους. Στην Ιστορία αναγνώρισα το βλακώδες πρόσχημα για ηρωισμούς και σφαγεία. Στην Τύχη πιθανολόγησα τη ρυθμιστική της θέση ως προς το πεπρωμένο μου που με έχει υπενοικιάσει από τον εαυτό μου.
Οι τυχάρπαστοι σκεπτικιστές με δίδαξαν πιο πολλά από τους αποφασισμένους αγωνιστές: μία αίολη σοφιστεία είναι πιο ηθική από μια έωλη αποφασιστικότητα. Μου έδειξαν επίσης γιατί η κοινωνία είναι μια «κόλαση από σωτήρες».
Και γιατί όταν συμμετέχουμε στα κοινά, ή θα πρέπει να διαθέτουμε κάτι από την ψυχρότητα ενός Θεού της τιμωρίας, ή κάτι από τον πυρετό ενός οπαδού της ΑΕΚ. Και τις δύο φορές (Θεός ή οπαδός), η συμμετοχή μας στα κοινά θα προϋπέθετε εκείνο τον «ανεκδήλωτο εγκληματία που τον παρηγορεί η ιδέα πως ενώπιον ενός υπερουράνιου δικαστηρίου, ούτε και οι άγγελοι θα απαλλάσσονταν». Η εγκόσμια κοινωνία θα μπορούσε να συγκριθεί με το νεκροταφείο φίλων και εχθρών για το οποίο μιλά ο Σιοράν. Οπότε, τι σημασία θα είχε αν το νεκροταφείο αυτό «είχε βυθιστεί στις αβύσσους της καρδιάς ή είχε προβληθεί στην επιφάνεια της επιθυμίας»;
Ωστόσο, το πραγματικό δικαστήριο έχει την αξία του, τι κι αν το εσωτερικό δικαστήριο του καθενός καταδικάζει ή αθωώνει;
Είμαι όθεν, αρκούντως διαυγής, ώστε κάθε φορά που συγκινούμαι προ των βωμών και των τάφων της Ιστορίας, να αναλογίζομαι την πρωταρχική μου συνθήκη: το χώμα. Δηλαδή, τη χαλεπή τύχη όλων των εγκληματιών και των αγίων: τον θάνατο. Αυτή την εσωτερική αναγκαιότητα της ζωής, οι ψευδαισθήσεις της δράσης δεν θα την παρακάμψουν όσο και αν παρασημοφορούνται ή φυλακίζονται.
Ο Σεφέρης από το «μότο» της Κίχλης, υπενθυμίζει πως είμαστε εφήμερα σπέρματα «τύχης χαλεπής», όπως ο Μίδας που τόλμησε να κυνηγήσει τον Σειληνό.
Ο Σινόπουλος μας ειδοποιεί: «Δεν είσαι δικαστής, το ξέρεις. Λοιπόν μη βάζεις ερωτήματα στο παρελθόν σου. Περπάτα μες στο χρόνο, όπως και πριν. Οι αποκρίσεις θάρθουν κάποτε, μονάχες τους, χωρίς εσύ να τις γυρέψεις, μέσα στο έργο σου, μέσα στην ίδια σου τη γλώσσα».
Ποιος αμφιβάλλει λοιπόν πως η Ιστορία, ενώ θέτει στόχους δεν διαθέτει κανένα υπόβαθρο εκτός από την ιδιοσυγκρασία; Και ποιος αντιλέγει στο ότι όποιος επιχειρηματολογεί εν ονόματι της Ιστορίας, εκδραματίζει συνειδητά μια ιδιοσυγκρασιακή φαντασίωση; Κυρίως, όταν συμβεί να νομίζει πως πολιτεύεται ή αγωνίζεται, υπηρετώντας τον πιο σκοτεινό καταναγκασμό: την κατίσχυση.
«Οσοι δεν θέλουν να στερηθούν τη ναρκισσιστική τελειότητα της παιδικής ηλικίας», γράφει ο Φρόιντ, «οργανώνουν μέσα τους ένα ιδεώδες του Εγώ που αποκαλείται συνείδηση». Το παράδοξο εδώ είναι πως με τα λόγια αυτά ο Φρόιντ περιγράφει τη «ναρκισσιστική προέλευση της συμπόνιας»…
Από τη γενέθλια ημέρα μου μέχρι το ταφικό επίγραμμα, που αναμένει την ημερομηνία του θανάτου, αν κάποιος με ρωτήσει ποια είναι η φιλοσοφία μου, θα του απαντήσω πως δεν έχω. Εχω όμως μία γλώσσα που δεν είναι ούτε από τη μεριά της αλήθειας, ούτε της πλάνης.
Η γλώσσα θα υπογράψει στα γραπτά μου τη ληξιαρχική πράξη μετά θάνατον. Διότι η ζωή αυτού του όντος που ομιλεί, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να σχολιάζει ένα ανολοκλήρωτο ποίημα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



