«Αν υπάρχει μετενσάρκωση ή μετά θάνατον ζωή και σ’ έβλεπε ο μακαρίτης να φωτογραφίζεις το σπίτι του με αυτόν τον υπολογιστή-ταμπλέτα, θα είχε ανατριχιάσει» λέω στον Σέρχιο από το Σαντιάγο.
Βρισκόμαστε στο εσωτερικό του σπιτιού, ξυπόλυτοι και οι δύο (ως «παρίες» της Δύσης), κι εκείνος προσπαθεί να βρει τα πιο φωτεινά σημεία, καθώς το φως έχει αρχίσει να πέφτει στο άσραμ, το ησυχαστήριο όπου βρίσκεται αυτό το σπίτι του Μαχάτμα Γκάντι στο χωριό Σεβαγκράμ, 8 χλμ. από την πόλη Βάρντα στην ομόσπονδη πολιτεία της Μαχαράστρα της Ινδίας.
«Θα το διακινδυνεύσω. Πότε θα έρθω ξανά εδώ; Εξάλλου είμαι αγνωστικιστής» γελάει. Την ίδια στιγμή ακούγεται μέσα από τα δέντρα το κρώξιμο ενός παράξενου πτηνού. «Βλέπεις;» του λέω.
Ημασταν και οι δύο φιλοξενούμενοι του Πανεπιστημίου Mahatma Gandhi Antarrashtriya Hindi Vishwavidyalaya, γνωστότερου ως Mahatma Gandhi International Hindi University, που ιδρύθηκε το 1997, και είχαμε θεωρήσει πως η επίσκεψη αυτή συνιστούσε περίπου υποχρέωσή μας λόγω της μυθολογίας γύρω από τη ζωή και το έργο του Γκάντι και των κανόνων διαβίωσης στο πανεπιστήμιο, όπου η χορτοφαγία ήταν υποχρεωτική, ενώ το κάπνισμα και η κατανάλωση οινοπνευματωδών απαγορεύονταν σε όλους τους χώρους του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Η Βάρντα απείχε 77 χλμ. από τη Ναγκπούρ, το εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της περιοχής. Αν σε έπιαναν να μεταφέρεις από εκεί στη Βάρντα οινοπνευματώδη, τα ποτά κατάσχονταν αμέσως και σε οδηγούσαν κατευθείαν στη φυλακή με χειροπέδες. Αυτά, όμως, ισχύουν ως εκεί που ισχύουν. Δύο ημέρες νωρίτερα, με τρεις Ινδούς και δύο Ιρλανδούς δωροδοκήσαμε κάποιον υπάλληλο που πήγε στη Ναγκπούρ με το αυτοκίνητο του πανεπιστημίου και μας έφερε ένα κασόνι κρασιά. Και όταν μας δεξιώθηκε ένα βράδυ ο αντιπρύτανης στην τριώροφη έπαυλή του, μέσα στο campus του πανεπιστημίου, το ποτό που κυριάρχησε ήταν το ουίσκι.
Τώρα, όμως, μέσα σε τούτη τη θεία γαλήνη, καθώς παρατηρούσα τον μικρόκοσμο ενός ανθρώπου που έγινε είδωλο στην εποχή του και έφτασαν να τον αποκαλούν «σύγχρονο Χριστό» και «έβδομη ενσάρκωση του Βισνού», άλλα σκεφτόμουν. Υπάρχει ο Γκάντι των Ινδών υπάρχει και ο Γκάντι των Δυτικών.
Ποιων Ινδών ωστόσο; Μεγάλο μέρος της νέας μεσαίας τάξης της Ινδίας στα αστικά κέντρα ούτε που θέλει να ακούσει για τις θεωρίες του. Η χώρα στην οποία κήρυξε το δόγμα της παθητικής αντίστασης και της μη βίας είναι από τις πλέον βίαιες κοινωνίες. Εδώ διαπράττονται τα ειδεχθέστερα σεξουαλικά εγκλήματα και όλες οι εφημερίδες σε καθημερινή βάση διαθέτουν ειδική σελίδα για αυτά. Τα ασκητικά δόγματα του Γκάντι ακούγονται πια ως αναχρονισμοί σε μια εποχή που οι προνομιούχοι διψούν για μεγαλύτερα κέρδη και η βαναυσότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τους παρίες είναι πρωτοφανής.
Η ασκητική του Μαχάτμα

«Οποιος θέλει να δει την άλλη Ινδία πρέπει να παρακάμψει τις τουριστικές διαδρομές» μου είπε ένας φίλος από τη Βομβάη. Αυτό, όμως, ούτε εύκολο είναι ούτε και ακίνδυνο. Και επιπλέον σημαίνει πως θα πρέπει να στρέψει την πλάτη του σε έναν μεγάλο πολιτισμό και στα μνημεία του. Αλλά ποιος ταξιδεύει σε μια χώρα για να δει –όσο μπορεί να δει –τη σκοτεινή της πλευρά; Και εν πάση περιπτώσει, νομιμοποιείται να την κρίνει –και, αν ναι, από ποια πλευρά;
Στον περίβολο τρεις ηλικιωμένοι Ινδοί που φιλοξενούνταν στο άσραμ συζητούσαν χαμηλόφωνα. Κοιτάζω το ροδάνι και τον αργαλειό του Γκάντι όπου ύφαινε μόνος του τα ρούχα του. Σε ένα μικρό τραπέζι βρίσκονται τα γυαλιά του και σε δύο ράφια τα ελάχιστα οικιακά σκεύη που χρησιμοποιούσε. Το σπίτι δεν είναι ακριβώς σπίτι. Πρόκειται για ένα μικρό υπόστεγο, χωρισμένο σε τρεις χώρους, χωρίς παράθυρα. Σε μια απάνεμη γωνιά είναι απλωμένο το στρώμα στο οποίο κοιμόταν σκεπασμένος μόνο με μια κουβέρτα. Χωρίς σεντόνια φυσικά. (Γι’ αυτό, φαντάζομαι, και προς τιμήν του –και ατυχώς για εμάς -, στα δωμάτια του πανεπιστημίου όπου μέναμε δεν υπήρχαν πανωσέντονα. Είχαν μεν κλιματισμό, αλλά σκεπαζόσουν μόνο με την κουβέρτα.)
Γκάντι, Τολστόι, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ

Επί χρόνια διάβαζα τα εγκωμιαστικά για τον ασκητικό τρόπο ζωής που είχε επιβάλει ο Γκάντι στον εαυτό του και στους οπαδούς του. Αλλά το να ξυρίζεσαι κάθε πρωί χωρίς σαπούνι, μόνο με νερό και χωρίς καθρέφτη, με ξεπερνά.
Δεν είχα έρθει εδώ προκατειλημμένος. Ηθελα να δω και να συγκρίνω τις ομοιότητες σε πρακτικό επίπεδο του ασκητικού Γκάντι με τον Τολστόι, που αποφάσισε στα γεράματά του να ζει όπως οι μουζίκοι. Είχα βρεθεί στο σπίτι του Τολστόι στη Γιάσναγια Πολιάνα πριν από 13 χρόνια και είχα δει τα ρούχα του πληβείου που φορούσε νομίζοντας πως αν υιοθετούσε τον τρόπο ζωής των μουζίκων θα έδινε το παράδειγμα για να αλλάξει και η κοινωνία. Και γνώριζα το διάσημο δοκίμιο του Θορό «περί πολιτικής ανυπακοής», όπως και τις απόψεις του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που είχε επηρεαστεί βαθιά από τον Γκάντι.
Ολα αυτά εν τούτοις ο Γκάντι τα είχε μετατρέψει σε κάτι διαφορετικό. Και ωστόσο αυτός έδωσε πολιτικό νόημα στη μαζική πορεία διαμαρτυρίας η οποία, αν είναι ειρηνική, αφαιρεί από τον αντίπαλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα όπλα του. Παρόμοιες πορείες γίνονταν πάντοτε, όμως ο Γκάντι δεν έβγαζε στον δρόμο μια τάξη ή ένα κοινωνικό στρώμα, αλλά έναν ολόκληρο λαό, εμφανίζοντας έτσι σε τεράστια κλίμακα την εικόνα της συλλογικής συνείδησης που στραγγαλίζεται από την εξουσία.
Οι καθιστικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σήμερα έχουν την αφετηρία τους στις αντίστοιχες των Ινδών εδώ και στη Νότια Αφρική, όπου ο Γκάντι ανέπτυξε και τη θεωρία του για τη σατυαγκράχα. Αναπόφευκτα θυμήθηκα, καθώς πήρε να σκοτεινιάζει, την ομώνυμη διάσημη όπερα του Φίλιπ Γκλας.
Ο μύθος πίσω από τον άνθρωπο

Η σατυαγκράχα είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από τα σανσκριτικά, όπου σάτυα σημαίνει «αλήθεια» και αγκράχα «εμμονή». Επομένως, εμμονή στην αλήθεια, δηλαδή ψυχική δύναμη. Και αφού η αλήθεια περιέχει αγάπη, είναι συνώνυμη της δύναμης.
Κι όμως ο Γκάντι βρέθηκε συμπτωματικά στη Νότια Αφρική. Οταν μετά τις σπουδές του στα Νομικά στο University College του Λονδίνου επέστρεψε στην Ινδία, άνοιξε δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Ανέλαβε μόνο μια υπόθεση και στο δικαστήριο τα έχασε τόσο, που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη –αυτός που θα γινόταν αργότερα ο ρήτορας ο οποίος θα συνάρπαζε τα πλήθη. Τότε, το 1893, η εταιρεία Dada Abdulla & Co. τού ανέθεσε να την εκπροσωπήσει σε μια νομική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Εκεί, ζώντας τις φυλετικές διακρίσεις εναντίον Ινδών και μαύρων, ο Γκάντι έγινε φλογερός πολέμιος του απαρτχάιντ, αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των Ινδών της χώρας (όχι όμως και των μαύρων, για τους οποίους δεν είχε και την καλύτερη ιδέα, όπως μαρτυρούν τα γραπτά του) και μπήκε στη φυλακή αρκετές φορές.
Αυτός ο μικρόσωμος άνθρωπος που παντρεύτηκε, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, στα 13 του χρόνια και θα αποκτούσε τέσσερα παιδιά, θα κήρυττε αργότερα την αποχή από το σεξ μέσω της επιβολής του πνεύματος πάνω στη σάρκα, καταλήγοντας σε μεγάλη ηλικία να κοιμάται γυμνός με μικρά κορίτσια χωρίς να τα αγγίξει, προκειμένου να αποδείξει πως είχε την πνευματική δύναμη να καταστέλλει τη σαρκική επιθυμία.
Τέτοια και άλλα παρόμοια έχουν αρχίσει να έρχονται τα τελευταία χρόνια στο φως γιατί ως τώρα ο μύθος κάλυπτε τον άνθρωπο. Είχα διαβάσει προτού βρεθώ στην Ινδία τη βιογραφία «Μεγάλη ψυχή: Ο Μαχάτμα Γκάντι και ο αγώνας του με την Ινδία» του Τζόζεφ Λέλιβελντ, αρχισυντάκτη παλαιότερα των «New York Times». Είναι βασισμένη απολύτως στα ντοκουμέντα και στα κείμενα του ίδιου του Γκάντι, από όπου προέκυπταν ερωτήματα του είδους: είχε άραγε ο μεγάλος άνδρας ερωτικό δεσμό με τον γερμανό αρχιτέκτονα Χέρμαν Κάλενμπαχ, με τον οποίο δημιούργησε το ουτοπικό Αγρόκτημα Τολστόι στη Νότια Αφρική; Η σχέση τους ήταν μόνο πλατωνική; Ο Γκάντι εγκατέλειψε τη γυναίκα του για να πάει στη Νότια Αφρική; Και άραγε τη χτυπούσε, εκείνος ο κήρυκας της μη βίας, όπως ισχυρίζονται διάφοροι σήμερα;
Εβλεπα το στρώμα του και τη γωνιά όπου κοιμόταν και μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι αυτά δεν ήταν παρά εικασίες. Αλλωστε δεν χρειάζεται να κάνει κανείς υποθέσεις αν θέλει να αποδομήσει το γκαντικό ιδεολόγημα. Ως το 1960 το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) επί παραδείγματι είχε ενστερνιστεί τα διδάγματα του Γκάντι για την παθητική αντίσταση, αλλά έκτοτε υιοθέτησε τον ένοπλο αγώνα. Ο Γκάντι επηρέασε τον Μαντέλα, όμως ο Μαντέλα δεν ήταν Γκάντι. Και η πολιτική βία, παρά τα γκαντικά κηρύγματα, ταλαιπωρεί την Ινδία από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της (το 1947) ως σήμερα. Τον άνθρωπο ο οποίος θεμελίωσε την εθνική συνείδηση των Ινδών το 1948 θα δολοφονούσε με τρεις σφαίρες εξ επαφής ο μια φορά κι έναν καιρό αφοσιωμένος οπαδός του, ονόματι Ναθουράμ Γκόντσε, επειδή δεν ήταν αρκετά εθνικιστής.
Τώρα εδώ, σε τούτο το θλιβερό σπίτι, θυμόμουν τα λόγια του Γκάντι: «Να ζεις σαν να πρόκειται να πεθάνεις αύριο. Να μαθαίνεις σαν να πρόκειται να ζήσεις για πάντα».
Η μεγάλη ψυχή

Δεν εντυπωσιάζομαι από το ότι ο Γκάντι ήταν φανατικός χορτοφάγος. Χορτοφάγος ήταν και ο Μπέρναρντ Σο –αλλά και ο Χίτλερ. Με εντυπωσιάζει, όμως, ακόμη και σήμερα η σατυαγκράχα, το δόγμα που εμείς στη Δύση φοβάμαι πως δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε. Και πιο πολύ ο τρόπος με τον οποίο ο Μαχάτμα πέρασε στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού με τέτοια αμεσότητα την αρχέγονη σοφία της μεγάλης παράδοσης του διαλογισμού και της ατομικής ολοκλήρωσης, μεταμορφώνοντάς την σε κοινωνικό και πολιτικό ζητούμενο.
Γιατί, όμως, τώρα περπατώντας στο άσραμ, ενώ έχει σκοτεινιάσει και οι δύο Ινδοί με τις άσπρες κελεμπίες που κάθονταν στην αυλή κατευθύνονται προς το ησυχαστήριο σαν δυο λευκές κινούμενες κουκκίδες μέσα στο σκοτάδι, θυμάμαι έναν συγγραφέα που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του, τον Ελίας Κανέτι; Ο Κανέτι έγραφε σε έναν από τους αφορισμούς του που περιέχονται στην (αμετάφραστη, δυστυχώς, στα ελληνικά) «Ανθρώπινη επαρχία» του (ως «The Human Province» εκδόθηκε στα αγγλικά): «Εστρεψε την παρειά τόσες φορές, που στο τέλος κόλλησαν πάνω της ένα παράσημο». Οι σκέψεις δεν είναι ικανές να βεβηλώσουν τον χώρο –αν και δεν έχω την αίσθηση του ιερού. Υπάρχουν βεβαίως και σήμερα πολλοί στην Ινδία που στρέφουν την άλλη παρειά γιατί έτσι τους είπαν ότι είναι ο νόμος της φύσης και της ζωής, αλλά όσο πάει και λιγοστεύουν.
Το 1915 ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, ο διασημότερος συγγραφέας της Ινδίας και ο πρώτος μη Δυτικός που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ, αποκάλεσε τον Γκάντι «Μαχάτμα», που θα πει «μεγάλη ψυχή». Το συζήτησα αργά το βράδυ με τον ινδό ποιητή Σουντίπ Σεν, που ήταν και αυτός φιλοξενούμενος στο Πανεπιστήμιο Γκάντι.
«Κοίταξε, στη Δύση πιστεύετε ότι ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Ινδίας είναι ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Για εμάς τους Ινδούς, όμως, δεν είναι» σχολίασε. Και τότε θυμήθηκα τον Μαλρό και αυτά που του είπε ο Παντίτ Νεχρού συνομιλώντας μαζί του, όταν τον επισκέφθηκε, όπως τα καταγράφει στα «Αντιαπομνημονεύματά» του: ότι ο Γκάντι, ως ινδουιστής, εθνικιστής, ειρηνιστής ή επαναστάτης, δεν ήταν κομφορμιστής. Οτι τα πλήθη που συγκεντρώνονταν να τον ακούσουν ήξεραν περίπου τι θα τους έλεγε, όμως η ιδιοφυΐα του ήταν πως τους αποκάλυπτε τι είχαν μέσα τους.
Υπάρχει και μια εκπληκτική λεπτομέρεια στο ίδιο βιβλίο: Ο Νεχρού παίρνει ένα βιβλίο από κάποιο ράφι πίσω του και το δείχνει στον Μαλρό. Ο τίτλος του είναι «Γκάντι» και συγγραφέας του ο κομμουνιστής ανιψιός του Ταγκόρ.

«Κοιτάξτε την αφιέρωση» λέει ο Νεχρού. «Την ήξερα» γράφει ο Μαλρό: «Στις μάζες της Ινδίας, για να εξολοθρεύσουν τον γκαντισμό που τις υποδουλώνει στις μηχανορραφίες των παπάδων, στη φεουδαλική αυθαιρεσία, στον ιθαγενή καπιταλισμό, και τις κρατάει με τον δόλο κάτω από τον ζυγό του βρετανικού ιμπεριαλισμού».

Ο «πνευματικός γάμος»

Ο Γκάντι ήταν ο «πατέρας του έθνους», όμως οι δύο κεντρικές προτεραιότητες δεν είχαν καμία σχέση με τον ασκητισμό που κήρυττε και τον σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Θα συνιστούσαν τα βασικά γνωρίσματα ενός σύγχρονου κράτους με τεράστιο πληθυσμό, πολλές εθνότητες, χιλιάδες γλώσσες και διαλέκτους, δηλαδή τη στρατιωτική ισχύ και την εκβιομηχάνιση. Και τις βάσεις για αυτά τις έθεσε ο πρώτος πρόεδρος της χώρας: ο Παντίτ Νεχρού.
Για να διαλυθούν οι μύθοι, τα πρόσωπα που τους εκφράζουν πρέπει να πεθάνουν δύο φορές. Τη δεύτερη μετά θάνατον –αν επιτρέπεται το οξύμωρο. Το 2007, ο εγγονός του Γκάντι, Ρατζμοχάν, εξέδωσε μια βιογραφία του διάσημου παππού του, όπου αποκαλύπτει πως στα 50 του είχε ερωτευθεί τη Σαραλαντέβι, ανιψιά του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Η Σαραλαντέβι ήταν παντρεμένη και ο Γκάντι φιλοξενήθηκε στο σπίτι του ζευγαριού στη Λαχώρη, που σήμερα ανήκει στο Πακιστάν. Ο Γκάντι χαρακτήρισε τη σχέση τους «πνευματικό γάμο». Ο εγγονός γράφει πως δεν καταλαβαίνει τι εννοούσε εδώ ο παππούς του. Αυτό, όμως, «είναι μια άλλη ιστορία», όπως θα έλεγε ένας διάσημος αποικιοκράτης: ο Κίπλινγκ.
Βγαίνοντας από το άσραμ είχε πλέον νυχτώσει και ο οδηγός που θα μας πήγαινε πίσω στο πανεπιστήμιο μας περίμενε στο αυτοκίνητο αμίλητος. Είχαμε αργήσει. Οταν του ζήτησα συγγνώμη στα αγγλικά, είπε κάτι στα χίντι, φανερά εκνευρισμένος. Μπορεί και να μας έβρισε.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ