Η ένταση της οικονομικής κρίσης που σαρώνει την ελληνική αγορά αρχίζει να «ακουμπά» και κλάδους ιδιαίτερα ανθεκτικούς σε τέτοιες περιόδους όπως είναι ο κλάδος των ζυμαρικών- τα μακαρόνια είναι ίσως το φθηνότερο και ένα από τα θρεπτικότερα προϊόντα διατροφής. Μάλιστα στη διάρκεια του 2010 ήταν τέτοια η συχνότητα αλλά και το ύψος των προσφορών στα ράφια των σουπερμάρκετ που οι επιπτώσεις τους έγιναν εμφανείς στους ισολογισμούς των βιομηχανιών του κλάδου- των ελάχιστων που έχουν απομείνει εν λειτουργία.

Μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Γ. Σπηλιόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Μisko ΑΕ, της μεγαλύτερης βιομηχανίας ζυμαρικών που λειτουργεί στην ελληνική αγορά και θυγατρικής του ιταλικού ομίλου Βarilla, εξηγεί ότι «η ετήσια κατανάλωση ζυμαρικών ανέρχεται περί τους 100.000 τόνους, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων ιδιωτικής ετικέτας που διακινούνται από τις αλυσίδες discount stores (Lidl κτλ.),και ο συνολικός τζίρος της αγοράς ανέρχεται περί τα 150 εκατ.ευρώ» και εξηγεί ότι «στη διάρκεια του 2010 η Ευρωπαϊκή Ενωση μοίρασε στην ελληνική αγορά περί τους 6.000 τόνους ζυμαρικώναπό 1.500 τόνους την προηγούμενη χρονιάκαι,όπως είναι φυσικό, αυτές οι ποσότητες χάθηκαν από τις επιχειρήσεις». Παράλληλα όμως η ένταση των προσφορών στα ράφια των σουπερμάρκετ είναι τόσο μεγάλη που αποτυπώθηκε στους ισολογισμούς των εταιρειών. Η Μίσκο πέρυσι παρουσίασε ελαφρά κάμψη των πωλήσεών της, από 80 εκατ. ευρώ που ήταν στη διάρκεια του 2009 πέρυσι έπεσαν στα περίπου 75 εκατ. ευρώ, και τα κέρδη της διαμορφώθηκαν στα 4 εκατ. ευρώ. Οι καταναλωτές, προσθέτει ο κ. Σπηλιόπουλος, είναι πλέον αρκετά επιφυλακτικοί και συγκρατημένοι στις αγορές τους. Πάντως, η Μisko, από την εποχή που ανήκε στον Ελ. Μαντζίκα, προτού ακόμη αλλάξει χέρια, ήταν μια εξαγωγική επιχείρηση. Και παραμένει εξάγοντας περίπου το 40% της παραγωγής της σε περισσότερες από 10 χώρες και όχι μόνο όπου υπάρχει συμπαγής ελληνικός πληθυσμός. Εξάγει περίπου 15.000 τόνους ζυμαρικών στην Ιταλίαείναι η… καλύτερη εξαγωγική της αγορά-, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία, σε αρκετές βαλκανικές χώρες, στην Ιαπωνία, στη Νότια Αφρική και στο Χονγκ Κονγκ.

Η πρώην ελληνικών συμφερόντων βιομηχανία ζυμαρικών είναι μία από τις λίγες θυγατρικές εταιρείες πολυεθνικών ομίλων στην ελληνική αγορά η οποία διατηρεί την παραγωγική της δραστηριότητα στη χώρα μας- και όχι μόνο. Η παραγωγή της είναι καθετοποιημένη και ως τώρα έχει επενδύσει περισσότερα από 60 εκατ. ευρώ.

Ο καλόγερος και το γαϊδουράκι

Ηταν μια μέρα εκεί στη δεκαετία του 1950 που ο Ηπειρώτης και τότε νέος βιομήχανος Ελ. Μαντζίκας μαζί με έναν φίλο του επισκέπτονται την περιοχή των Μετεώρων για προσκύνημα. Κάποια στιγμή γίνονται θεατές μιας παράδοξης εικόνας. Ο ηγούμενος ενός μοναστηριού, απευθυνόμενος σε έναν καλόγηρο που ξεκινά με το γαϊδουράκι του να πάει για τα τακτικά ψώνια της μονής, του υπενθυμίζει φωνάζοντας την παραγγελία και μεταξύ άλλων του λέει τη γνωστή φράση «και τα μακαρόνια να είναι Μίσκο». Αυτό το περιστατικό έδωσε την ιδέα στον νεαρό επιχειρηματία για να γεννηθεί η γνωστή διαφήμιση.

Ενα όνομα με ιστορία 84 χρόνων
Το εργαστήριο που έγινε εργοστάσιο

Τ ο σήμα Μisko είναι παλαιό, κλείνει εφέτος 84 χρόνια, αλλά προτού περάσει στα χέρια των τριών συνεταίρων- των Ελ. Μαντζίκα, Εμμ. Παπαναστασίου και Εμμ. Θεοδωράκη-, το 1953, οι οποίοι με το μεράκι τους και την περίφημη διαφήμιση του «Ακάκιου» την ανέδειξαν στη μεγαλύτερη εταιρεία ζυμαρικών της ελληνικής αγοράς, είχε χρεοκοπήσει το 1945, οκτώ χρόνια πριν από την εξαγορά του.

Ο Ελευθέριος Μαντζίκας, τον οποίο διατήρησαν οι ιταλοί ιδιοκτήτες και μετά το 1991 στην εταιρεία με τον τίτλο του επίτιμου προέδρου, γεννήθηκε στο χωριό Λιγοψά της επαρχίας Πωγωνιανής του Νομού Ιωαννίνων και το 1931, σε ηλικία 14 ετών, βρέθηκε να εργάζεται στο μεγάλο παντοπωλείο (το σουπερμάρκετ της εποχής) του Αλέξανδρου Κίκιζα, μεταπολεμικά ανταγωνιστή του στην αγορά των ζυμαρικών.

Και η επιχειρηματική δραστηριότητά του αρχίζει μετά τον πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1945 γνωρίζεται και το 1946 συνεταιρίζεται με τον Εμμ. Παπαναστασίου. Οι δύο συνεταίροι, βάζοντας τα λίγα κεφάλαια που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν, δημιουργούν τη βιοτεχνία ζυμαρικών Ρεκόρ στη λεωφόρο Ηρακλείου 73, στην Αθήνα. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1953, οι δύο φίλοι πραγματοποιούν την πρώτη τους συγχώνευση. Η Ρεκόρ συγχωνεύεται με τη βιοτεχνία ζυμαρικών Θρίαμβος της οικογενείας Θεοδωράκη και από κοινού οι τρεις επιχειρηματίες αποκτούν τη βιομηχανία Παπαχρυσάνθου ΑΕ στην Πάτρα. Ετσι προστίθεται και τέταρτος συνεταίρος, η οικογένεια Παπαχρυσάνθου. Αμέσως μετά, δαπανώντας 10.000 δρχ. της εποχής εκείνης, εξαγοράζουν τη βιομηχανία ζυμαρικών Μisko, οι εγκαταστάσεις της οποίας ήταν στον Πειραιά και η οποία είχε χρεοκοπήσει από το 1945. Αμέσως ύστερα από αυτές τις ανακατατάξεις έκλεισαν τα εργοστάσια Ρεκόρ και Θρίαμβος στην Αθήνα και δημιούργησαν ένα νέο, μεγάλο εργοστάσιο στην Πάτρα, από όπου τελικώς σταδιοδρόμησαν ως βιομήχανοι.

Η «απογείωση» της εταιρείας δεν αργεί να έλθει και συγχρόνως η αναγνώρισή της από την υπόλοιπη αγορά.

Το 1979 επιβραβεύεται για τις εξαγωγικές προσπάθειές της στις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής με το διεθνές βραβείο «Χρυσός Ερμής», ένα από τα 56 βραβεία που έχει αποσπάσει τις τελευταίες πέντε δεκαετίες.

Το 1991 ο Ελ. Μαντζίκας σε ηλικία 74 χρόνων αποφάσισε να πωλήσει την εταιρεία στον μεγαλύτερο αγοραστή ζυμαρικών στη διεθνή αγορά, την Βarilla SpΑ. Απαιτούνται νέες επενδύσεις και μάλιστα πολυέξοδες. Πράγματι ως τώρα έχουν επενδυθεί περισσότερα από 60 εκατ. ευρώ.

Το 2000 εγκαινίασε το νέο υπερσύγχρονο εργοστάσιό της στον Ελαιώνα Βοιωτίας και την ίδια χρονιά αποκτά ιδιόκτητο μύλο στον Βόλο Μαγνησίας- τον πρώην μύλο Λούλη- με στόχο την καθετοποίηση της παραγωγής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ