Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ο διανοούμενος, ο πολίτης του κόσμου. Λίγο προτού έρθει στην Αθήνα για μια σπάνια λογοτεχνική συνάντηση με τον έτερο σπουδαίο Γάλλο, τον Μισέλ Ουελμπέκ, εμείς τον συναντήσαμε στο Παρίσι. Για μια συνέντευξη που αποκωδικοποιεί το ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι, αναλύει τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και αποκαλύπτει το «εγώ» ενός από τα σημαντικότερα μυαλά της εποχής μας.

Παρίσι. Ενα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Ο παγκοσμίως γνωστός γάλλος διανοούμενος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ο BHL (από το ακρωνύμιο του ονόματός του, Bernard-Henr iLevy) μας υποδέχεται στη σουίτα του, στον τελευταίο όροφο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου πολύ κοντά στην Αψίδα του Θριάμβου. Κομψός μέσα στο κλασικό πλέον μαύρο κουστούμι και στο ανοιχτό λευκό πουκάμισό του, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί μιλάει με ιδιαίτερη ζέση και ορμή για τη φιλοσοφία, τον φασισμό, τον κομμουνισμό, για τις μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Νικολά Σαρκοζί, την Ανγκελα Μέρκελ, το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Mας μιλάει, φυσικά, και για τον φίλο του Μισέλ Ουελμπέκ, τον σημαντικότερο, ίσως, σύγχρονο γάλλο συγγραφέα, ο οποίος μόλις την περασμένη Δευτέρα – αφού είχε γίνει η συνέντευξή μας – τιμήθηκε με το βαρυσήμαντο βραβείο Γκονκούρ.

Οι δυο τουςεπισκέφθηκαν σήμερατην Αθήνα για μια συνάντηση-ορόσημο, που διοργάνωσαν Γαλλικό Ινστιτούτο και οι εκδόσεις Εστία, με την ευκαιρία της ελληνικής έκδοσης του κοινού βιβλίου τους με τίτλο «Δημόσιος κίνδυνος».

Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, είστε φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και σκηνοθέτης. Ποια από τις ιδιότητες αυτές σας εκφράζει περισσότερο;
«Καμιά τους ιδιαίτερα. Ή, μάλλον, όλες. Η κύρια υπαρξιακή επιλογή μου, το πνευματικό και βιογραφικό μου στοίχημα είναι να μη χρειάζεται να διαλέξω ανάμεσα σε αυτές. Η μία είναι η προέκταση της άλλης. Η επόμενη αντικαθιστά την προηγούμενη. Οταν ολοκληρώνω ένα βιβλίο φιλοσοφίας στο οποίο έχω θέσει ερωτήματα που έχουν μείνει αναπάντητα, περνάω στον κινηματογράφο ή στο θέατρο, προσπαθώντας να βρω μια καλύτερη λύση. Οταν μια ταινία είναι ατελής, επιστρέφω στη φιλοσοφία ή κάνω μια στάση στο μυθιστόρημα. Στο μυαλό μου, άρα και στις πράξεις μου, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στο πνεύμα, στον ρυθμό ή στο ύφος μου, όταν καταπιάνομαι με καθένα από αυτά τα είδη έκφρασης. Γράφω μια μυθοπλασία, ένα φιλοσοφικό κείμενο ή ένα άρθρο για μια εφημερίδα με το ίδιο ακριβώς πνεύμα, την ίδια ορμή και το ίδιο στυλ. Βέβαια, τίθεται το ερώτημα από πού πηγάζουν όλα αυτά. Γράφτηκε πρόσφατα ότι έτσι βαδίζω στον δρόμο που χάραξαν οι μεγάλοι αντιπρόσωποι της έννοιας του “απόλυτου διανοούμενου”, όπως ο Σαρτρ ή ο Καμύ. Ισως. Θα μπορούσε όμως να είναι και ένα είδος βουλιμίας, ένα είδος ανικανοποίητης όρεξης για το καθετί, που αποτελεί μάλιστα βασική συνιστώσα του είναι μου. Ετσι είμαι στη ζωή. Δεν αφήνω τίποτε. Ποτέ. Είναι η πιο μεγάλη μου νεύρωση. Υποθέτω ότι το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το συγγραφικό έργο μου».

Το 1976 ήσασταν ένας από τους επικεφαλής του κινήματος των Νέων Φιλοσόφων. Ποιες ήταν οι αρχές του κινήματος αυτού;
«Ηταν ένα πολύμορφο κίνημα, σχεδόν ετερόκλητο, το οποίο άρχισε ουσιαστικά με ένα θαυμάσιο βιβλίο, ξεχασμένο στις μέρες μας, με τίτλο “Ο άγγελος”, το οποίο είχαν συγγράψει ο Κριστιάν Ζαμπέ και ο Γκι Λαρντρό. Βασική αρχή του κινήματος αυτού ήταν η ιστορική απαισιοδοξία. Οχι ο αντιμαρξισμός, αλλά η απαισιοδοξία. Οχι ο αντικομμουνισμός, αλλά η απόρριψη της πρόνοιας και της ιδέας ότι η Ιστορία έχει ένα νόημα. Και, πέρα από αυτό, η επιφυλακτικότητα για τον “προοδευτισμό” που την εποχή εκείνη ήταν το ευαγγέλιο όλων, αλλά που για εμάς, και φυσικά για εμένα, ήταν μια έννοια αντιδραστική. Ο Μπερνάρ Πιβό, ο οποίος με είχε καλέσει με τον Αντρέ Γκλυκσμάν στην πρώτη εκπομπή της σειράς “Αποστρόφ”, με είχε ρωτήσει αν η νέα φιλοσοφία ανήκε στην Αριστερά ή στη Δεξιά. Μα και βέβαια στην Αριστερά! Αλλά όχι στην ανόητη και ράθυμη Αριστερά, που νομίζει, όπως έλεγε ο Σαρτρ, ότι αρκεί να κοιτάζει προς την κατεύθυνση της Ιστορίας, για να έχει δίκιο. Ανήκε σε μια πιο σοβαρή Αριστερά που ήξερε και ξέρει ότι ο λεγόμενος “προοδευτικός μηχανισμός” είναι ένας από τους πιο τρομερούς μηχανισμούς που έχουν επινοηθεί από τους κυβερνώντες για να υποτάσσουν τους υπηκόους τους και να τους εμποδίζουν να επαναστατήσουν».

Εχετε πει ότι ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού εμπεριέχεται σε κάθε «προοδευτική ιδεολογία». Πώς εξηγείτε την επιρροή που είχε το κομμουνιστικό όραμα στην κοινωνία μας και σε ένα μεγάλο μέρος των διανοούμενων;
«Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι με τον όρο “προοδευτική ιδεολογία” δεν εννοούσα την επιθυμία να βελτιώσουμε την κοινωνία, να μειώσουμε την ανθρώπινη δυστυχία, να αλλάξουμε τον κόσμο. Εννοούσα το σχέδιο εκείνο, σύμφωνα με το οποίο, έπρεπε να τον αλλάξουμε ριζικά, να τον κάνουμε να επιστρέψει στις βάσεις του, θυσιάζοντας πραγματικές ανθρώπινες ζωές στο όνομα ενός υποθετικού “καινούργιου ανθρώπου”. Αυτό το “προλετάριο” σχέδιο εννοούσα, το προλεταριακό και άριο, που εφαρμόστηκε ακόμη και στην Καμπότζη και το οποίο ισχυριζόταν ότι η Ιστορία μπορούσε να ξαναρχίσει από το μηδέν, πάνω στα αιματοβαμμένα ερείπια της απτής και πραγματικής Ιστορίας. Πιστεύω πως ο θαυμασμός για το σχέδιο αυτό οφείλεται στη ριζοσπαστικότητά του. Η ριζοσπαστικότητα είναι ελκυστική. Είναι γοητευτική. Οπως και η ιδέα της “ανανέωσης”, σύμφωνα με την οποία, για να φτιάξουμε έναν καινούργιο κόσμο, πρέπει να απαλλαγούμε από τον παλιό. Οπως και η συναρπαστική ιδέα της καθαρότητας που υπάρχει στην καρδιά κάθε φασιστικού ή ολοκληρωτικού σχεδίου, που λέει: “Θα απαλλάξουμε τον κόσμο από τις ατέλειές του, από καθετί μέτριο, αρνητικό και κακό. Θα καθαρίσουμε τον κόσμο από όλα αυτά, για να αναδυθεί ένας κόσμος νέος, αναγεννημένος, παρθενικός”. Ολες αυτές οι θεωρίες που βασίζονται στην επιθυμία για καθαρότητα, νεότητα και ριζοσπαστικότητα είναι τρομερές και δυνητικά τραγικές, αλλά τρομερά σαγηνευτικές…».

Εχετε επισκεφθεί επανειλημμένως χώρες και λαούς που βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα σε εμπόλεμη κατάσταση ή κατάσταση ρήξης, από τη Βοσνία και το Κόσοβο ως τη Ρουάντα και το Αφγανιστάν. Πώς εξηγείται αυτή η τόσο έντονη και ενεργός στράτευσή σας πάνω στα θέματα αυτά;
«Είναι δύσκολο να αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους έλκομαι από τέτοιες καταστάσεις, χωρίς να πέσω στις γνωστές κοινοτοπίες για αίσθημα δικαιοσύνης, για εξέγερση, για αμείωτο θυμό και αγανάκτηση ενάντια στην αδικία. Οχι ότι είμαι απαλλαγμένος από αυτά τα “ευγενικά” αισθήματα. Είμαι ικανός να τα νιώσω όσο και εσείς, όσο όλος ο κόσμος, όπως είμαι ικανός να νιώσω και τα “άσχημα”. Απλώς αυτό δεν αρκεί. Σε αυτό υπεισέρχονται επιπλέον λόγοι απόλαυσης και μεταφυσικής. Απόλαυσης όσον αφορά την περιπέτεια, την αλλαγή ψυχικού περιβάλλοντος, τον κίνδυνο. Μεταφυσικής (εκτός και αν πρόκειται για άλλη μία νεύρωσή μου) όσον αφορά το αίσθημα πως η ύπαρξή μου είναι ανώφελη και μάταιη, όταν δεν μαγνητίζεται από τη στράτευση αυτή που την ξεπερνά. Είναι, σε γενικές γραμμές, το μάθημα του Λεβινάς, που ορίζει να είμαστε “όμηροι” του πλησίον μας, “υποταγμένοι” στο κάλεσμά του και στην υψηλή αγιότητά του. Οταν πηγαίνω στο μέτωπο με τους βόσνιους υπερασπιστές του Σαράγεβο, όταν πηγαίνω ως επίσημος απεσταλμένος της Γαλλίας να συναντήσω τους αφγανούς πολεμικούς ηγέτες στα αρχηγεία τους, και έπειτα στα ίχνη του Ντάνιελ Περλ στην καρδιά του Πακιστάν της Αλ Κάιντα, δεν κάνω τίποτε άλλο παρά εφαρμοσμένο λεβινασισμό».

Στη «Διαθήκη του Θεού», υποστηρίζετε ότι η ανθρωπότητα μπορεί να βρει στα κείμενα της Βίβλου νέους δρόμους ελευθερίας και περιγράφετε τον μονοθεϊσμό ως τείχος προστασίας ενάντια σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό. Πώς ερμηνεύετε τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στο όνομα των μονοθεϊστικών θρησκειών;
«Αυτό οφείλεται στην παραμόρφωση που υφίστανται οι βιβλικές μονοθεϊστικές θρησκείες και στο γεγονός ότι παραβλέπεται η βασική αρχή τους, που είναι ο διαχωρισμός της πολιτικής και της πίστης. Εκεί βρίσκεται το δηλητήριο και η πηγή όλων των προβλημάτων. Η Βίβλος κηρύττει την επιφυλακτικότητα προς την πολιτική και τη μετριοφροσύνη του ηγεμόνα. Στη Βίβλο οι βασιλιάδες δεν θέλουν να είναι βασιλιάδες, ενώ υπάρχουν συνθήκες που περιορίζουν την εξουσία τους – ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από ό,τι γίνεται στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στη “Διαθήκη του Θεού” υπήρχε ένα σημαντικό κεφάλαιο με θέμα τον αριθμό-κλειδί του μονοθεϊσμού, ο οποίος, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, δεν είναι το ένα, αλλά το δύο. Αυτό τα εξηγεί όλα».

Μιλάτε στην ουσία για την έννοια του άλλου και την έννοια της ανοχής. Σε μια πρόσφατη δήλωσή της, η Ανγκελα Μέρκελ μίλησε για αποτυχία του πολυπολιτισμικού μοντέλου στη Γερμανία. Τι μπορεί να σημαίνει στην πραγματικότητα η δήλωση αυτή; Πιστεύετε ότι πρόκειται για μια ιδέα που αρχίζει να διαδίδεται γενικότερα στην Ευρώπη;
«Δεν γνωρίζω καλά τη Γερμανία, ώστε να σας απαντήσω με ακρίβεια. Εχω όμως την εντύπωση ότι, πράγματι, ένας κακός άνεμος φυσά γενικά σε όλη την Ευρώπη πάνω στα θέματα αυτά. Στη Γαλλία το αποδεικνύει η υπόθεση των Ρομά. Στην Ιταλία ο στιγματισμός των μεταναστών είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής του Μπερλουσκόνι, ενώ στη Γερμανία η Μέρκελ προσπαθεί να προσελκύσει ένα μέρος των ακροδεξιών ψηφοφόρων, που επίσης στιγματίζουν τους ξένους. Βέβαια, δεν είμαι σίγουρος ότι και εγώ είμαι οπαδός, με τη στενή έννοια του όρου, του πολυπολιτισμικού μοντέλου. Οπαδός της ανοχής, ναι. Του ανοίγματος στον άλλον, σαφώς. Αλλά το δημοκρατικό ιδεώδες στο οποίο πιστεύω εγώ, όπως και πολλοί Γάλλοι, προϋποθέτει να έχει ο καθένας μας μια πλευρά που ξεπερνά το πολλαπλό, το μειώνει και θρέφει τη συμμετοχή μας στο σώμα των πολιτών. Δεν είναι το αμερικανικό μοντέλο, αλλά είναι το μοντέλο που ευνοεί με τον καλύτερο τρόπο το “καθημερινό δημοψήφισμα”, το οποίο, σύμφωνα με τον Ερνέστ Ρενάν, είναι ο ορισμός του έθνους. Οπότε, αίσχος στον έρποντα φασισμό! Αλλά προσοχή στον πολυπολιτισμό που, σε πολλά σημεία, είναι η αντίθετη όψη του».

Στο βιβλίο σας «Γαλλική Ιδεολογία» αναφέρεστε σε έναν «φασισμό γαλλικού τύπου» που βασίζεται, όπως λέτε, στις αξίες της γαλλικής επαρχίας, στη δυσφήμηση του κοσμοπολίτικου πνεύματος, στον εθνικισμό, στο μίσος για τις ιδέες και τους διανοούμενους. Αυτό είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά γαλλικό;
«Οχι, βέβαια! Θα μπορούσα κάλλιστα, αν έμενα λίγο καιρό στην Ελλάδα, να σας γράψω μια “ελληνική ιδεολογία” που θα ανέλυε το γεγονός ότι στη χώρα σας συνεχίζει ακόμη να υπάρχει ο πειρασμός του φασισμού. Αυτό όμως που με ενδιέφερε στο βιβλίο που αναφέρατε ήταν απλώς η γαλλική εκδοχή του ζητήματος και η άρνηση της Γαλλίας να δεχτεί ότι συμμετείχε στη φασιστική μασκαράτα της δεκαετίας του ’30. Αυτήν την ιδέα υποστήριζα. Πιστεύετε ότι η Γαλλία είναι μια χώρα ανταρτών και αντιστασιακών; Πιστεύετε ότι μια είδους ουρανόπεμπτη προδιάθεση θα μπορούσε να εμβολιάσει κανέναν ενάντια στον πειρασμό για το κακό; Ε, λοιπόν, όχι. Και στη Γαλλία, αυτό είναι το πρόσωπο του κακού και μέσα από αυτήν τη γλώσσα διαμορφώνεται. Και, ανάλογα με τις συνθήκες, μπορεί να ξαναεμφανιστεί. Και όντως, τρία χρόνια αργότερα, από τότε που τα έγραφα αυτά, εμφανίστηκε το φαινόμενο Λεπέν. Το είχα, κατά κάποιον τρόπο, “συμπεράνει”, οπότε μπορώ να πω ότι το είχα προβλέψει».

Εχετε πει, μάλιστα, ότι ο Νικολά Σαρκοζί είναι χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, επειδή βάσισε την προεκλογική εκστρατεία του στη μνησικακία, στην ανασφάλεια και στη μετανάστευση, ζητήματα που παραδοσιακά ανήκαν στη θεματολογία της άκρας Δεξιάς του Λεπέν. Ο λαός, όμως, ακριβώς για τα θέματα αυτά δεν τον ψήφισε; Πώς εξηγείτε αυτήν την αντιφατική στάση του εκλογικού σώματος απέναντι στον Νικολά Σαρκοζί;
«Θα σας πω κάτι που ίσως σας εκπλήξει. Δεν νομίζω ότι η προεκλογική εκστρατεία που έκανε ο Σαρκοζί τον εξέφραζε πραγματικά. Πιστεύω ότι πήγαινε ενάντια στη φύση του, όταν ίππευε τα παραδοσιακά άλογα της άκρας Δεξιάς, τη μετανάστευση ή την αποικιοκρατία. Και όταν κάνεις πολιτική πιέζοντας τον εαυτό σου, μπορεί να ξεγελάσεις προς στιγμήν τους πολίτες, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι οι πολίτες δεν είναι ανόητοι και ότι γρήγορα θα καταλάβουν το τέχνασμα. Η άκρα Δεξιά, λοιπόν, θεώρησε ότι ο Σαρκοζί έκλεψε τους ψηφοφόρους της και το πήρε πολύ άσχημα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μισούν τον Σαρκοζί από την πλευρά αυτή του πολιτικού φάσματος. Από την άλλη, το Κέντρο είναι σοκαρισμένο με τον κυνισμό της όλης υπόθεσης, και έτσι ο Σαρκοζί έχει αποδυναμωθεί και από την πλευρά αυτή. Με άλλα λόγια, ο τύπος έχασε και στα δύο ταμπλό. Εγώ δεν τον ψήφισα, και έτσι δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι. Αλλά τον γνωρίζω πολλά χρόνια και παλαιότερα διατηρούσα φιλικούς δεσμούς μαζί του. Οπότε θα στενοχωρηθώ αν τον δω να χάνει την ψυχή του με την άσκηση της εξουσίας και τις πολιτικές μάχες που αυτή συνεπάγεται».

Και το Σοσιαλιστικό Κόμμα; Πώς βλέπετε να εξελίσσεται μετά τις εκλογές του 2007, όπου το χαρακτηρίσατε σαν ένα «μεγάλο πτώμα ξαπλωμένο ανάσκελα»; Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στο πολιτικό πρόγραμμά του και στις προσωπικές φιλοδοξίες των επίδοξων αρχηγών του;
«Οι πραγματικές αλλαγές που έπρεπε να γίνουν δεν έγιναν. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα συνεχίζει να είναι ένα “μεγάλο άρρωστο σώ
μα”, γοητευμένο αλλά και τρομοκρατημένο από θανατηφόρους ριζοσπαστισμούς, που το μπλοκάρουν και το εμποδίζουν να σκεφτεί πραγματικά. Πάρτε, για παράδειγμα, τον αντιφιλελευθερισμό τους που είχα βάλει στο στόχαστρο στο βιβλίο μου “Αυτό το μεγάλο πτώμα ξαπλωμένο ανάσκελα”. Η γαλλική Αριστερά έχει τη μανία να θεωρεί προσβολή τον φιλελευθερισμό, μεγάλη προσβολή τον υπερφιλελευθερισμό και την ελευθερία λέξη ξεπερασμένη. Αυτό δεν έχει αλλάξει καθόλου και ίσως να έχει χειροτερέψει με τα χρόνια. Προσπαθήστε να θυμίσετε σε έναν γάλλο σοσιαλιστή πολιτικό ότι η αποστολή της Αριστεράς ανέκαθεν ήταν να συνδυάσει ελευθερία και ισότητα, να επιχειρήσει να καταστήσει δυνατή τη συνύπαρξή τους ή, τουλάχιστον, να αρνηθεί ότι δεν πρόκειται για έννοιες εξ ορισμού ασυμβίβαστες, και θα δείτε πώς θα σας αντιμετωπίσει! Και δεν μιλάω καν για τους λαϊκιστές αξιωματούχους, οι οποίοι – όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα – καταφέρονται άκριτα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, την οποία θεωρούν ως την πηγή όλων των κακών, και είναι εκφραστές της “γαλλικής ιδεολογίας” που σας περιέγραψα προηγουμένως. Οσο για τις προσωπικές φιλοδοξίες, μην τρέφετε ψευδαισθήσεις. Είναι περισσότερο παρούσες από ποτέ. Οπως παντού
».

Το 2008 γράψατε με τον Μισέλ Ουελμπέκ το βιβλίο «Δημόσιοι εχθροί» («Δημόσιος κίνδυνος», ο τίτλος της ελληνικής έκδοσης). Θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι η γνώμη σας για τον Μισέλ Ουελμπέκ ως συγγραφέα και ως άνθρωπο και πώς γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου αυτού.
«Η γνώμη μου για τον συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ; Θα πάρει το Γκονκούρ. Το αξίζει. Και αξίζει και πολύ περισσότερο από αυτό. Για τον άνθρωπο; Είναι καλός. Είναι χαρούμενος. Θαυμάσιος φίλος. Πολύ ανώτερος από τη φήμη του. Οσο για την ιδέα του βιβλίου, γεννήθηκε τυχαία ή σχεδόν τυχαία. Ενα φθινοπωρινό κυριακάτικο βραδάκι του 2007 λαμβάνω ένα SMS από τον Μισέλ – τον γνώριζα ελάχιστα εκείνη την εποχή –, ο οποίος μου ανακοινώνει ότι η ζωή τον έχει κουράσει. Δύσπιστος, αλλά σαφώς θορυβημένος, του λέω να αφήσει για μερικές ώρες τις σκέψεις αυτές και να πάμε να δειπνήσουμε κάπου μαζί. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, μου αναλύει τους λόγους για τους οποίους σκέφτεται ότι η ζωή δεν παρουσιάζει πια ενδιαφέρον και κάποια στιγμή μού λέει: “Δεν έχω κανέναν να μιλάω”. Και του απαντώ: “Κανέναν; Θέλεις να δοκιμάσουμε;”. Ετσι έγινε το βιβλίο αυτό. Και πρέπει να σας πω ότι από τα 30 και πλέον βιβλία μου είναι, μαζί με την “Κωμωδία”, τα δύο αγαπημένα μου, γιατί ανακαλύπτω πραγματικά τον εαυτό μου. Αν ο Αραγκόν έλεγε: “Αποκαλύπτω τα χαρτιά μου”, με το βιβλίο αυτό εγώ θα έλεγα: “Αποκαλύπτω το εγώ μου”, πράγμα κεφαλαιώδους σημασίας στην παρούσα στιγμή της ζωής μου».

Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς βλέπετε την εξέλιξη του πολιτισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και τον ρόλο του φιλοσόφου στη νέα αυτή πραγματικότητα.
«Πιστεύω πως, αντίθετα με ό,τι λέγεται, τα πράγματα πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση. Την κατεύθυνση της καλλιέργειας, της σκέψης και της μνήμης. Σήμερα συναντάμε όλο και λιγότερους ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι η μαγειρική ή η μόδα είναι τομείς δημιουργίας ισάξιοι της λογοτεχνίας ή της τέχνης γενικότερα. Και αυτό είναι ενθαρρυντικό. Οι άνθρωποι είναι πιο καλά πληροφορημένοι πάνω στα πράγματα και πιο καλλιεργημένοι. Οσο για τον ρόλο του φιλοσόφου, είναι εκείνος που ο ίδιος θα επιλέξει. Σε αυτόν έγκειται να το αποφασίσει και να το πει».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 526, σελ. 30-36, 14/11/2010.