Το κλασικό μυθιστόρημα του Χανς Φάλλαντα Μόνος στο Βερολίνο (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Αντζη Σαλταμπάση, 2008), με θέμα την αντίσταση ενός μικροαστικού, καθημερινού ζευγαριού Γερμανών εναντίον των ναζί, μεταφράστηκε στα αγγλικά το 2009 και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε το μπεστ σέλερ που κανείς δεν περίμενε. Στη σειρά των Ρenguin Classics, έχει ήδη πουλήσει 100.000 αντίτυπα και αναμένεται να φτάσει τα 250.000 αντίτυπα ως το τέλος της χρονιάς. Μάλιστα έχει ήδη βρει τη θέση του στο Τοπ 50 όλων των βρετανών εκδοτών, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για μεταφρασμένη λογοτεχνία. Ανάλογη είναι και η επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου το ογκώδες μυθιστόρημα του Φάλλαντα (668 σελίδες στην ελληνική έκδοση) κυκλοφορεί από τον μικρό ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο Μelville Ηouse, με διαφορετικό τίτλο από αυτόν της βρετανικής έκδοσης: Εvery Μan Dies Αlone. Στη Βρετανία κάνουν λόγο για επανανακάλυψη ενός συγγραφέα, σαν ο Φάλλαντα να ήταν παντελώς ξεχασμένος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πρώτη μετάφραση στα αγγλικά, 62 χρόνια μετά την πρώτη γερμανική έκδοση, ενός μυθιστορήματος που είναι κλασικό στη Γερμανία, έχει μεταφερθεί στο σινεμά και στην τηλεόραση και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, πολύ πριν από την αγγλική μετάφραση. Αλλά όπως σχολίασε αυτοσαρκαστικά ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας «Guardian», οι Βρετανοί θεωρούν ανύπαρκτο κάτι που δεν κυκλοφορεί στα αγγλικά. Η περίπτωση Φάλλαντα εικονογραφεί έτσι ένα φαινόμενο πολιτισμικής και πολιτιστικής κυριαρχίας που στηρίζεται σε μια παγκόσμια γλώσσα και στους μηχανισμούς της (εκδότες, Τύπος). Μέσα σ΄ αυτή τη γλώσσα η λογοτεχνία είναι αυτάρκης και το εκδοτικό σύστημα μοιάζει να μην έχει ανάγκη ό,τι γράφεται σε άλλες γλώσσες. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο το 1% των πωλήσεων λογοτεχνίας στη Βρετανία αφορά μεταφρασμένους τίτλους.
Δεν ξέρω κατά πόσο διαβάστηκε στα ελληνικά το Μόνος στο Βερολίνο. Αλλά η περίπτωση του Χανς Φάλλαντα αξίζει τον κόπο. Γεννημένος ως Ρούντολφ Ντίτσεν, το 1893, υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Χανς Φάλλαντα, που το βρήκε σε ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ. Με το μυθιστόρημά του Κleiner Μann – was nun? που εκδίδεται το 1932 και έχει ως θέμα την προλεταριοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων, κατακτά μια θέση στη γερμανική λογοτεχνία, που ενισχύεται πέντε χρόνια αργότερα, το 1937, όταν εκδίδεται το μυθιστόρημά του Wolf unter Wolfen. Θέμα αυτού του μυθιστορήματος είναι το κοινωνικό χάος στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο Φάλλαντα πέθανε το 1947, σε ηλικία 54 ετών, από υπερβολική δόση μορφίνης, λίγο προτού εκδοθεί το Μόνος στο Βερολίνο. Η ίδια η ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα, καθώς στιγματίζεται από πλήθος ασυνήθιστων γεγονότων. Στα 18 του χρόνια είχε σκοτώσει έναν συμμαθητή του σε μονομαχία και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε φυλακές αλλά και ψυχιατρεία, άσυλα και νοσοκομεία ως ναρκομανής και αλκοολικός. Παρ΄ όλα αυτά πρόλαβε και έκανε οικογένεια. Και ο 80χρονος σήμερα γιος του Ούλριχ Ντίτσεν, συνταξιούχος δικηγόρος, χαίρεται με την επιτυχία του άσωτου πατέρα του, μέσα από ένα ετεροχρονισμένο παιγνίδι αντιστροφής ρόλων.