«Η γη έχει τα όριά της αλλά η βλακεία είναι απέραντη». Είναι ένας από τους γνωστότερους αφορισμούς του Γκυστάβ Φλομπέρ, που επηρέασε τη σύγχρονη λογοτεχνία όσο κανένας άλλος από τους κορυφαίους εκπροσώπους του γαλλικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα. Οι μοντερνιστές αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν από τους μεγάλους προγόνους τους. Κάποιοι από όσους αποκαλούμε μεταμοντερνιστές βγαίνουν απευθείας από τον Φλομπέρ. Και οι μεν και οι δε, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, από το τελευταίο μεγάλο του έργο, που παρέμεινε ημιτελές: το Μπουβάρ και Πεκισέ, ένα έργο στο οποίο ο συγγραφέας του φιλοδόξησε να αποδείξει ότι η ανθρώπινη βλακεία είναι ανίκητη.


Ο Εζρα Πάουντ θεωρούσε τον Οδυσσέα του Τζόις ομόλογο του Μπουβάρ και Πεκισέ. Πολλοί ήρωες του Μπέκετ μπορούν να θεωρηθούν επίγονοι των δύο αυτών «ηρώων» του Φλομπέρ. Το βιβλίο, λέει ο Σίριλ Κόνολι, ήταν το αγαπημένο μυθιστόρημα του Τζόις, ενώ ο Πάουντ υποστηρίζει ότι δημιούργησε μια νέα φόρμα για την οποία δεν υπήρχαν προδρομικά έργα. Οσο για την καλλιέργεια του παστίς από τους μεταμοντερνιστές, θα λέγαμε πως προκύπτει από το θέμα της αντιγραφής που διαπραγματεύεται ο Φλομπέρ, τον οποίο στη μνημειώδη μελέτη για τη ζωή και το έργο του ο Σαρτρ ονόμασε «ο ηλίθιος της οικογένειας».


Πρωτοποριακό έργο


Ο Τζούλιαν Μπαρνς σε ένα οξύτατο δοκίμιό του με τίτλο Flaubert c’est moi, δημοσιευμένο στις 25 Μαΐου 2006 στη New York Review of Books, υποστηρίζει ότι η περίφημη φράση του Φλομπέρ «η Μποβαρί είμαι εγώ» θα έπρεπε να μετατραπεί σε «οι Μπουβάρ και Πεκισέ είναι εγώ». Αναδρομικά θεωρώντας τις συνθήκες γραφής, τη φιλοδοξία του συγγραφέα το τελευταίο του μυθιστόρημα να είναι το μεγάλο του έργο και την απήχησή του στον συγγραφικό κόσμο της νεότερης εποχής, θα λέγαμε πως ο Μπαρνς έχει δίκιο. Το Μπουβάρ και Πεκισέ δεν γνώρισε καμιά επιτυχία στην εποχή του, δεν διαβάστηκε όπως η Μαντάμ Μποβαρί και η Αισθηματική αγωγή, αλλά είναι εκείνο που επηρέασε περισσότερο τη σύγχρονη λογοτεχνία και αυτό που συζητείται σήμερα περισσότερο από όλα τα έργα του Φλομπέρ.


Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά σε ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση και θαυμάσια μεταφρασμένο από τον Αχιλλέα Κυριακίδη. Είναι η δεύτερη φορά που μεταφράζεται στη γλώσσα μας. (Η προηγούμενη μετάφραση ήταν του Αντώνη Μοσχοβάκη.)


Για την εποχή του ήταν πρωτοφανές – όχι όμως σήμερα – που στο μυθιστόρημα αυτό συμβαίνουν ελάχιστα: Δύο αντιγραφείς περιορισμένων πνευματικών ικανοτήτων γνωρίζονται τυχαία και συνδέονται με στενή φιλία. Αγοράζουν ένα αγρόκτημα στη Νορμανδία συνεισφέροντας ο ένας με το ποσό μιας κληρονομιάς και ο άλλος με τις οικονομίες του προκειμένου να πραγματοποιήσουν το όνειρο της ζωής τους: να ασχοληθούν με «παραγωγικές» δραστηριότητες όπως η γεωργία, η αρχαιολογία, η αστρονομία, η λογοτεχνία, η πολιτική – ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Αποτυγχάνουν σε όλα και επιστρέφουν στο μόνο που γνωρίζουν: την αντιγραφή.


Ανοησία και banalité


Η πράξη της αντιγραφής είναι η πιο εφήμερη και ανόητη πλευρά της γραφής. Αλλά η ειρωνική αντιστοιχία εδώ είναι ότι το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης είναι βλακώδες, φθαρτό και μηδαμινό. Αντιπροσωπεύει έναν κόσμο που ελέγχεται σε κάθε του βήμα και αποδίδεται από τον συγγραφέα με ακρίβεια η οποία δεν είχε το προηγούμενό της στην παγκόσμια λογοτεχνία.


Η banalité της επαρχιακής ζωής που κυριαρχεί και στη Μαντάμ Μποβαρί εδώ αποκτά τεράστιες διαστάσεις φτάνοντας στα όρια του γκροτέσκου. Γι’ αυτό και η γραφή λειτουργεί ως ειρωνεία και ως εξορκισμός ταυτοχρόνως. Γιατί, ενώ κατά τον Φλομπέρ το να ζεις την ηλιθιότητα του κόσμου είναι ανυπόφορο, το να γράφεις, σύμφωνα πάλι με τον ίδιο, παραμένει υπέροχο, παρά την εξάντληση που σε καταβάλλει αν ακολουθείς τον κανόνα του μεγάλου αυτού στυλίστα που όλη του η αγωνία ήταν να βρει την ακριβή λέξη (motes juste). Η Γεωργία Σάνδη τού είπε κάποτε – και ίσως να είναι η ακριβέστερη περιγραφή για αυτόν τον τελειοθήρα: «Αυτό για το οποίο γκρινιάζεις είναι η ζωή. Αγαπάς πάρα πολύ τη λογοτεχνία. Αυτή θα σε σκοτώσει κι εσύ δεν θα σκοτώσεις την ανθρώπινη βλακεία».


Δέκα χρόνια δεν ήταν αρκετά για τον Φλομπέρ ώστε να αποπερατώσει αυτό το μυθιστόρημα – και ωστόσο το βιβλίο δεν σου δίνει την αίσθηση του ημιτελούς, αφού ο συγγραφέας άφησε περιλήψεις των τριών τελευταίων κεφαλαίων που βοηθούν τον αναγνώστη να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα του έργου. Αλλωστε δεν επρόκειτο να συμβούν πράγματα που θα άλλαζαν την ως τώρα εικόνα. Η τελευταία μάλιστα αράδα στις σημειώσεις του Φλομπέρ έχει ως εξής: «Να τελειώσω με την εικόνα των δύο ανθρωπάκων που είναι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους και αντιγράφουν».


Η βλακεία λοιπόν έχει νικήσει. Εδώ όμως καλό είναι να θυμηθούμε εκείνο που είχε πει ο μαθητής του συγγραφέα, Γκυ ντε Μοπασάν: Το Μπουβάρ και Πεκισέ είναι ένα «φιλοσοφικό μυθιστόρημα», ένα βιβλίο «που απευθύνεται σε ευφυείς».


Το εκπληκτικό, το μοναδικό και ως σήμερα ανεπανάληπτο είναι ότι ένα τέτοιο βιβλίο διαπραγματεύεται το θέμα της ανθρώπινης βλακείας. Ετσι λοιπόν ο αφορισμός του Αϊνστάιν για τη βλακεία και το Σύμπαν δεν πρόσθεσε τίποτε στα όσα είπε ο Φλομπέρ 100 χρόνια νωρίτερα: πως η γη έχει όρια, όχι όμως και η ανθρώπινη βλακεία.