Τι αντιπροσωπεύει η άκρα Δεξιά στην Ελλάδα; Τίποτε το σοβαρό και το πραγματικά επικίνδυνο, λένε οι περισσότεροι πολίτες, διότι «αυτά δεν πιάνουν στον τόπο μας». Και προσθέτουν: Δεν έχουμε Λεπέν όπως οι Γάλλοι, μήτε νεοναζί όπως οι Γερμανοί. Τα όσα συμβαίνουν εδώ «δεν αφορούν παρά μερικές δεκάδες γραφικούς φανατικούς. Η δημοκρατία μας είναι παντοδύναμη. Η Ελλάδα είναι μια από τις πιο δημοκρατικές και ελεύθερες χώρες της Ευρώπης».


Τώρα, καιρός ήταν, πρέπει επιτέλους να προκάλεσαν κάποια ανησυχία τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, τα παλαιά και τα πρόσφατα, όλα με τη χορηγία του αόμματου κράτους για τις στολές, τις εξαρτύσεις, τα μεταφορικά, τα όπλα, τα πυρομαχικά και τους μισθούς των παραγόντων του απίστευτου μπαλέτου. Ενα μικρό παράθυρο άνοιξε αυτές τις ημέρες και τα όσα μας επέτρεψε να δούμε δεν έχουν καμιά σχέση με όμορφα ηλιοβασιλέματα.


Αποκαλύφθηκε ότι ένα σημαντικό τμήμα της αστυνομίας (μόνο στη Θεσσαλονίκη και μόνο της αστυνομίας; Απίθανο…) ελέγχεται από χουντικούς· ότι αυτοί οι χουντικοί αισθάνονται αρκετά ισχυροί ώστε να αναλαμβάνουν την ουσιαστική προστασία συναδέλφων τους νεοφασιστικών και άλλων εξτρεμιστικών ομάδων που επιτέθηκαν εναντίον νόμιμης συνάντησης ελλήνων και τούρκων επιχειρηματιών· ότι το σύνθημα της για λόγους εθνικούς παρεμπόδισης της συνάντησης αυτής, παρεμπόδισης που θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τη βαλκανική διάσκεψη της Κρήτης, το προώθησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ορισμένοι εθνικιστές βουλευτές και των δύο μεγάλων κομμάτων (Παπαθεμελής, Ψωμιάδης κ.ά.), ο φανατικός και ασύδοτος τοπικός Μητροπολίτης, οι ηγεσίες ορισμένων συλλόγων Ποντίων και Κυπρίων καθώς και οι επισήμως «ανύπαρκτες» τοπικές οργανώσεις του κουρδικού ΡΚΚ· ότι οι αρχές (δήλωση Γ. Ρωμαίου) έχουν στοιχεία για τις σχέσεις των χουντικών αστυνομικών με ακροδεξιές ομάδες όπως, μεταξύ άλλων, η Χρυσή Αυγή.


Η ομάδα αυτή, όπως και αρκετές άλλες, είναι γνωστή από χρόνια. Τα μέλη της οργανώνουν στην Αθήνα και αλλού επιχειρήσεις κακοποίησης ημεδαπών αντιφρονούντων και πιο συχνά αλλοδαπών φουκαράδων. Οι αρχές τα γνωρίζουν αυτά. Προφανώς, τους αρκεί η γνώση και η σιγή. Που δεν τις συνδυάζουν ποτέ με κάτι ενδιαφέρουσες ενδεχομένως παρατηρήσεις που ο καθένας μπορεί θαυμάσια, άκοπα σχεδόν, να καταγράψει. Τις ακόλουθες: Δύο τηλεοπτικά κανάλια στην πρωτεύουσα και (τουλάχιστον) ένα στη Θεσσαλονίκη, τα κανάλια Τηλε-Τώρα, Τελε-Σίτυ και Ερμής, έχουν ειδικευθεί στη μετάδοση των ιδεών αυτών των ομάδων. Ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής είναι σταρ στην Τηλε-Τώρα, ο νεοφασίστας Πλεύρης διδάσκει στο Τελε-Σίτυ και ο Ερμής εκφράζει τις απόψεις της γνωστής ακροδεξιάς εφημερίδας «Ο Στόχος». Φυσικά υπάρχουν και αρκετές άλλες ανάλογες φυλλάδες με αναγνώστες κυρίως ένστολους, όπως οι ίδιες το ισχυρίζονται, όχι αδίκως όμως. Το ενδιαφέρον είναι όμως ότι και οι γνωστοί ελληναράδες υπερεθνικόφρονες των κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν προτείνουν για τα λεγόμενα εθνικά θέματα κάτι το ουσιαστικά διαφορετικό από αυτά που προτείνει η Ακροδεξιά. Οι περισσότεροι επιδίδονται μάλιστα στη συστηματική κατασυκοφάντηση όσων θεωρούν μη εθνικιστές, περιλαμβανομένου έστω και εμμέσως του Πρωθυπουργού: εμφανίζονται από αυτούς σαν πράκτορες ξένων δυνάμεων και της Τουρκίας. Πράγμα που επαναλαμβάνεται συστηματικά και σε ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές, χιουμοριστικές και μη. Να πώς σε μια χώρα, τώρα στη δική μας, δημιουργούν μερικοί, χωρίς ίσως και να το επιδιώκουν, τις συνθήκες που ενδεχομένως θα διευκόλυναν κάθε πολιτειακή παρεκτροπή και κάθε περιπέτεια. Να πώς, στη Θεσσαλονίκη, ξαναβρεθήκαμε σε ατμόσφαιρα τύπου 1963…


Η ευκολία με την οποία στελέχη της Αριστεράς έβαλαν πρόσφατα την υπογραφή τους δίπλα από εκείνη του κ. Καμένου σε κείμενο νιοστής εθνικής ανησυχίας και η ανάλογη ευκολία με την οποία βουλευτές του προοδευτικού (υποτίθεται) ΠαΣοΚ ζήτησαν μαζί με εκπροσώπους της άκρας συντήρησης την ενεργοποίηση της θανατικής ποινής σε μια χώρα που (σωστά) δεν εκτέλεσε καν αυτούς που την σκλάβωσαν για εφτά χρόνια και που προκάλεσαν την κυπριακή τραγωδία, αποδεικνύουν την αλματική πρόοδο των ιδεών της Ακροδεξιάς. Πράγμα που αργά ή γρήγορα μπορεί να έχει οδυνηρές συνέπειες. Κυρίως σε συνδυασμό με τη σαφέστατη λαϊκή δυσφορία για τα όσα ανήθικα και στραβά χαρακτηρίζουν τη διοίκηση και τον δημόσιο βίο.