Κάθε εβδομάδα ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης


Ο Λουί Φερντινάν Σελίν δεν ήταν ασφαλώς ο μόνος μείζων ευρωπαίος συγγραφέας που υποστήριξε τον φασισμό. Γι’ αυτό και ενώ κανείς δεν αρνείται σήμερα ότι το magnum opus του, το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, ανήκει στα κορυφαία ευρωπαϊκά μυθιστορήματα του Μεσοπολέμου, κάθε σχεδόν αναφορά στο πρόσωπό του συνοδεύεται και από σχόλια για τα βαρύτατα πολιτικά του αμαρτήματα. Αν εξαιρέσει ωστόσο κανείς τις άθλιες αντισημιτικές του μπροσούρες, το υπόλοιπο πεζογραφικό έργο του Σελίν δεν έχει τυπικά και ουσιαστικά σχέση με τον πολιτικό φασισμό. Επιπλέον, ο ίδιος ποτέ δεν προσπάθησε μεταπολεμικά να παραστήσει το μαύρο πρόβατο και δεν είχε πίσω του τη στρατιά των υπερασπιστών ή των φίλων, σαν κι αυτή που διέθετε λ.χ. ο Πάουντ. Μετά τον πόλεμο ως συγγραφέας είχε «τελειώσει» και η όποια του προσπάθεια να επανακάμψει έπεσε στο κενό.


Το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας βεβαίως είναι ένα επίτευγμα τόσο επιβλητικό, που όταν το διαβάζει κανείς με τη δέουσα υπομονή και προσοχή όλα τα παραπάνω τα ξεχνά. Αποτελεί το πρώτο μεγάλο πεζογραφικό έργο που επιβάλλει τον αρνητικό ήρωα μέσω της ρεαλιστικής αφήγησης. Είναι το κατ’ εξοχήν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα και το μόνο στο οποίο προστίθενται στη δύναμη της πρωτοπρόσωπης και οι αρετές της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Ο Σελίν είναι ένας προδρομικός Γουίλιαμ Μπάροους. Η αποσπασματικότητα, η φρίκη και η σχιζοφρένεια της σύγχρονης ζωής, όπως εκφράζονται πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’50, από τους μπιτ – και ιδιαιτέρως στο μυθιστόρημα του Κέρουακ Στο δρόμο– προϋπάρχουν στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Οι παρανοϊκοί γιατροί του Μπάροους είναι «πρώτα εξαδέλφια» του γιατρού-πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα του Σελίν, όπου τα όνειρα και οι εφιάλτες εμφανίζονται όχι μόνο τη νύχτα αλλά και μέσα στο φως της μέρας προκαλώντας σοκ στον αναγνώστη και για έναν πρόσθετο λόγο: ο ήρωας τα βλέπει με το ψυχρό μάτι του γιατρού – αλλά τι σημαίνει αυτό για μια κοινωνία καθολικά άρρωστη;


Εκείνο που εισπράττουμε ως τελικό αποτέλεσμα είναι η ανατομία του συναισθηματικού κενού που καταβροχθίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, μια Ευρώπη η οποία έχει χάσει την ευαισθησία της μέσα στην αναρχία των θορύβων, των νεφελωμάτων, των μονολόγων και των διαστροφών, όπου όλα έχουν διαφθαρεί. Κανείς δεν προσλαμβάνει σύνολα, γι’ αυτό και τίποτε δεν μπορεί να αναλυθεί. Κάθε εμπειρία επομένως αποτελεί προϊόν συμπτώσεων. Στο επίπεδο της γραφής και της αφήγησης, που προχωρεί μέσα σε εκρήξεις και τυχαίους θορύβους, εκτός από τον κεντρικό ήρωα-γιατρό και τον φίλο του, τα υπόλοιπα πρόσωπα της αφήγησης έρχονται και φεύγουν σαν να πρόκειται για θαμώνες κάποιου καφενείου, οι οποίοι επιστρέφουν για να πάρουν βιαστικά το πανωφόρι τους που το ξέχασαν στην κρεμάστρα. Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως τεράστιο εργοστάσιο θορύβων, ακόμη και στις ψυχρότερες – αλλά και παρανοϊκότερες – περιγραφές (λ.χ. εκεί όπου ο γιατρός λέει ότι θα λυπόταν περισσότερο για τον θάνατο ενός σκύλου απ’ όσο για τον θάνατο του φίλου του, αφού ο σκύλος δεν είναι ύπουλος. «Κι εγώ ήμουν ύπουλος. Ολοι ήμασταν ύπουλοι» ομολογεί).


Η γλώσσα του Σελίν είναι κοφτή, με εκρήξεις και σταματήματα, ακριβής όσο και ακραία, νοσηρή κι εξωφρενική. Οι συνεχείς εγκιβωτισμοί, οι διακοπές, τα χάσματα και οι απανωτές καταστροφές μέσω μιας υπερβολικής – κι εντούτοις αλάνθαστης – τεχνικής καταργούν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Αλλά, βέβαια, το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας είναι έργο που γράφτηκε με πρόθεση: ως διαμαρτυρία για τον τρόμο της σύγχρονης ζωής ή, όπως λέει ο Οργουελ, «ως διαμαρτυρία εναντίον της ίδιας της ζωής».


Λουί Φερντινάν Σελίν, «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»