Καιρός ήταν να ξαναθυμηθούμε την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, σημαντική αλλά παραγκωνισμένη πεζογράφο της γενιάς του 1880, που είχε προκαλέσει κάποιο εκδοτικό ενδιαφέρον γύρω στο 1990, μετά τη συστηματική ανασύσταση του βίου και του έργου της από τον Γ. Παπακώστα. Διαφορετική ωστόσο ήταν η θέση της πριν από έναν αιώνα. Στην πρώτη ανθολογία ελληνικού διηγήματος, που κυκλοφόρησε στις 12 Δεκεμβρίου 1896, του Τήνιου Γεωργίου Κασδόνη, εκδότη τότε του περιοδικού «Εστία», η Παπαδοπούλου είναι η μοναδική θηλυκή γραφίδα εν μέσω 33 συγγραφέων. «Γυνή Ελληνίς και μάλιστα Βυζαντίς, και μάλιστα τόσον νεαρά, και μάλιστα σήμερον, να γράφη τοιαύτα διηγήματα, αν δεν είνε το όγδοον θαύμα του κόσμου, εξάπαντος όμως είνε θαύμα» γράφει στην κατά τα άλλα πικρόχολη κριτική του για την ανθολογία ο Ξενόπουλος, μόλις έντεκα μήνες μεγαλύτερός της αλλά ήδη από θέσεως ισχύος. Πάντως οι αναγνώστες της κριτικής του στην εφημερίδα «Το Αστυ» γνώριζαν την αδυναμία του στην πολίτισσα συγγραφέα, αφού, προ τετραετίας, ο Μποέμ, στη συνέντευξη του Ξενόπουλου, που είχε δημοσιευτεί στην ίδια εφημερίδα, περιέγραφε μετά γλαφυρότητας το δωμάτιο του Ζακύνθιου στην οικία Σκόκου: «… Κλίνη ολόλευκος εις το βάθος, τράπεζα εις το μέσον με βιβλία και χειρόγραφα επ’ αυτής, με κηροπήγια και σιγαροθήκας, με μιαν φωτογραφίαν της γνωστής εκ Κωνσταντινουπόλεως λογογράφου, δεσποινίδος Παπαδοπούλου…».


H ίδια φωτογραφία με αυτήν του εξωφύλλου στο πρόσφατο βιβλίο, που είναι και η μοναδική σωζόμενη της Παπαδοπούλου. Πράγματι, «όμορφη δεν ήταν», «για αυτό οι φωτογραφίες της δεν έλεγαν τίποτα» στον Ξενόπουλο και η αλληλογραφία τους στα 1888-89 είχε άδοξο τέλος. Γνωρίστηκαν πολύ αργότερα, τον Οκτώβριο του 1896, στο σαλόνι της Καλλιρρόης Παρρέν, και ο Ζακύνθιος καταγοητεύτηκε από την «πνευματικότητά» της αλλά ήταν ήδη ερωτευμένος με τη μέλλουσα δεύτερη σύζυγό του, γι’ αυτό και «την άφησε να φύγει» πίσω στην Πόλη. Οσο για τα αισθήματα της Παπαδοπούλου, παραμένουν άγνωστα, αφού οι επιστολές τους και τυχόν ημερολόγιά της χάθηκαν στους άγριους καιρούς που ακολούθησαν. Πάντως, του οφείλει τον πρόλογο στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της, Δεσμίς διηγημάτων. Μέρος A’, που εκδόθηκε στην Πόλη, το 1889, και μια εγκωμιαστική νεκρολογία στα «Παναθήναια», συνοδευμένη από σκίτσο της φίλης της, ζωγράφου Θάλειας Φλωρά, κατόπιν Καραβία, που πολύ την κολακεύει. Δεσποινίς ετών 39, αυστηρή και ανεξάρτητη, όπως και ήταν στις 8 Μαρτίου 1906, που πέθανε, συμπτωματικά την ημέρα που αφιερώθηκε στα δικαιώματα της γυναίκας.


Αν δώσουμε βάση στη νεκρολογία του Ξενόπουλου, η Παπαδοπούλου θα πρέπει να είχε τυπώσει «δύο βιβλιαράκια» με διηγήματα πριν από το 1889, που λανθάνουν, άλλωστε και η πρώτη συλλογή της μόλις το 1998 εντοπίστηκε από τον Παπακώστα. Οπως κι αν έχει, στο πρόσφατο βιβλίο, από την πεζογραφική σοδειά της, ισοδύναμη ποσοτικά με αυτήν του Παπαδιαμάντη, επιλέγονται δύο διηγήματα που δεν ανήκουν στα συνολικά 39 συν μία νουβέλα των επανεκδόσεων της περιόδου 1987-1993. Το «Περιπέτεια μιας διδασκαλίσσης», που πρωτοεκδόθηκε αυτοτελώς στην Πόλη το 1891 και την ίδια χρονιά μαζί με το εκτενέστερο «Μετά δεκαετίαν» αποτέλεσε τον τόμο Διηγήματα. Μέρος B’, και το «Στο μοναστήρι», που θεωρείται το ωραιότερο από τα «βυζαντινά διηγήματά» της, πρωτοδημοσιευμένο σε συνέχειες στα «Παναθήναια», 1902-1903, αργότερα στην «Εφημερίδα των Κυριών» και το 1920 στον δεύτερο τόμο της ανθολογίας ελληνικού διηγήματος του Σκόκου. Επίσης, στον συγκεντρωτικό τόμο του 1954 που ετοίμασε ο αδελφός της Τζαννής Παπαδόπουλος, προτάσσοντας και ως βυζαντινολόγος τα βυζαντινά. Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον το δεύτερο διήγημα να αναπαραγόταν μαζί με τις εικόνες της Φλωρά που το κοσμούσαν στην πρώτη του δημοσίευση. Αντ’ αυτού τα διηγήματα συνοδεύουν τα κείμενα δύο λογίων, σύγχρονων της Παπαδοπούλου, του γιατρού και κριτικού Νικόλαου Βασιλειάδη και του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Δημητρίου Μοστράτου, με πολύτιμες πληροφορίες.


Βιωματικό το πρώτο διήγημα, με ηρωίδα μια «οικοδιδασκάλισσα» που έχει, όπως και η Παπαδοπούλου, πατέρα «στρατιωτικό ιατρό», «στα ενδότερα της Ανατολής», δεν σκιτσάρει απλώς πρόσωπα και καταστάσεις αλλά και ψυχογραφεί. Στο δεύτερο διήγημα η συγγραφέας κατορθώνει να δώσει πνοή στις βυζαντινές ίντριγκες του δεύτερου μισού του 9ου αιώνα μέσα από τους μονολόγους και τις στιχομυθίες παθιασμένων γυναικών του αυτοκρατορικού κύκλου. Τελικά δύο διηγήματα αντιπροσωπευτικά του έργου της, με το «σπινθηροβόλον ύφος, την μεγάλην ηθογραφικήν δύναμιν, το πνεύμα, την τρυφερότητα και την ειρωνείαν» που διέβλεπε ο Ξενόπουλος, παροτρύνοντας στην ανεύρεση και έκδοση του έργου της. Εναν αιώνα αργότερα η ανεύρεση έγινε, αναμένεται τώρα η συνολική έκδοση.