H MAXH


Μετά την ηρωική Εξοδο των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826 και την κατάληψη της πόλης από τις ενωμένες δυνάμεις του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, ο πρώτος, κυριεύοντας τη Στερεά Ελλάδα, έφθασε στην Αθήνα, ενώ ο δεύτερος στράφηκε προς τον Μοριά.


H πτώση του Μεσολογγίου γέμισε απελπισία τους Ελληνες. Στην Επίδαυρο, όπου μόλις είχε αρχίσει τις εργασίες της η Γ’ Εθνική Συνέλευση, μόλις οι πληρεξούσιοι άκουσαν την είδηση έμειναν βουβοί: «Μας ήλθε η είδηση ότι το Μεσολόγγι εχάθη» αφηγείται ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του. «Ετσι εβάλαμε τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ’ εμέτραε καθένας με το νου του τον αφανισμό μας. Βλέποντας εγώ τη σιωπή, εσηκώθηκα εις το πόδι και τους ομίλησα λόγια διά να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μεσολόγγι εχάθη ενδόξως και θα μείνη αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλομε τα μαύρα και οκνεύσομε, θα πάρομε τα ανάθεμα και θα πάρομε το αμάρτημα των αδυνάτων όλων». Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης πρότεινε: «Να σκορπίσομε εις τες επαρχίες και να πιάσομε γενικώς τα άρματα, ως τα πρωτοπιάσαμε εις την Επανάσταση».


H δεινή κατάσταση που δημιουργήθηκε με την πτώση του Μεσολογγίου ανάγκασε την Εθνοσυνέλευση να διακόψει στις 16 Απριλίου 1826 τις εργασίες της αφού προηγουμένως είχε αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής και του Εκτελεστικού και είχε εκλέξει μια δωδεκαμελή Διοικητική Επιτροπή παύοντας επιτέλους την αμαρτωλή κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη. Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής ορίστηκε ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος, κατανικώντας την προσωπική του έχθρα εναντίον του Γεωργίου Καραϊσκάκη (ο Καραϊσκάκης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου είχε λεηλατήσει με το ασκέρι του όχι μόνο το χωριό του Ζαΐμη, τη Κερπινή, κοντά στα Καλάβρυτα, αλλά και το ίδιο του το σπίτι), τον διόρισε Αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας.


H μάχη στο Χαϊδάρι


Στα μέσα Ιουλίου του 1826 ο Κιουταχής με μια στρατιά 22.000 ανδρών έφθασε στην Αθήνα και αφού στρατοπέδευσε μοιράζοντας τους στρατιώτες του στους γύρω λόφους, άρχισε να βομβαρδίζει με τα κανόνια του την πόλη. Στο μεταξύ ο Καραϊσκάκης με 600 άνδρες έφθασε και αυτός στην Ελευσίνα και ενώθηκε με τις δυνάμεις του Κριεζώτη, του Μαυροβουνιώτη και άλλων καπεταναίων καθώς και με τον τακτικό στρατό, 1.200 άνδρες, που είχε οργανώσει ο γάλλος φιλέλληνας Κάρολος Φαβιέρος. Ολοι μαζί, τακτικοί, άτακτοι και καμιά εβδομηνταριά Φιλέλληνες, έφθαναν περίπου τις 5.000 άνδρες. Στο μεταξύ ο Κιουταχής είχε κυριεύσει όλη σχεδόν την πόλη της Αθήνας και είχε αρχίσει την πολιορκία της Ακρόπολης.


Στις 5 Αυγούστου όλος ο στρατός των Ελλήνων ταμπουρώθηκε στο Χαϊδάρι. Την επομένη ο Κιουταχής έστειλε εναντίον τους 3.000 πεζούς και 1.000 ιππείς. Ο Φαβιέρος διέταξε τους άνδρες του να εξαπολύσουν επίθεση στην οποία πήραν μέρος και αρκετοί στρατιώτες των άλλων καπεταναίων. Ωστόσο ο Καραϊσκάκης διαφωνώντας με την τακτική του Φαβιέρου διέταξε τους σαλπιγκτές να σημάνουν οπισθοχώρηση με τη σκέψη ότι αν οι έλληνες μαχητές απομακρύνονταν από τα οχυρά τους υπήρχε κίνδυνος να τους αποκόψει το τουρκικό ιππικό. Μάλιστα πρότεινε να φύγουν από το Χαϊδάρι, το οποίο κατά τη γνώμη του δεν ήταν ασφαλές, και να πάνε στον Πειραιά όπου, έχοντας τη θάλασσα πίσω τους, θα μπορούσαν εύκολα να εφοδιάζονται από τα πλοία. Ο Φαβιέρος όμως, ενοχλημένος από τις πρωτοβουλίες του Καραϊσκάκη, δήλωσε ότι αυτός θα έμενε με τη δύναμή του στο Χαϊδάρι για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Τότε ο Καραϊσκάκης, μη θέλοντας να αφήσει μόνο του τον Φαβιέρο, έμεινε και αυτός στο Χαϊδάρι με την υπόλοιπη δύναμη.


Στις 8 Αυγούστου ο Κιουταχής, με 6.000 πεζούς και 2.000 ιππείς του Ομέρ πασά της Εύβοιας, άρχισε καινούργια επίθεση εναντίον των Ελλήνων. Παρά την άνιση αναμέτρηση οι Ελληνες και οι Φιλέλληνες αντιστάθηκαν θαρραλέα. Οταν έπεσε το σούρουπο, οι ελληνικές δυνάμεις τραβήχθηκαν προς την κορυφή του Κορυδαλλού. Οι απώλειες σχετικά δεν ήταν μεγάλες: 70 νεκροί και 16 αιχμάλωτοι. Ενώ από τους Τούρκους σκοτώθηκαν πάνω από 400. Ωστόσο στους αιχμαλώτους οι Τούρκοι φέρθηκαν με τη γνωστή τους σκληρότητα: τους 15 τους αποκεφάλισαν, ενώ τον 48χρονο Αθηναίο Ανδρέα Κορομηλά, όπως αναφέρει ο συναγωνιστής του στη μάχη του Χαϊδαρίου Χριστόφορος Περραιβός, «τον κατεδίκασαν σε σκληρότατον θάνατον σταυρικόν. 72 ώρας εκρέμετο εις τείχος καρφωμένος από τε τας χείρας και ώτα και οι εχθροί του ευχαρίστουν την λύσσαν των κατά του μάρτυρος τούτου, οι μεν πλήττοντες με ξίφη, οι δε εμπήγοντες εις το σώμα σίδηρα πυρωμένα. Ο θάνατος, το μόνον ευτύχημα εις την θέσιν του, ήτον βραδυκίνητος εις αυτόν, και δεν έφτασεν, έως ότου Τούρκος τις, λαβών απ’ αυτού άλλοτε ευεργεσίας, τότε ευσπλαχνισθείς συνέτεμε τον καιρόν των πόνων του, και θανατώσας τον με βολήν πιστόλας καιρίως απέθανεν».


H πολιορκία της Ακρόπολης


Προτού ξημερώσει, οι δυνάμεις των Ελλήνων έφυγαν για την Ελευσίνα και ο Κιουταχής έγινε κύριος της Αθήνας και άρχισε να πολιορκεί την Ακρόπολη. Φρούραρχος της Ακρόπολης ήταν ο Ιωάννης Γκούρας, ο οποίος σκοτώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1826. H κατάσταση των πολιορκημένων ήταν δεινή. Στις 12 Οκτωβρίου ο Καραϊσκάκης βοήθησε τον Νικόλαο Κριεζώτη και τους 400 άνδρες του να σπάσουν τον κλοιό των Τούρκων και να ανέβουν με εφόδια στην Ακρόπολη. Εναν μήνα αργότερα στην Ακρόπολη ανέβηκε και ο Φαβιέρος με 560 στρατιώτες οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους μπαρούτι. Ετσι ο ανεφοδιασμός της Ακρόπολης για την ώρα είχε επιτευχθεί.


Ωστόσο οι δυνάμεις του Κιουταχή ήταν πολύ μεγάλες και μόνο με συντονισμένες προσπάθειες θα μπορούσαν να ηττηθούν.


Ο Καραϊσκάκης ήξερε ότι οι μάχες εκ παρατάξεως με τα στρατεύματα του Κιουταχή δεν επρόκειτο να φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Γι’ αυτό άρχισε τον κλεφτοπόλεμο μετακινούμενος μεταξύ του Πειραιά και της Ελευσίνας φθείροντας έτσι τις δυνάμεις του Κιουταχή. Σκέφθηκε μάλιστα να παρασύρει ένα μέρος της στρατιάς των Τούρκων έξω από την Αθήνα. Ετσι στις 25 Οκτωβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε για τη Βοιωτία με σκοπό να κόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή. Στη Δόμβραινα συγκρούστηκε με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις αλλά νικηφόρος συνέχισε τον δρόμο του προς το Δίστομο, όπου και στρατοπέδευσε στις 17 Νοεμβρίου.


H μάχη της Αράχοβας


Ο Κιουταχής είχε αφήσει στην περιοχή της Λιβαδειάς 2.000 Τουρκαλβανούς με αρχηγό τον Μουστάμπεη (ή Μουσταφάμπεη) με αποστολή να κρατούν ανοιχτούς τους δρόμους προς την Αττική. Ο Μουστάμπεης μόλις πληροφορήθηκε την προέλαση του Καραϊσκάκη φρόντισε να ασφαλίσει τις αποθήκες ανεφοδιασμού του τουρκικού στρατού στην Αταλάντη και μετά, συναντώντας τον Κεχαγιάμπεη με τους άνδρες του που του είχε στείλει για βοήθεια ο Κιουταχής, είχε σκοπό να βαδίσει προς τα Σάλωνα για να ελευθερώσουν τους συμπατριώτες τους που είχαν αποκλειστεί από τους Ελληνες στο κάστρο των Σαλώνων. Το σχέδιο όμως των Τούρκων το έμαθε ένας μοναχός, ο Παφνούτιος Χαρίτος, ο οποίος έσπευσε να το πει στον Καραϊσκάκη.


Με την πληροφορία αυτή ο Καραϊσκάκης οργάνωσε τις δυνάμεις του έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στην Αράχοβα. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου ο Καραϊσκάκης έστειλε τον Γαρδικιώτη Γρίβα και τον Γεώργιο Βάγια με 500 άνδρες να οχυρώσουν την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εστειλε επίσης τον Ιωάννη Δυοβουνιώτη με άλλους 400 άνδρες να κλείσουν το πέρασμα προς τα Σάλωνα και ζήτησε από όλους τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν κοντά στην περιοχή να έλθουν να τον βοηθήσουν στην Αράχοβα.


Οι Τουρκαλβανοί εμφανίστηκαν στην Αράχοβα το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου, οπότε και άρχισαν οι συγκρούσεις. Το βράδυ όμως ο Μουστάμπεης, φοβούμενος ότι μπορεί να περικυκλωθεί μέσα στην Αράχοβα, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στον λόφο απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου όπου είχε στήσει το αρχηγείο του ο Καραϊσκάκης. H απόφασή του αυτή υπήρξε μοιραία: Το βράδυ το κρύο δυνάμωσε πολύ. Οι Τούρκοι, στρατοπεδευμένοι σε πρόχειρους καταυλισμούς, ξεπάγιαζαν, ενώ οι Ελληνες έμπαιναν λίγοι λίγοι μέσα στα αραχοβίτικα σπίτια, ζεσταίνονταν και ύστερα ξανάβγαιναν έξω. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Οι Τούρκοι παγιδευμένοι στον λόφο μάταια περίμεναν βοήθεια από τον Κιουταχή. Οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης που είχαν σπεύσει σε βοήθεια του Καραϊσκάκη είχαν αποκλείσει όλους τους δρόμους προς την Αράχοβα. Ο καιρός χειροτέρευε και οι Τούρκοι χωρίς εφόδια αποφάσισαν στις 21 Νοεμβρίου να ζητήσουν ανακωχή, αλλά οι όροι που έθεσε ο Καραϊσκάκης, να παραδώσουν όλον τον οπλισμό τους και να απελευθερώσουν τη Λιβαδειά και τα Σάλωνα, απορρίφθηκαν από τον Μουστάμπεη και τον Κεχαγιάμπεη, κυρίως επειδή φοβούνταν τον Κιουταχή.


Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Στις 23 Νοεμβρίου τραυματίστηκε θανάσιμα ο Μουστάμπεης και πέθανε την επομένη. Οι Τούρκοι ξαναπροσπάθησαν να έλθουν σε συμφωνία με τους Ελληνες αλλά ο Καραϊσκάκης ήταν αμετακίνητος στους όρους του. Απελπισμένοι οι Τούρκοι αποπειράθηκαν να εγκαταλείψουν τον λόφο τους, αλλά οι Ελληνες, που το μπαρούτι τους είχε βραχεί από το χιόνι, τους κυνήγησαν με τα σπαθιά. Από τις 2.000 Τουρκαλβανούς ζήτημα είναι αν μπόρεσαν να ξεφύγουν 200, και αυτοί όχι για να πάνε μακριά. Οι περισσότεροι από εκείνους που κατέφυγαν τελικά στη Μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ πέθαναν από κρυοπαγήματα. Οι απώλειες στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν συγκριτικά μικρές: λιγότεροι από 20 νεκροί και γύρω στους 50 τραυματίες.


Την επομένη οι Ελληνες έκοψαν 300 κεφάλια σκοτωμένων Τούρκων, τα έστησαν σε πυραμίδα και στη βάση της τοποθέτησαν μια πινακίδα που έγραφε: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών, ανεγερθέν κατά το 1826 έτος, Νοεμβρίου 24 εν Αράχωβα». Τα κεφάλια μάλιστα του Μουστάμπεη και του Κεχαγιάμπεη τα έστειλαν πεσκέσι στην κυβέρνηση στην Αίγινα.


Επιστροφή στην Ελευσίνα


Οι νίκες στη Δόμβραινα, στο Δίστομο και στην Αράχοβα τόνωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Αλλά όσον καιρό ο Καραϊσκάκης προσπαθούσε να κρατήσει την Ανατολική Στερεά «ελευθέραν από τους απίστους», η πολιορκία της Ακρόπολης της Αθήνας από τους Τούρκους συνεχιζόταν. Ο Κιουταχής έμοιαζε αήττητος. H μεγάλη ήττα που υπέστησαν στις 27 Ιανουαρίου 1827 στο Καματερό οι άνδρες του Κεφαλλονίτη Διονυσίου Βούρβαχη, πρώην αξιωματικού του Ναπολέοντα αλλά άπειρου από μάχες με Τούρκους, είχε κάμψει το ηθικό των Ελλήνων και των Φιλελλήνων που αντιμετώπιζαν τα στρατεύματα του Κιουταχή.


Ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε να επιστρέψει στην Αττική. Επέστρεψε στην Ελευσίνα τον Φεβρουάριο, οπότε και συγκέντρωσε 3.500 άνδρες και επιχείρησε πολλές επιθέσεις κατά των δυνάμεων του Κιουταχή, όπως η μάχη στο Κερατσίνι στις 4 Μαρτίου και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πειραιά στις 14 Απριλίου με τις οποίες κατόρθωσε να διώξει τους Τούρκους από τον Πειραιά, το Φάληρο, την Καστέλα.


Αλλά η θέση των πολιορκημένων στην Ακρόπολη χειροτέρευε από μέρα σε μέρα. Τα κανόνια του Κιουταχή βομβάρδιζαν ασταμάτητα και οι επιθέσεις των Τούρκων γίνονταν όλο και πιο πυκνές. Οι καπεταναίοι από όλη την Ελλάδα έστειλαν άνδρες για να ενισχύσουν τις δυνάμεις της Αττικής. Ο Κολοκοτρώνης λόγου χάρη είχε στείλει τον γιο του Γενναίο μαζί με 1.480 Μοραΐτες. Το στρατόπεδο της Αττικής αριθμούσε πάνω από 10.000 άνδρες. Ελειπε όμως το στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης του Κιουταχή με το οποίο θα συμφωνούσαν όλοι.


H Διοικούσα Επιτροπή όρισε αρχηγούς όλων των δυνάμεων της Αττικής δύο Βρετανούς, τον Ριχάρδο Τσωρτς για τον στρατό ξηράς και τον Τόμας Κόχραν για το ναυτικό. H απόφαση αυτή ελήφθη με την ελπίδα αφενός ότι θα κολακευόταν η βρετανική κυβέρνηση, από την οποία εξαρτιόταν κατά πολύ η τύχη της Ελλάδας, και αφετέρου ότι βάζοντας αρχηγούς δύο ξένους θα κατευνάζονταν οι αντιζηλίες των ελλήνων αρχηγών.


H επιλογή των δύο Βρετανών αποδείχθηκε πέρα για πέρα ατυχής. Ο Καραϊσκάκης διαφώνησε με την ιδέα της κατά μέτωπον επίθεσης εναντίον των στρατευμάτων του Κιουταχή υποστηρίζοντας ότι δεν θα έδιωχναν ποτέ τον εχθρό από την Αττική με τέτοιο σχέδιο επειδή ο ελληνικός στρατός υστερούσε σε ιππικό. Τελικά στις 21 Απριλίου 1827 βρέθηκε η συμβιβαστική λύση με ένα σχέδιο συντονισμένης επίθεσης κατά των Τούρκων. Οπως γράφει ο Μακρυγιάννης, το σχέδιο προέβλεπε να διαιρεθεί ο στρατός των Ελλήνων σε δύο τμήματα, το ένα από τα οποία, με αρχηγό τον Καραϊσκάκη, θα προχωρούσε μέσα από τον Ελαιώνα προς την Ακρόπολη και το άλλο θα αποβιβαζόταν στο Παλαιό Φάληρο όπου, με επικεφαλής τους Σουλιώτες, θα προχωρούσε με κατεύθυνση την Ακρόπολη κατασκευάζοντας αλλεπάλληλα ταμπούρια και θα προσπαθούσε να φθάσει στον λόφο του Φιλοπάππου. Παράλληλα είχαν ειδοποιηθεί οι πολιορκημένοι να επιχειρήσουν έξοδο την κατάλληλη στιγμή. H γενική αυτή επίθεση ορίστηκε για τις 23 Απριλίου.


Ο θάνατος του Καραϊσκάκη


Αλλά, στις 22 Απριλίου, και ενώ ο Καραϊσκάκης ψηνόταν από τον πυρετό στη σκηνή του, μερικοί Υδραίοι και Κρητικοί κατά παραίνεση του Κόχραν επιτέθηκαν ανοργάνωτα εναντίον Τούρκων. Για να μη γενικευθούν τα επεισόδια και χαλάσει το σχέδιο της επομένης, ο Καραϊσκάκης έσπευσε στο πεδίο της μάχης, όπου μια σφαίρα τον βρήκε στην κοιλιά. Τον μετέφεραν στη γολέτα του Τσωρτς και παρά τις προσπάθειες των γιατρών ο Καραϊσκάκης πέθανε τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου και ενταφιάστηκε στον Αγιο Δημήτριο της Σαλαμίνας.


Ο Κόχραν δεν σεβάστηκε το βαρύ πένθος των Ελλήνων. Παρά τις εκκλήσεις των άλλων οπλαρχηγών και του Μιαούλη να αναβληθεί η επίθεση ώσπου να αποφασίσουν ποιος θα αντικαθιστούσε τον Καραϊσκάκη, ο Κόχραν, με την απειλή ότι θα φύγει, επέμεινε ότι η επίθεση έπρεπε να γίνει όπως είχε ορισθεί.


H μοιραία, όπως αποδείχθηκε, απόφαση του Κόχραν ενισχύει την εκδοχή ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη δεν προήλθε από τουρκικό βόλι. Λέγεται ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε από τους Βρετανούς επειδή η βρετανική πολιτική δεν επιθυμούσε την εξάπλωση της Επανάστασης πέρα από την Πελοπόννησο.


Αλλωστε και το σχέδιο της επίθεσης με το οποίο είχε συμφωνήσει ο Καραϊσκάκης φάνηκε ότι ο Κόχραν δεν είχε σκοπό να το τηρήσει: το πρωί της 23ης Απριλίου οι 7.000 άνδρες και το ιππικό, που θα οδηγούσε ο Καραϊσκάκης, διατάχθηκαν, με προσωρινό αρχηγό τον Κίτσο Τζαβέλλα, να προχωρήσουν από τον Πειραιά προς τον Ελαιώνα και να είναι έτοιμοι, αν χρειαστεί, να επιτεθούν για αντιπερισπασμό. Ουσιαστικά το σχέδιο του Κόχραν ήταν να χρησιμοποιήσει μόνο τις υπόλοιπες 3.000 του στρατού του Πειραιά. Ετσι το σούρουπο της ίδιας ημέρας οι τρεις αυτές χιλιάδες άνδρες επιβιβάστηκαν στα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον Πειραιά για να αποβιβαστούν στο Παλαιό Φάληρο στη μία μετά τα μεσάνυχτα της επομένης. Αλλά τα πλοία άργησαν να φθάσουν στο σημείο της αποβίβασης και άρχισε να ξημερώνει. Τότε οι καπεταναίοι έστειλαν στον Κόχραν μια επιτροπή με τους Κώστα Μπότσαρη, Γεώργιο Δράκο και Λάμπρο Ζάρμπα με το αίτημα να αναβληθεί η επιχείρηση για την επομένη το βράδυ, αλλά ο Κόχραν απάντησε ότι δεν περίμενε να ακούσει από Σουλιώτες τέτοια άνανδρα λόγια και ότι η απόβαση έπρεπε να γίνει.


Φάληρο: η αποτυχημένη εκστρατεία


Ετσι, μέρα πια, με οδηγό τον Μακρυγιάννη, ο οποίος γνώριζε τα κατατόπια, οι Ελληνες και αρκετοί Φιλέλληνες άρχισαν την πορεία τους προς την Ακρόπολη προσπαθώντας να φτιάξουν ταμπούρια για να καλυφθούν. Αλλά ο Κόχραν δεν είχε προμηθευθεί τα τσαπιά και τα φτυάρια που είχε ζητήσει ο Καραϊσκάκης, και έτσι οι άνδρες αναγκάζονταν να σκάβουν με τα χαντζάρια και τις ξιφολόγχες τους. Επιπλέον υπήρχε μεγάλη αταξία. Οι στρατιώτες δεν υπάκουαν στις διαταγές των αρχηγών τους επειδή ο Κόχραν είχε υποσχεθεί μεγάλη χρηματική αμοιβή σε όποιους θα έφθαναν πρώτοι στην Ακρόπολη. Αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει συντεταγμένη προέλαση αλλά ένας άτακτος αγώνας δρόμου.


Στο μεταξύ ο Κιουταχής είχε πληροφορηθεί όχι μόνο τον θάνατο του Καραϊσκάκη αλλά και το σχέδιο του Κόχραν. Ετσι, αντί οι Ελληνες να αιφνιδιάσουν τους Τούρκους, αιφνιδιάστηκαν αυτοί. Οι Τούρκοι τούς περίμεναν στον Ανάλατο, περιοχή κοντά στον σημερινό Αγιο Σώστη στη λεωφόρο Συγγρού. Οι πολιορκημένοι πάνω στην Ακρόπολη, βλέποντας τις κινήσεις των Τούρκων, προσπάθησαν με σινιάλα να ειδοποιήσουν αυτούς που έρχονταν, αλλά ούτε ο Μακρυγιάννης ούτε κανένας άλλος κατάλαβε τι ήθελαν να πουν. Νόμισαν ότι τους χαιρετούσαν και τους εμψύχωναν.


Τόση ορμή είχε η επίθεση των Τούρκων ώστε οι Ελληνες δεν πρόλαβαν να γεμίσουν τα τουφέκια τους δεύτερη φορά. H μάχη συνεχίστηκε με σπαθιά και με μαχαίρια, σώμα με σώμα, αλλά οι Τούρκοι ήταν δέκα φορές περισσότεροι. Ο Κίτσος Τζαβέλλας με τις 7.000 άνδρες και το ιππικό δεν πήρε διαταγή να επέμβει. Ο Κόχραν και ο Τσωρτς δεν έλαβαν μέρος στη μάχη. Παρέμειναν κοντά στα πλοία, όπου και επιβιβάστηκαν από τους πρώτους μετά την ήττα.


Σκοτώθηκαν πάνω από 1.000 Ελληνες, ανάμεσά τους πολλοί οπλαρχηγοί, όπως ο Λάμπρος Βεΐκος, ο Ντούσας Μπότσαρης, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Γεώργιος Τζαβέλλας, ο Κώστας Τζαβέλλας και άλλοι. Περισσότεροι από 200 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι γύρισαν κακήν κακώς στα πλοία κυνηγημένοι από το ιππικό του Κιουταχή. Τους αιχμαλώτους, εκτός από τον Σουλιώτη Γεώργιο Δράκο, για τον οποίο οι Τούρκοι είπαν ότι αυτοκτόνησε, και τον Δημήτριο Καλλέργη, που του έκοψαν το ένα αφτί και μετά τον απελευθέρωσαν χάρη στα βαριά λύτρα που πλήρωσαν οι δικοί του, τους αποκεφάλισαν όλους και τα δέρματα των κρανίων τους τα έστειλαν ως τρόπαιο στον Σουλτάνο.


Τις επόμενες μέρες ο Κιουταχής διέλυσε και τον στρατό του Πειραιά. H Αττική ήταν πλέον δική του. Οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Οι Τούρκοι έμειναν στην Αθήνα ως την 1η Μαρτίου 1833.