Το διοικείν εστί προβλέπειν αλλά η πρόβλεψη για τους κρατούντες τα σκήπτρα του μπάσκετ στη δεκαετία του ’80 βορειοελλαδίτες παράγοντες ήταν άγνωστη λέξη. Οταν ο Αρης του Γκάλη και του Γιαννάκη σάρωνε τα πρωταθλήματα, ουδείς είχε την προνοητικότητα να εξασφαλίσει ένα ιδιόκτητο γήπεδο για τη διψασμένη τότε Θεσσαλονίκη ή να θεμελιώσει την υποδομή της μεγάλης ομάδας για το μέλλον.


Την πτώση του Αρη δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί το αντίπαλον δέος τού τότε, ο ΠΑΟΚ, που εν τούτοις πρόλαβε να πανηγυρίσει την κατάκτηση ενός τίτλου. Τους λόγους που οδήγησαν στην παρακμή της άλλοτε «μητρόπολης» του αθλήματος και, μοιραία για τις ομάδες της, στην αλλαγή της τάξης πραγμάτων στο ελληνικό μπάσκετ αναλύουν οι πρωταγωνιστές της εποχής.



Ο λόγος ανήκει πρωτίστως στους παίκτες που για μία δεκαετία αποτέλεσαν τον πόλο έλξης του ενδιαφέροντος στα ντέρμπι Αρη – ΠΑΟΚ. Παίκτες-αστέρια που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις αιτίες της «αφαίμαξης» των ομάδων της Θεσσαλονίκης, αφού όλοι τους πήραν τον δρόμο για την Αθήνα και μαζί τους μετατοπίστηκε το «κέντρο βάρους» του ελληνικού μπάσκετ. Τρεις από αυτούς, ο «κίτρινος» Νίκος Γκάλης και οι «μαυρόασπροι» Παναγιώτης Φασούλας και Μπάνε Πρέλεβιτς, εκθέτουν τις απόψεις τους προς «Το Βήμα».


Νίκος Γκάλης


«Η Θεσσαλονίκη κράτησε τα σκήπτρα περίπου 10 χρόνια και αναδείχθηκε σε μπασκετομάνα. Τότε όμως εμφανίστηκε ένα φαινόμενο που ήταν αδύνατον να ανατραπεί: οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες των Αθηνών που κατάφεραν να «τραβήξουν» από τη Θεσσαλονίκη τους καλύτερους παίκτες. Ετσι απλά και χωρίς πολλά λόγια το μπάσκετ έφυγε από τη Θεσσαλονίκη αλλά το άθλημα σιγά σιγά διαπιστώνω ότι φεύγει γενικότερα από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Μια αιτία για την οποία ο έλληνας φίλαθλος δεν πηγαίνει στο γήπεδο είναι ότι δεν είναι πια δεμένος με τον παίκτη και την ομάδα. Τότε παίζαμε τέσσερις Ελληνες και ένας ξένος ή τρεις Ελληνες και δύο ξένοι στη χειρότερη περίπτωση. Τώρα παίζουν τέσσερις ξένοι και ένας Ελληνας ή πολλές φορές και κανένας. Το μπάσκετ έχασε την ελληνική ταυτότητά του. Μια άλλη αιτία για την οποία ο κόσμος φεύγει από τα γήπεδα είναι ότι ο φίλαθλος το εννοεί ως ένα όμορφο θέαμα ενώ οι παράγοντες ως μπίζνες και ως καλό αποτέλεσμα. Τα μικρά σκορ σκοτώνουν το θέαμα και το μπάσκετ».


Παναγιώτης Φασούλας


«Το ενδιαφέρον του μπάσκετ παραμένει στη Θεσσαλονίκη, απλά έτυχε οι ομάδες της Αθήνας να πάρουν πρωταθλήματα και τίτλους τα τελευταία χρόνια. Αυτή η διαφορά δεν σημαίνει ότι το μπάσκετ έφυγε από τη Θεσσαλονίκη. Τα πρωτεία χάθηκαν και ένας από τους βασικότερους λόγους ήταν η αποχώρηση των καλύτερων παικτών. Κάποιοι δεν άντεξαν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη, η οποία μεγάλωσε τόσο πολύ μπασκετικά που δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι όλοι θέλουν να παίξουν στις μεγάλες ομάδες της. Τη μεγάλη ομάδα όμως την κάνουν οι μεγάλοι παίκτες και δυστυχώς για τη Θεσσαλονίκη όσοι ανέδειξαν το μπάσκετ εκδιώχθηκαν. Υπήρχε μια πολύ λανθασμένη θεώρηση των πραγμάτων η οποία εξελίχθηκε εις βάρος των ομάδων. Δεν κατάλαβε π.χ. κανείς ότι οι παίκτες και βιολογικά έχουν συγκεκριμένα χρόνια στα οποία μπορούν να προσφέρουν για να το εκμεταλλευθούν κατάλληλα».


Μπάνε Πρέλεβιτς


«Η παρουσία ισχυρών οικονομικών παραγόντων στην Αθήνα είναι η βασική αιτία. Παράγοντες με παρόμοιες οικονομικές δυνατότητες δεν υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη ή και αν υπάρχουν δεν ασχολούνται με τον χώρο. Είναι φανερό πλέον ότι όσο περισσότερα χρήματα διαθέτει κανείς τόσο καλύτερη και πιο δυνατή από όλες τις απόψεις ομάδα μπορεί να δημιουργήσει. Πολύ σημαντική είναι επίσης και η αποχώρηση όλων των καλών παικτών για τις ομάδες της Αθήνας. Στην Αθήνα οι παίκτες αισθάνονται πιο άνετα, δέχονται λιγότερη πίεση και δεν τους ενοχλεί κανείς, τουλάχιστον σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν, ακόμη και σήμερα, στη Θεσσαλονίκη».


Χρήστος Μιχαηλίδης


(πρώην πρόεδρος ΑΣ και ΤΑΚ Αρης)


«Το μπάσκετ έχει φύγει όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη, ίσως από αυτήν να έφυγε λίγο νωρίτερα, αλλά τολμώ να πω ότι έφυγε πανελλαδικά, ακόμη και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το μπάσκετ τη δεκαετία ’80-’90 ήταν έρωτας, τρόπος ζωής για τον Ελληνα και την Ελληνίδα, δέσιμο με κάποιους ανθρώπους. Αυτό πλέον δεν υπάρχει. Δεν είναι μία η αιτία αλλά ένας συνδυασμός γεγονότων, πολύ σημαντικών, που οδήγησε στην κατακόρυφη πτώση. Π.χ., ο αφελληνισμός. Ο φίλαθλος και όλοι μας το μπάσκετ το είχαμε συνδέσει με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, τον Χριστοδούλου, ενώ τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι ομάδες είναι πια απρόσωπες εταιρείες και ο κόσμος δεν έχει πια το δικό του ελληνικό κομμάτι. Πολύ λίγες είναι οι ομάδες που έχουν μπασκετικό κόσμο και οι φίλαθλοί τους έχουν μπασκετική παιδεία. Το μπάσκετ στην Ελλάδα έχει ποδοσφαιροποιηθεί και αυτό είναι κακό. Το μπάσκετ παγκοσμίως είναι παιχνίδι της οικογένειας και όχι των χούλιγκαν. Ενας άλλος λόγος είναι οι κανονισμοί παιδιάς. Χάθηκε το θέαμα. Και τώρα πρωτοστατούν οι άμυνες και τα παιχνίδια τελειώνουν 55-38! Τέλος, η τηλεόραση, η πολλή τηλεόραση που φώτισε το μπάσκετ, το έβλαψε. Κάνεις ζάπινγκ και πέφτεις πάνω σε ένα παιχνίδι. Ο κόσμος κουράστηκε. Και νομίζω ότι ο συνδυασμός όλων αυτών οδήγησε στην παρακμή. Οσο για το μπάσκετ που έφυγε από τη Θεσσαλονίκη, πρωταρχική αιτία ήταν το οικονομικό. Και τότε χάθηκε ο έλεγχος. Ας μην ξεχνάμε ότι τώρα οι ομάδες της Θεσσαλονίκης δεν είναι σε χέρια Θεσσαλονικέων και δεν υπάρχουν θεσσαλονικείς ιδιοκτήτες ομάδων».


Θεόφιλος Μητρούδης


(πρώην πρόεδρος ΑΣ και ΤΑΚ Αρης)


«Η Θεσσαλονίκη ήταν και θα ήταν για πολλά χρόνια ακόμη βασίλισσα στο μπάσκετ αν δεν ξυπνούσαν ξαφνικά οι αθηναίοι επιχειρηματίες για να επενδύσουν πολλά δισεκατομμύρια στο άθλημα. Οι βορειοελλαδίτες παράγοντες, είτε γιατί δεν υπήρχαν είτε γιατί όσοι υπήρχαν ήδη αιμορραγούσαν οικονομικά από την ενασχόλησή τους με το άθλημα, δεν ήταν δυνατόν να τους συναγωνιστούν. Ετσι η κάμψη ήταν φυσιολογική. Ακόμη και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιος παράγοντας από τη Θεσσαλονίκη που θα μπορούσε να συναγωνιστεί παράγοντες επιπέδου Κόκκαλη, Γιαννακόπουλου ή Φιλίππου. Με συντηρητική διαχείριση δεν μπορείς να φτιάξεις ομάδα υψηλού πρωταθλητισμού. Για να επανέλθουν τα πρωτεία του μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να συμβούν δύο πράγματα: να εγκαταλείψουν οι κκ. Κόκκαλης και Γιαννακόπουλος και ταυτόχρονα να αναλάβουν τους συλλόγους της Θεσσαλονίκης επιχειρηματίες που θα δαπανήσουν πολλά δισεκατομμύρια δραχμές για να δημιουργήσουν νέες ομάδες στα πρότυπα του μπάσκετ του 21ου αιώνα. Αλλά με την πτώση του αθλήματος παγκοσμίως οι επίδοξοι επενδυτές απωθούνται από το μπάσκετ και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του κ. Δημήτρη Κοντομηνά».


Θεόφιλος Ταρνατώρος


(πρώην έφορος της ομάδας μπάσκετ Αρη)


«Το μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη είχε ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο του στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο Αρης είχε δημιουργήσει όνομα, φήμη αλλά τα επίπεδα είχαν ξεφύγει και τα μεγέθη ήταν δυσανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των παραγόντων του. Οι προηγούμενες διοικήσεις θα έπρεπε να προνοήσουν έτσι ώστε να δημιουργήσουν τις βάσεις για την παραγωγή ταλέντων. Την πτώση του Αρη δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί ο ΠΑΟΚ, ο οποίος κέρδισε μόνο έναν τίτλο, το 1992. Οι παράγοντες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στη δεκαετία του ’80 δεν είχαν το κίνητρο για να ασχοληθούν με το άθλημα λόγω της παρουσίας του μεγάλου Αρη και του επίσης μεγάλου ΠΑΟΚ που ακολουθούσε. Η παρουσία των κκ. Κόκκαλη και Γιαννακόπουλου συνέπεσε με την πτώση του Αρη και, σε συνδυασμό με τα πολλά εκατομμύρια που δαπάνησαν, η αλλαγή των κεκτημένων ήταν μοιραία. Πάντως όσο το άθλημα δεν αποκεντρώνεται τόσο μεγαλύτερη θα είναι η φθίνουσα πορεία του».


Απόστολος Οικονομίδης


(πρώην πρόεδρος ΑΣ και ΤΑΚ ΠΑΟΚ)


«Δεν υπήρξε πρόβλεψη εσόδων-εξόδων και δυνατότητα κάλυψης των οικονομικών ανοιγμάτων, κάτι που προέβλεπε και υποχρέωνε ο νόμος με τη δημιουργία των ΤΑΚ. Ετσι με την έναρξη του επαγγελματικού μπάσκετ την περίοδο 1992-1993 η κατάθεση υπέρογκων συμβολαίων των αθλητών δημιούργησε μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις στα σωματεία με τις γνωστές συνέπειες (προσφυγές αθλητών κτλ.). Η ευθύνη της πολιτείας και της διοργανώτριας αρχής για τους ελέγχους των ισολογισμών των ΤΑΚ είναι μεγάλη. Επιπλέον, ενώ ο ΠΑΟΚ και ο Αρης καταξιώθηκαν στο ευρωπαϊκό μπάσκετ με τις επιτυχίες τους, μοιράζονται ως και σήμερα το Αλεξάνδρειο, χωρητικότητας 5.000 θεατών».


* Απευθυνθήκαμε και στον κ. Νίκο Βεζυρτζή (επί προεδρίας του ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρωτάθλημα του ’92), ο οποίος δεν θέλησε να καταθέσει την άποψή του.