Ουδέποτε έχει συμβεί μια πολιτική κρίση να ευνοεί την οικονομία της χώρας στην οποία σοβεί. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η οικονομική συγκυρία της νέας πολιτικής κρίσης που ξέσπασε με την απόφαση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης – κίνηση που πιθανότατα θα οδηγήσει στην κατάρρευση της κυβέρνησής του – είναι η χειρότερη που θα μπορούσε να υπάρξει για δύο λόγους.
Αφενός λόγω του δυσθεώρητου δημόσιου χρέους και του αδάμαστου δημοσιονομικού ελλείμματος που έχουν εκτινάξει στα ύψη το κόστος δανεισμού της χώρας – το επιτόκιο των 10ετών γαλλικών ομολόγων έχει εκτιναχθεί στο 3,5%, ξεπερνώντας αυτό των ελληνικών.
Αφετέρου λόγω των δεσμεύσεων της χώρας να αυξήσει τη ροή εθνικών πόρων σε εξοπλιστικά προγράμματα, ακόμα και για αγορές αμερικανικών όπλων βάσει της πρόσφατης συμφωνίας ΕΕ – ΗΠΑ, στερώντας τους πόρους αυτούς από επενδύσεις που θα τόνωναν την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Η κυβέρνηση Μπαϊρού κινδυνεύει να πέσει για τον ίδιο λόγο που έπεσε πέρυσι το φθινόπωρο η κυβέρνηση του προκατόχου του, Μισέλ Μπαρνιέ: λόγω αδυναμίας να ψηφίσει έναν προϋπολογισμό λιτότητας.
Και όμως! Οι Γάλλοι συμμερίζονται πολλούς από τους κεντρικούς οικονομικούς στόχους που έχει θέσει ο Μπαϊρού στον προϋπολογισμό για το 2026. Μπορεί κάποια μέτρα, όπως η κατάργηση δύο εθνικών αργιών για παράδειγμα, να κρίνονται από την κοινή γνώμη ως υπερβολικά και τέλος πάντων μη λειτουργικά – αλήθεια, πόσες εργατοώρες θα χαθούν μετά τη 10η Σεπτεμβρίου που θα ξεκινήσει το νέο απεργιακό κύμα, το οποίο πολλοί φοβούνται ότι θα εξελιχθεί σε νέο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων;
Συμμερίζονται κατ’ αρχάς οι Γάλλοι, με συντριπτικό ποσοστό 73%, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε τον Ιούλιο η εταιρεία Elabe, την ανάγκη να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας στο 2,8% το 2029 από το 5,8% όπου είχε εκτιναχθεί το 2024 – το υψηλότερο στην ΕΕ. Συμμερίζονται και την ανάγκη να περιοριστεί το δημόσιο χρέος που έφθασε στο επίπεδο-ρεκόρ (γαλλικό και πανευρωπαϊκό) των 3,346 τρισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του έτους και σε ποσοστό 113% του ΑΕΠ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ το γαλλικό χρέος υπολείπεται μόνο του ελληνικού (153,6%) και του ιταλικού (137,9%).
Η πεποίθηση ότι η σημερινή κατάσταση δεν είναι βιώσιμη είναι εδραιωμένη στη γαλλική κοινή γνώμη. Σε ποσοστό 82% οι ψηφοφόροι θεωρούν, για παράδειγμα, ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος άδειας ασθενείας από τους εργαζομένους.
Ζητούν κοινωνική δικαιοσύνη και δημοσιονομική εξυγίανση. Διαφωνούν όμως με τη μεθοδολογία και τις πολιτικές που προτείνουν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του αλλά και ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, διότι στο γαλλικό σύστημα της προεδρικής δημοκρατίας ο πρόεδρος διορίζει την κυβέρνηση και έχει διευρυμένες εκτελεστικές εξουσίες.
Στο στόχαστρο η αληθινή πρόθεση της κυβέρνησης
Η δυσπιστία του γαλλικού λαού έχει λοιπόν να κάνει με την αληθινή πρόθεση των κυβερνώντων να κατανείμουν δίκαια τα βάρη της κοινής προσπάθειας που πρέπει να αναληφθεί. Ετσι, ενώ το 57% των Γάλλων πιστεύει ότι ένα σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής «είναι απαραίτητο για τη χώρα», το 72% θεωρεί ότι το προταθέν σχέδιο «δεν κατανέμει δίκαια τις απαιτούμενες προσπάθειες».
Η πεποίθηση της άδικης κατανομής των οικονομικών βαρών εδραιώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με την εκτίναξη των οικονομικών ανισοτήτων στη χώρα. Ερευνα του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικών Μελετών (Insee), που δημοσιοποιήθηκε τον Ιούλιο, έδειξε ότι η φτώχεια αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα, στο 15,4% το 2023 από 14,4% που ήταν το 2022, φθάνοντας σε επίπεδο-ρεκόρ από το 1996 που το Ινστιτούτο ξεκίνησε να την καταγράφει σε ετήσια βάση.
Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν μόνιμα σε κανονική κατοικία στη Γαλλία – εξαιρούνται οι άστεγοι και όσοι ζουν σε τροχόσπιτα ή μετακινούνται διαρκώς – και βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας εκτινάχθηκε στα 9,8 εκατομμύρια στη μητροπολιτική χώρα.
Το κατώφλι της φτώχειας έχει οριστεί στα 1.288 ευρώ μηνιαίως, ενώ ο κατώτατος μισθός έχει διαμορφωθεί εφέτος στα 1.426,30 ευρώ καθαρά. Εξυπακούεται ότι το κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας, που εκμεταλλεύονται η Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν και η Αριστερά, δεν γιγαντώνεται από όσους βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Γιγαντώνεται από τη μεσαία τάξη. Αλλά πώς αλλιώς πλησιάζουν οι φτωχοί τα 10 εκατομμύρια αν όχι από τη συστηματική φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης;
Εμεινε, έτσι, η γαλλική κυβέρνηση να προσπαθεί να πείσει την Εθνοσυνέλευση να τη στηρίξει καταφεύγοντας σε κινδυνολογίες σαν κι αυτήν του υπουργού Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ περί προσφυγής στο ΔΝΤ. Ασφαλώς και η Γαλλία είναι «πολύ μεγάλη για να καταφύγει στο ΔΝΤ», όπως εκτίμησε την περασμένη Τετάρτη η Capital Economics.
Η εταιρεία μακροοικονομικών μελετών θεωρεί ότι σε περίπτωση που η δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης υποστεί κερδοσκοπική επίθεση θα σπεύσουν οι εταίροι της στην ΕΕ να τη σώσουν μέσω δανεισμού από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και επίσης με την έκδοση κοινού χρέους από την ΕΚΤ. Αλλά η αποκοτιά Λομπάρ πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί από τις αγορές αν όχι σαν πρόσκληση για σορτάρισμα στα γαλλικά ομόλογα;



