Εξω από το τεράστιο κυβικό σκηνικό που είχε στηθεί στον Κήπο του Κεραμεικού, τον παλαιότερο κήπο του Παρισιού, το πλήθος εκτεινόταν μέχρι την Place de la Concorde – εκεί όπου, ειρήσθω εν παρόδω, κατά τη Γαλλική Επανάσταση εκτελέστηκε η Μαρία Αντουανέτα. Πολλοί από τους παριστάμενους σχολίασαν ότι δεν είχαν δει πιο μεγάλη ουρά σε επίδειξη μόδας στη γαλλική πρωτεύουσα τα τελευταία χρόνια.
Οι τυχεροί προσκεκλημένοι ανυπομονούσαν να δουν την πρώτη γυναικεία συλλογή Dior με την υπογραφή του Τζόναθαν Αντερσον, του βορειοϊρλανδού σχεδιαστή που έχει ήδη αλλάξει τον χάρτη της σύγχρονης μόδας. Στο εσωτερικό, ο Τζόνι Ντεπ με γκρι σακάκι και μποτάκια λερωμένα με μπογιές συζητούσε με την Μπριζίτ Μακρόν και τον Μπερνάρ Αρνό του κολοσσού LVMH. Λίγο πιο πέρα κάθονταν η Τζένιφερ Λόρενς, η πανέμορφη Σαρλίζ Θερόν, η Κάρλα Μπρούνι και η Ανια Τέιλορ-Τζόι.
Από το ταβάνι κρεμόταν μια τεράστια ανεστραμμένη οθόνη σε σχήμα πυραμίδας, στην οποία προβαλλόταν το μήνυμα «Τολμάς να μπεις στον οίκο του Dior;» – το concept το είχε εμπνευστεί ο φημισμένος σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο.

Photo Sarah Meyssonnier-Reuters
Το βίντεο που είδαν οι θεατές, σκηνοθετημένο από τον βρετανό ντοκιμαντερίστα Ανταμ Κέρτις, συμπύκνωνε την ιστορία του οίκου, από τον ίδιο τον Κριστιάν Ντιόρ και τον Ιβ Σεν Λοράν μέχρι τις θεατρικές εξτραβαγκάντσες του Τζον Γκαλιάνο. Με κινηματογραφικά πλάνα, εικόνες χάους και γοητείας, το σύντομο φιλμ έμοιαζε να συνεπαίρνει το κοινό. Ο Αντερσον ήθελε να δείξει ότι ο οίκος Dior δεν είναι μόνο ο Γκαλιάνο ή ο Ραφ Σίμονς, ούτε αποκλειστικά το «New Look» του ιδρυτή του, αλλά μια ζωντανή ιστορία που ανανεώνεται διαρκώς.
Και στη δική του συλλογή φάνηκε η πρόθεση να υπερβεί τον χρόνο και τις εποχές: με φορέματα από μεταξωτές πτυχώσεις σε απαλές αποχρώσεις, με μίνι εκδοχές του θρυλικού Bar jacket, με ανάλαφρες σιλουέτες που ανοίγουν νέους δρόμους. Η συλλογή του – πιο πλήρης και τολμηρή από την πρώτη ανδρική που είχε δείξει τον Ιούνιο – µαρτυρά ότι ο 41χρονος designer ήρθε για να µείνει.
Ο δρόμος προς την επιτυχία
Και η δική του ιστορία ωστόσο μοιάζει σχεδόν κινηματογραφική. Γεννήθηκε το 1984 στο Μάχεραφελτ της Βόρειας Ιρλανδίας, σε μια εποχή ταραγμένη. Ο πατέρας του, Γουίλι Αντερσον, υπήρξε αρχηγός της εθνικής ομάδας ράγκμπι, ενώ η μητέρα του δίδασκε σε σχολείο. Ο μικρός Τζόναθαν μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η βία των πολιτικών συγκρούσεων, γνωστών ως «Troubles», αποτελούσε καθημερινότητα – από εκρήξεις και επιθέσεις μέχρι την αγωνία τού να μεγαλώνεις σε μια χώρα διχασμένη.
Η πιο τραυματική μνήμη ήρθε το 1998: η μητέρα του βρέθηκε στην πόλη Ομάχ την ώρα που εξερράγη η βόμβα που σκότωσε 29 ανθρώπους, ανάμεσά τους και παιδιά. Γλίτωσε τυχαία, και εκείνη η στιγμή, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος πρόσφατα σε συνέντευξή του στο BBC, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή του.
Ισως γι’ αυτό ο Αντερσον να βλέπει πάντα τη μόδα σαν έναν χώρο διαφυγής, μια δυνατότητα να μετατρέψεις τη βία σε χρώμα, το γκρίζο σε ζωντανά μοτίβα. Ο ίδιος θυμάται πως σε μια χώρα μόνιμα βροχερή, το χρώμα έμοιαζε σχεδόν πολιτική πράξη: μια ανάσα ελευθερίας πάνω στο γκρίζο φόντο. Παράλληλα, είχε να αντιμετωπίσει και τη σοβαρή δυσλεξία του, που τον έκανε να νιώθει ξένος μέσα στο σχολικό περιβάλλον.

Photo Sarah Meyssonnier-Reuters
Στα 18 του έφυγε για την Αμερική με όνειρο να γίνει ηθοποιός. Βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, στη σχολή Juilliard, μα πιο πολύ τον μάγευαν τα κοστούμια παρά η σκηνή. Το πέρασμά του στην Ουάσιγκτον, στο Studio Theatre, όπου άρχισε να αποδέχεται και τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η μοίρα τον προορίζει για αλλού.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, βρήκε δουλειά ως merchandiser στο Brown Thomas του Δουβλίνου και κατόπιν ως visual merchandiser στην Prada, υπό την καθοδήγηση της Μανουέλα Παβέζι, στενής συνεργάτιδας της Μιούτσια Πράντα. Η εμπειρία αυτή τον μύησε στον κόσμο των οίκων πολυτελείας
. Το 2008, μόλις στα 24 του, παρουσίασε την πρώτη του ανδρική συλλογή με το brand JW Anderson, που γρήγορα ξεχώρισε για τον ανδρόγυνο χαρακτήρα του. Το 2010, χάρη στη στήριξη του British Fashion Council, «έδειξε» πρώτη φορά στο Λονδίνο. Η επιτυχία ήταν άμεση και οδήγησε γρήγορα σε συνεργασία με την Topshop για συλλογές που εξαντλήθηκαν μέσα σε μερικές ώρες.
Η τόλμη του δεν άφησε ασυγκίνητη τη βιομηχανία. Το 2013 η Ντονατέλα Βερσάτσε τον κάλεσε να αναλάβει τη σειρά Versus, ενώ την ίδια χρονιά η LVMH εξαγόρασε μερίδιο στην JW Anderson και τον τοποθέτησε στο τιμόνι της Loewe. Ο ισπανικός οίκος, πασίγνωστος κάποτε για τα δερμάτινα είδη του, ήταν πια ξεχασμένος. Ο Αντερσον τον αναγέννησε ριζικά.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Loewe έγινε συνώνυμη με την καινοτομία και το coolness: πειραματικές φόρμες, pixelated σχέδια, συνεργασίες με καλλιτέχνες (μούσα του υπήρξε η εξόχως δημοφιλής Ζεντάγια), συλλογές που έμοιαζαν φτιαγμένες για την εποχή του Instagram.

Photo Sarah Meyssonnier-Reuters
Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι ο μεγάλος τεχνίτης, à la Αζεντίν Αλαϊά. Αντίθετα, έλεγε: «Δεν θα μάθω ποτέ να κόβω τέλεια ένα πουκάμισο. Ξέρω όμως ποιο πουκάμισο μου αρέσει». Με τη Loewe να γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση και τη δική του μάρκα να έχει καθιερωθεί διεθνώς, ο Αντερσον έμοιαζε να έχει κερδίσει όλα τα στοιχήματα που είχε βάλει με τον εαυτό του.
Η κληρονομιά του περιλαμβάνει εμβληματικές στιγμές της ποπ κουλτούρας: το πλεκτό πολύχρωμο cardigan που φόρεσε ο Χάρι Στάιλς και έγινε viral στο TikTok, το κόκκινο outfit της Ριάνα στο «Halftime Show» του Super Bowl με το οποίο ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της, την εντυπωσιακή τουαλέτα της Αριάνα Γκράντε στο Met Gala του 2024. Δεν είναι τυχαίο ότι η ζακέτα του πρώην μέλους των One Direction βρήκε μια θέση στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Victoria & Albert στο Λονδίνο.
Κατακτώντας τον οίκο Dior
Η άνοδος στην κορυφή επισφραγίστηκε το 2025, όταν, ύστερα από 11 χρόνια στη Loewe, ανέλαβε τον οίκο Dior – και μάλιστα όχι μόνο τις ανδρικές κολεξιόν, αλλά και τις γυναικείες και την υψηλή ραπτική. Για πρώτη φορά, μετά τον ίδιο τον Κριστιάν Ντιόρ, ένας σχεδιαστής κρατούσε στα χέρια του ολόκληρο αυτό το βασίλειο. Η πρόκληση ήταν τεράστια: το brand Dior είναι μύθος, αλλά και παγίδα.
Oπως παρατήρησε η Κάθι Χόριν, βετεράνος κριτικός μόδας, στο περιοδικό «New York», ο Αντερσον έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να σεβαστεί μια βαριά κληρονομιά καθιστώντας την ταυτόχρονα σύγχρονη, φρέσκια και προοδευτική. Η πρώτη του ανδρική συλλογή τον Ιούνιο προκάλεσε αμφιθυμία, όμως με τη γυναικεία φαίνεται να πείθει ακόμη και τους πιο επίμονους σκεπτικιστές. Ο ίδιος δεν κρύβει ότι βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία μάθησης.
Λίγο πριν από την επίδειξη, είχε μοιραστεί με δημοσιογράφους τη συμβουλή που του έδωσε ο Γκαλιάνο: «Χρειάζεσαι έναν καθρέφτη στα παρασκήνια. Οταν το μοντέλο πάει να βγει, πρέπει να κοιτάξει τον εαυτό του και να ξέρει τι φοράει». «Το βρήκα πολύ καλή συμβουλή» παραδέχθηκε. «Διδάσκομαι». Και ήδη δουλεύει πάνω στην επόμενη πρόκληση: την κολεξιόν υψηλής ραπτικής του Ιανουαρίου.
Πίσω από την εικόνα του «enfant terrible» που έγινε θρύλος της μόδας πριν κλείσει τα 40, ο Αντερσον κουβαλά την εμπειρία ενός παιδιού που μεγάλωσε σε χώρα διαιρεμένη, που έμαθε από νωρίς τι σημαίνει να ζεις με τον φόβο, που βρήκε διέξοδο στο χρώμα και στα υφάσματα. Το γεγονός ότι είναι ανοιχτά γκέι και ότι συχνά πειραματίζεται με το ανδρόγυνο και τη ρευστότητα φύλου δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή αλλά πολιτική θέση, έκφραση μιας ταυτότητας που κάποτε την ένιωθε περιθωριοποιημένη.
Σήμερα ζει μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου με τον σύντροφό του, τον queer καταλανό καλλιτέχνη Πολ Ανγκλάδα, και εξακολουθεί να μας εκπλήσσει. Στα 40 του, έχει ήδη βραβευτεί δύο φορές ως Σχεδιαστής της Χρονιάς, έχει γράψει ιστορία στη Loewe, έχει αφήσει το προσωπικό του αποτύπωμα στην JW Anderson και τώρα κρατά στα χέρια του το μέλλον του ονόματος Dior. «Θέλω η μητέρα μου να αναγνωρίζει τη Loewe όταν περπατά σε ένα αεροδρόμιο» είχε πει κάποτε. Σήμερα, θα μπορούσε να πει ότι θέλει ο κόσμος να βλέπει στον οίκο Dior όχι μόνο την αίγλη του παρελθόντος αλλά και την αντανάκλαση του σήμερα.
Αν κάτι δείχνει η πορεία του Τζόναθαν Αντερσον είναι ότι το όνειρο για τη μόδα μπορεί να γεννηθεί μέσα από τις πιο απρόσμενες συνθήκες – από τη βροχή και το γκρίζο της Βόρειας Ιρλανδίας, από τα τραύματα μιας χώρας σε πόλεμο, από τη δυσλεξία που έμοιαζε εμπόδιο, από την επιθυμία ενός εφήβου να μοιάσει στον Τζέιμς Ντιν φορώντας skinny jeans του Εντί Σλιμάν – και να φτάσει να γίνει πραγματικότητα, μέσα από επιμονή, ρίσκο και μια αστείρευτη δημιουργική πείνα, στον πιο λαμπερό και απαιτητικό οίκο μόδας του κόσμου. Στην πρόσφατη επίδειξη, ο Αντερσον μας προκάλεσε επί της ουσίας να αναρωτηθούμε: θα τολμούσαμε να μπούμε στον οίκο του Dior τόσο άφοβα όσο εκείνος;






