Ενα έργο-γιορτή, αφιερωμένο στα όνειρα, τη νεότητα και την αιώνια πάλη ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον κυνισμό. Το «Tick, Tick… Boom!» είναι μια ωρολογιακή βόμβα που χτυπάει μέσα από την ανήσυχη διαδρομή ενός νεαρού καλλιτέχνη γεμάτου φιλοδοξίες για τη ζωή και την τέχνη, λίγο πριν κλείσει τα τριάντα.
Και δεν πρόκειται για οποιονδήποτε καλλιτέχνη, αλλά για τον Τζόναθαν Λάρσον (1960-1996), τον συνθέτη, στιχουργό και θεατρικό συγγραφέα ο οποίος, στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή, κατάφερε να ανατρέψει τα δεδομένα του μιούζικαλ με το θρυλικό «Rent», κερδίζοντας βραβεία Pulitzer, Tony και την αποδοχή του θεατρικού κόσμου και του ευρύτερου κοινού. Το «Tick, Tick… Boom!», η αυτοβιογραφική κραυγή του για τις νεανικές αγωνίες και τη δίψα για δημιουργία, ξεκίνησε ως ροκ μιούζικαλ-μονόλογος και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μιούζικαλ για τρεις ηθοποιούς που πρωτοπαρουσιάστηκε off-Broadway τον Ιούνιο του 2001.
Το 2021 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Λιν-Μανουέλ Μιράντα, το παιδί-θαύμα του σύγχρονου μιούζικαλ, με πρωταγωνιστή τον Αντριου Γκάρφιλντ, συστήνοντας σε μια νέα γενιά το έργο και τον μύθο του Λάρσον.
Ο αμερικανός δημιουργός είχε ξεχωρίσει γιατί έφερε στο μιούζικαλ μια αληθινά σύγχρονη, ροκ-ποπ γλώσσα και μίλησε ανοιχτά για τη ζωή νέων καλλιτεχνών, για τη φτώχεια, την queer κοινότητα και το AIDS, θέματα που μέχρι τότε σπάνια «ανέβαιναν» στη σκηνή. Η ειλικρίνειά του, σε συνδυασμό με τον πρόωρο θάνατό του λίγες εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα του «Rent», τον μετέτρεψαν σε θρυλική φιγούρα του σύγχρονου μουσικού θεάτρου.
Τώρα λοιπόν το «Tick, Tick… Boom!» πρόκειται να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μέσα από μια φιλόδοξη παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (από τις 6/12 και για 19 παραστάσεις).
Η σκηνοθεσία ανήκει στην Εμιλυ Λουίζου, η οποία αναλαμβάνει να ζωντανέψει τη συγκινητική ιστορία ενός νεαρού καλλιτέχνη λίγο προτού κλείσει τα 30, ο οποίος παλεύει ανάμεσα στα όνειρα, την καλλιτεχνική του φιλοδοξία και την πραγματικότητα μιας ζωής γεμάτης αβεβαιότητα, με φόντο τη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’90.
Οπως θα πει στο BHΜΑgazino: «Η μεγαλύτερη σκηνοθετική πρόκληση ήταν πραγματικά η δομή του έργου και αυτό το rollercoaster συναισθημάτων που συνθέτει με τέτοια μαεστρία. Το έργο – και η σειρά των τραγουδιών – είναι τόσο αριστοτεχνικά δομημένο που τη μία στιγμή μάς δίνει γροθιά στο στομάχι, και την αμέσως επόμενη μας εκτοξεύει στα ουράνια. Το να καταφέρουμε, λοιπόν, με συνέπεια και οργανικότητα να μεταπηδήσουμε στην παράσταση από το σκοτάδι κομματιών όπως το “Real Life” στο φως του “Sugar”, ήταν μια πρόκληση!
Βέβαια, αυτό ακριβώς το rollercoaster είναι και η αυθεντικότητα με την οποία απεικονίζει ο Λάρσον το εκρηκτικό μείγμα τρόμου και προσμονής που βιώνει ο Τζον λίγο πριν κλείσει τα 30 στο έργο. Η πρόκληση ήταν λοιπόν το να στηθεί μια παράσταση που θα αποτυπώνει – και θα διακωμωδεί σε στιγμές! – όλα τα έντονα συναισθήματα, τις μεταπτώσεις, και τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνει ο Τζον όταν νιώθει κυνηγημένος από τον χρόνο».
Τα δύσκολα τριάντα
H Λουίζου, όπως και ο πρωταγωνιστής Τζον έχει την ίδια ηλικία με αυτό το alter-ego του Λάρσον, καθώς έκλεισε τα τριάντα πριν από μερικούς μήνες, και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που πρότεινε, όπως θα πει, στον Αλέξανδρο Ευκλείδη, καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, να ανεβάσουν το συγκεκριμένο έργο εφέτος: «Διαβάζοντας το έργο του Λάρσον αναγνώρισα τόσα από τα διλήμματα που βιώνω εγώ αλλά και τόσοι φίλοι σε αυτή την κάπως μεταβατική ηλικία. Με έκανε να γελάσω με το πώς σατιρίζει το άγχος τού να προλάβεις να κάνεις κάτι σημαντικό πριν σβήσεις τα κεράκια της τούρτας σου. Αλλά και με έκανε να κλάψω με τον αγώνα ενός καλλιτέχνη να παραμείνει αληθινός σε αυτό που νιώθει και πιστεύει, και τελικά να βρει τη δύναμη να συνεχίσει να δημιουργεί ακόμα και όταν όλα γύρω του τον σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Γιορτάζοντας τα δικά μου γενέθλια με αυτήν την παράσταση, μόνο ευγνωμοσύνη μπορώ να νιώσω. Είναι προνόμιο όχι μόνο να μπορώ να συνομιλώ με το ριζοσπαστικό ταλέντο του Λάρσον σχεδόν 30 χρόνια μετά τον θάνατό του, αλλά κυρίως το να έχω σπουδαίους συνοδοιπόρους σε αυτό το ταξίδι». Διότι η Λουίζου συνυπάρχει με αγαπημένους καλλιτέχνες και σταθερούς συνεργάτες όπως η Ιόλη Φιλιππακοπούλου (κίνηση και χορογραφία), ο Αιμιλιανός Σταματάκης (καλλιτεχνικός συνεργάτης) και η Νίκη Ψυχογιού (σκηνικό και κοστούμια), αλλά και με τους εξαιρετικούς Μιχάλη Παπαπέτρου (μουσική διεύθυνση) και Τζούλια Διαμαντοπούλου (μετάφραση κειμένου και απόδοση των στίχων).
Οπως βεβαίως και με τους τρεις ηθοποιούς που σηκώνουν στις πλάτες τους το φιλόδοξο αυτό έργο: τον Πάρι Παρασκευάδη, τη Δανάη Βασιλοπούλου και τον Αργύρη Λάμπρου.
«Χάρη στην όρεξη και τη θετική τους ενέργεια, ήρθα όχι μόνο πιο κοντά στο ιδιοφυές σύμπαν του Λάρσον, αλλά και στην ουσία τού να συνδημιουργείς και να συνυπάρχεις σε ένα θεατρικό περιβάλλον» θα τονίσει η Λουίζου. Σημειωτέον, η σκηνοθέτις ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, σε μια πόλη με βαθιά θεατρική κουλτούρα συνυφασμένη με το μιούζικαλ, την οποία θα ομολογήσει ότι «σνόμπαρε λιγάκι» όταν είχε πρωτομετακομίσει εκεί.
Δεν άργησε όμως να τη συνεπάρει η δεξιότητα, η μαεστρία, η αρμονία και η εκρηκτική συνύπαρξη της μουσικής, της χορογραφίας και του θεάτρου. Επιπλέον, η δωδεκαετής παραμονή σε μια πόλη όπως το Λονδίνο την έκανε να συνδεθεί με την πάλη και τα διλήμματα του ήρωα του έργου: «Σαν ένας άλλον Τζον, έχω νιώσει κι εγώ το μείγμα έρωτα και μίσους, απόλαυσης και αγανάκτησης, κατορθώματος και απαξίωσης μέσα σε μια μητρόπολη όπως είναι το Λονδίνο – ή η Νέα Υόρκη στο έργο μας.
Η ζωή σε μια μεγαλούπολη, σε μια πόλη-γυμναστήριο, όπως μου αρέσει να την αποκαλώ, μια πόλη στην οποία η κάθε μέρα είναι ένας μαραθώνιος, δεν διευκολύνει ούτε τις ανθρώπινες σχέσεις, ούτε τη δημιουργική διαδικασία, ενώ μάλλον συχνά παράγει τόση φασαρία που γίνεται σχεδόν αδύνατο να συνομιλήσεις με το τι πραγματικά θέλεις και χρειάζεσαι. Για την παράστασή μας θα πω ότι πέρα από ενθουσιασμό για το γεγονός ότι παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα αυτό το έργο-διαμάντι, νιώθω και ιδιαίτερη χαρά για το ότι αυτό είναι επισήμως το πρώτο μιούζικαλ που σκηνοθετώ!».
Η δυσκολία τού να μένεις πιστός/ή στον εαυτό σου
Ο πυρήνας του έργου είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα του Τζον. «Το μιούζικαλ αυτό είναι το σόου που δίνει μόνος του με μοναδικό θεατή τον ίδιο του τον εαυτό. Και σε αυτό το σόου μπορεί να είναι όσο αφιλτράριστος θέλει. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει αυτό το μιούζικαλ τόσο ξεχωριστό. Η αβίαστη αλήθεια του Τζον» θα πει ο Πάρις Παρασκευάδης που τον υποδύεται στην παράσταση.
Οι δε αγωνίες του ήρωα, τού ηχούν αρκετά γνώριμες: «Για κάποιον λόγο, συχνά υπάρχουν πολλές απαιτήσεις από τους τριαντάρηδες. Στα τριάντα δεν είσαι πια 18 αλλά ούτε και 20κάτι που είναι κάπως σαν μια “περίοδος χάριτος” πριν από την τελική διορία για να πραγματοποιήσεις τους στόχους σου. Στα 30 έχει μπει και αυτό το “3” μπροστά και τα πράγματα μοιάζουν πιο “σοβαρά”. Γι’ αυτό και ο Τζον έχει δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό του: να έχει κάνει επιτυχία μέχρι τα 30. Αλλά, στ’ αλήθεια, τι σημασία έχει το πότε θα τα καταφέρει και ποιος ορίζει τι είναι επιτυχία; Η καλλιτεχνική διαδρομή δεν είναι μια συμβατική επαγγελματική διαδρομή.
Είναι μια απρόβλεπτη και ανομοιόμορφη διαδρομή. Πιστεύω πως τελικά σημασία έχει το πόσο πιστός παραμένεις στους στόχους σου και το να μην ξεχνάς να απολαμβάνεις παράλληλα και το ταξίδι. Φυσικά, αυτό δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο όταν, ταυτόχρονα, πρέπει να επιβιώσεις σε μια μεγάλη πόλη και όταν περιβάλλεσαι από φίλους με πιο συμβατικές δουλειές, όπως ο Μάικλ, που μοιάζει να έχει καταφέρει ήδη τόσα πολλά στα 30 ή από ανθρώπους όπως η Σούζαν, η κοπέλα του Τζον, που αν και καλλιτέχνις, βάζει διαφορετικούς στόχους και προτεραιότητες στη ζωή της».
Την οποία Σούζαν ερμηνεύει η Δανάη Βασιλοπούλου, μια ηθοποιός που έχει ζήσει στη Νέα Υόρκη, τη μητρόπόλη όπου διαδραματίζεται το έργο, ως φοιτήτρια δραματικής στο NYU Tisch, σπουδάζοντας μιούζικαλ.
Οπως θα πει στο ΒΗΜΑgazino: «Το έργο του Λάρσον αποτελεί αναμφίβολα έναν καθρέφτη των αγωνιών του καλλιτέχνη στη Νέα Υόρκη τού 2025. Εχοντας ζήσει εκεί και έχοντας γνωρίσει την πόλη και ως εργαζόμενη καλλιτέχνιδα με μια δεύτερη δουλειά για να πληρώνω τα απίστευτα υψηλά ενοίκια και το κόστος ζωής, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι δυσκολίες που παρουσιάζει το έργο παραμένουν εντυπωσιακά επίκαιρες. Για πόσο μπορεί ένας καλλιτέχνης να αντέξει να μην έχει αρκετό χρόνο για να δημιουργήσει, ενώ νιώθει καθημερινά μια ακατανίκητη ανάγκη για δημιουργικότητα; Αξίζει να κυνηγάς το “american dream” όταν αυτό σημαίνει να θυσιάζεις καλό φαγητό, αληθινές κοινωνικές σχέσεις, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης ή την ενέργεια που χρειάζεσαι για να κάνεις τέχνη, επειδή πέρασες δέκα ώρες σερβίροντας κοκτέιλ των 25 δολαρίων; Αξίζει να δέχεσαι δουλειές ως performer που δεν αντικατοπτρίζουν την τέχνη που πραγματικά θέλεις να δημιουργήσεις;
Νομίζω πως κάθε καλλιτέχνης ο οποίος ζει σε μια μεγάλη πόλη – είτε στη Νέα Υόρκη είτε στην Αθήνα – κατανοεί αυτή την ένταση. Αυτό που αρχίζω να καταλαβαίνω είναι ότι χρειάζεται να γίνω εγώ η αλλαγή που θέλω να δω στον κόσμο. Για εμένα, σήμερα, αυτό σημαίνει να δημιουργώ θέατρο και τέχνη με τους φίλους και συνεργάτες που αγαπώ και εμπιστεύομαι. Σημαίνει να πηγαίνω σε οντισιόν και να δέχομαι ρόλους που αγγίζουν αληθινά την καρδιά μου. Ιδίως αυτή την περίοδο, που η κουλτούρα του ασταμάτητου hustle και η κατεύθυνση που έχει πάρει η mainstream σκηνή του Broadway δεν με εμπνέουν ιδιαίτερα.
Ισως αυτό να αλλάξει κάποια στιγμή, και είμαι περίεργη να δω πώς θα εξελιχθεί η καλλιτεχνική μου πορεία καθώς αλλάζει και ο κόσμος γύρω μας. Αλλά αυτή τη στιγμή, νιώθω ότι χρειάζεται να αναζητήσω περισσότερο νόημα, χαρά και τόλμη στην τέχνη που θέλω να δημιουργήσω εγώ, αντί να κυνηγώ το όνειρο κάποιου άλλου». Οπως δηλαδή και η Σούζαν που έχει «το θάρρος της να επιλέξει μια ζωή που ευθυγραμμίζεται πραγματικά με τον εαυτό της – μια ζωή που δεν καθορίζεται από τις φιλοδοξίες των άλλων ούτε από αυτό που ο κόσμος τής λέει ότι θα έπρεπε να θέλει».
Επιλογές και πιθανότητες
Ο τρίτος της παρέας είναι ο Μάικλ, τον οποίο υποδύεται ο Αργύρης Λάμπρου: «Στην περίπτωση του Μάικλ υπάρχει εξ ορισμού μια μεγάλη αντίφαση. Ηταν ένας φιλόδοξος ηθοποιός, ο οποίος κάποια στιγμή τα εγκατέλειψε όλα για να γίνει στέλεχος σε μια διαφημιστική εταιρεία. Αυτή η εκ διαμέτρου αλλαγή ζωής, δεν μπορεί παρά να τον έφερε αντιμέτωπο με αντικρουόμενα συναισθήματα. Επιπλέον, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός σε μια εποχή που το στίγμα ήταν εξαιρετικά έντονο για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, διαμόρφωσε την ψυχοσύνθεσή του και ενέτεινε αυτήν ακριβώς την αμφιθυμία που σχετιζόταν πλέον με την ίδια την ύπαρξη και την ταυτότητά του. Με βάση τα παραπάνω, το στοιχείο εκείνο που μου έχει μείνει ως περισσότερο δυσπρόσιτο και επανερχόταν κάθε φορά στο μυαλό μου για τη ζωή και την εξέλιξη αυτού του χαρακτήρα, είναι η μοναξιά. Το πόσο εύκολα, είτε λόγω οικογενειακού πλαισίου, κοινωνικού περιορισμού, είτε λόγω ανάγκης και επιβίωσης, μπορεί ένας άνθρωπος να νιώθει μόνος.
Σε κάθε σχέση με τους άλλους, σε κάθε απόφαση, σε κάθε ρίσκο, σε κάθε επιτυχία ή αποτυχία, σε κάθε προσπάθεια να αποδεχτεί τον εαυτό του. Και το πιο δύσκολο ίσως ήταν η συνειδητοποίηση ότι στην πορεία του ο χαρακτήρας επιβεβαίωνε ξανά και ξανά τη μοναξιά του, σαν ένας εμμονικός μηχανισμός να λειτουργούσε άθελά του, αναγκάζοντάς τον να την επιλέγει ως μοναδικό καταφύγιο, ακόμη και την πιο δύσκολη στιγμή». Για τον Λάμπρου, η ιστορία του Μάικλ είναι αρκετά οικεία, «έστω και ως πιθανότητα» στα άτομα που ασχολούνται με τις τέχνες: «Σε συζητήσεις με φίλους και συναδέλφους, οι σκέψεις για το μέλλον και η αγωνία είναι πάντα παρούσες. Δεν θα μπορούσα λοιπόν εγώ να διαφύγω αυτής της πραγματικότητας.
Παρ’ όλα αυτά, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα ούτε για το μέλλον ούτε για την ίδια τη ζωή. Ετσι, κάθε επιλογή είναι μια πιθανότητα στην οποία δίνουμε τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να γίνεται ελκυστική η λήψη του ρίσκου και να μοιάζει πως αξίζει τον κόπο η αναμέτρηση με το άγνωστο, για όσο χρειαστεί. Και αυτή είναι μια οπτική που κάποιες φορές απαλύνει την αμφιβολία».
INFO «Tick, Tick… Boom!»: Εθνική Λυρική Σκηνή, Εναλλακτική Σκηνή (ΚΠΙΣΝ), από τις 6 Δεκεµβρίου 2025 και για 19 παραστάσεις, έως και τις 11 Ιανουαρίου 2026. Μεγάλος Χορηγός Εθνικής Λυρικής Σκηνής: ΔΕΗ.







