Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2025, μεσούσης της πρώτης εκεχειρίας μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου 2023, που είχε τεθεί σε ισχύ στα μέσα Ιανουαρίου (και κράτησε μόλις μέχρι τον Μάρτιο της τρέχουσας χρονιάς), ο Ντόναλντ Τραμπ μοιράστηκε μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Truth Social, το μέσο κοινωνικής δικτύωσης δηλαδή που ο ίδιος δημιούργησε και διαφεντεύει, ένα βίντεο που σε άλλους προκάλεσε οργή, σε άλλους αμηχανία και σε κάποιους θλίψη.

Δημιουργημένο με τη διαμεσολάβηση της Tεχνητής Nοημοσύνης, το εν λόγω βίντεο προμήνυε το μέλλον της Γάζας ως ενός κοσμοπολίτικου θερέτρου, ισοδύναμου σε πλούτο και εφάμιλλου αισθητικά του Ντουμπάι, όπου τα χρήματα θα έπεφταν κατά κυριολεξία από τον ουρανό και Κροίσοι σαν τον έως τότε επιστήθιο φίλο του, Ιλον Μασκ, θα απολάμβαναν αμεριμνησία και τρυφή.

YouTube thumbnail

Το σατιρικό, όπως έγινε γνωστό λίγες ημέρες αργότερα, βίντεο που κατασκεύασε ο Σόλο Αβιτάλ, ένας κινηματογραφιστής από το Λος Αντζελες, κατέκτησε δάφνες viral και για πολλούς αποσαφήνισε το σχέδιο που είχε κατά νου ο πλανητάρχης για το μέλλον της χειμαζόμενης Γάζας μετά τους βομβαρδισμούς. Ηταν αναμφίβολα απορίας άξιο πώς ένας πολιτικός άνδρας με την επιρροή, τη δύναμη και το βεληνεκές του προέδρου των ΗΠΑ μπορούσε να οραματίζεται – και να το διατυμπανίζει – δημόσια ένα κοσμοπολίτικο απάγκιο, μια Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής εκεί όπου υπήρχε πόνος και αίμα, ξεριζωμός και καταστροφή.

Το «deal» του αιώνα;

Fast forward στον Οκτώβριο του 2025, όταν με συνοπτικές διαδικασίες μέσω του περίφημου ειρηνευτικού σχεδίου των 20 σημείων που έγινε δεκτό από Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους προτού προφτάσει να πέσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ο Ντόναλντ Τραμπ ως άλλος Καίσαρας πέτυχε αυτό που έμοιαζε με ουτοπία. Εφερε την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την ελπίδα για ειρήνη και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να επιστρατεύσει τη διπλωματική ελίτ του, αλλά να ρίξει στην αρένα δύο real-estate developers ή κατά κόσμον μεγαλοεργολάβους οικιστικών έργων.

Ο Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρός του προέδρου των ΗΠΑ και εξ απορρήτων του στην πρώτη του θητεία, και ο Στιβ Γουίτκοφ, ο οποίος στην περίοδο Τραμπ 2.0 εκτελεί χρέη ειδικού απεσταλμένου για τη Μέση Ανατολή, κατάφεραν το deal που κανείς πολιτικός δεν είχε κατορθώσει.

Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα ο Παλαιστίνιος Μοχάμεντ Χαντίντ υπερασπιζόταν τα δίκαια των συμπατριωτών του μέσω των κοινωνικών δικτύων

Η χρήση της λέξης deal δεν είναι τυχαία. Αυτήν άλλωστε χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο Κούσνερ στη θριαμβική συνέντευξή του στους «New York Times» λίγες ώρες μετά την εκεχειρία, προκειμένου να περιγράψει το ανδραγάθημα που – δικαίως – καρπώθηκε και περιέλαβε στο παλμαρέ του. Οσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, απέδωσε την επιτυχία του συζύγου της αγαπημένης του θυγατέρας στο γεγονός ότι δεν είχε κάποιον επίσημο κυβερνητικό ρόλο.

Υπενθυμίζεται ότι αμφότεροι οι Ιβάνκα Τραμπ και Τζάρεντ Κούνσερ αυτοεξορίστηκαν από τον κύκλο των στενών συμβούλων του Τραμπ αμέσως μετά την ήττα του το 2020 και παρέμειναν σχεδόν βουβοί στη διάρκεια της δεύτερης καμπάνιας του, όπου ενεργό ρόλο ανέλαβαν οι γιοι του Ντον Τζούνιορ και Ερικ – αλλά και στην καλή γνώση που κατέχει για τους ισχυρούς παίκτες της ευρύτερης περιοχής.

Η Γάζα ως Ελ Ντοράντο

Σε αυτή την αποστροφή του προέδρου πιθανότατα περικλείεται το προσωπικό ενδιαφέρον του για το μέλλον της Γάζας ή μάλλον για το μέλλον των οικονομικών συμφερόντων του στην περιοχή, στην οποία πολλοί ακόμα παράγοντες βλέπουν ένα Ελ Ντοράντο ευκαιριών.

Ας μην ξεχνάμε πως ο Τραμπ εκτός από πλανητάρχης παραμένει ένας ισχυρός επιχειρηματίας με σημαντικές επενδύσεις στις χώρες του Κόλπου αλλά και τη Σαουδική Αραβία μέσω του Donald J. Trump Foundation. Ομοίως και ο Κούσνερ έχει στενή επιχειρηματική σχέση μέσω της δικής του εταιρείας, ονόματι Affinity Partners, με τις χώρες της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής – ειδικά με τη Σαουδική Αραβία και το περίφημο δημόσιο επενδυτικό ταμείο της (PIF).

Σίγουρα μεγαλύτερη από τη φήμη των έργων που έχει αναλάβει ως real-estate developer είναι εκείνη των δύο θυγατέρων που απέκτησε με την δεύτερη σύζυγό του Γιολάντα: της Τζίτζι και της Μπέλα Χαντίντ

Ναι, ακούγεται δυσοίωνο και δυστοπικό, όμως εκεί όπου σήμερα υπάρχουν ερείπια και θρήνος κάποιοι βλέπουν να αναδύεται μια γη της Επαγγελίας για να μεγαλώσουν τα χαρτοφυλάκια, να αβγατίσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς και να βαθύνουν την επιρροή τους.

Λίγα εικοσιτετράωρα μετά την υπογραφή της πρόσφατης εκεχειρίας άλλωστε διέρρευσε μια εκτενής λίστα, η οποία φέρεται να ήταν υπό συζήτηση από ανώτερους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου με εταιρείες-κολοσσούς, ανάμεσά τους και η Tesla, που θα συνέδραμαν στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Γάζας. Αν και πολλές από τις εταιρείες που αναφέρονταν στην εν λόγω λίστα έσπευσαν να διαψεύσουν την οποιαδήποτε συμμετοχή τους στο εν λόγω σχέδιο, ουδείς αμφιβάλλει πως την πολεμική σύρραξη στην περιοχή έχει διαδεχθεί μια αθόρυβη αλλά θηριώδης μάχη οικονομικών συμφερόντων.

Ο εργολάβος από τη Ναζαρέτ

Από αυτή τη νέα διαπραγμάτευση για τη μοίρα της Γάζας, την οποία ο Τραμπ εξακολουθεί να ταυτίζει με την εικόνα μιας μεσογειακής Ριβιέρας, πιθανότατα δεν θα λείψει ο Μοχάμεντ Χαντίντ. Ή αλλιώς ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους, φωτογενείς και εύπορους real estate developers του πλανήτη, ο οποίος, όπως μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στα πρόσωπα των πιο διάσημων από τα παιδιά του, δηλαδή της Τζίτζι, της Μπέλα και του Ανουάρ Χαντίντ, διαθέτει και ευλογημένο γονίδιο.

Βεβαίως το ενδιαφέρον τού σήμερα 77χρονου Χαντίντ δεν έχει να κάνει μόνο με την «προϋπηρεσία» του στη δημιουργία larger than life, πολυτελών οικιστικών και ξενοδοχειακών projects – ανάμεσά τους και κάποια παραρτήματα της αλυσίδας Ritz-Carlton, δεκάδες πολυτελείς κατοικίες στο Μπέβερλι Χιλς ή το Bel Air και ένα φαραωνικών διαστάσεων project στο Κάιρο, το περίφημο Skyline, που αναμένεται να στεγάσει 40.000 ενοίκους –, αλλά κυρίως με την παλαιστινιακή ρίζα του.

Ο Μοχάμεντ Χαντίντ ήδη από την εφηβεία του έζησε μια νομαδική ζωή. Κάποτε μάλιστα πέρασε και από τη Ρόδο ως ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου

Γεννημένος στις 6 Νοεμβρίου του 1948 στη Ναζαρέτ, ο Χαντίντ μπορεί να ήταν ήδη σχεδόν από τα γεννοφάσκια του πρόσφυγας σε διάφορες χώρες (και από την ηλικία των 14 ετών μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ), όμως δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του, την περηφάνια του για την οποία φροντίζει να διατρανώνει με κάθε τρόπο – ακόμα και με αμφιλεγόμενες ινσταγκραμικές αναρτήσεις στις οποίες εκτός από το να υπεραμύνεται του δικαίου της Παλαιστίνης επιτίθεται στο Ισραήλ.

Ηταν πρόσφυγας από μικρή ηλικία, και αυτό τον έκανε να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. «Αφού μας έδιωξαν από την αγαπημένη μας Παλαιστίνη βρεθήκαμε στα στρατόπεδα προσφύγων της Συρίας» (…) «Ο πατέρας μου ήταν μορφωμένος, οπότε βρήκε δουλειά αμέσως και φύγαμε από τον καταυλισμό πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό πάντα πίστευε ότι η εκπαίδευση σε απελευθερώνει. Ηξερε ότι έπρεπε απλώς να δουλέψει πιο σκληρά, και αυτό μπήκε στο μυαλό μου.

Στιγμιότυπο από πρόσφατη επίσκεψη του πατέρα της Τζίτζι και της Μπέλα στην Αθήνα

Είμαι πρόσφυγας και θα είμαι πρόσφυγας για το υπόλοιπο της ζωής μου. Είμαι περήφανος που είμαι Παλαιστίνιος γιατί είμαστε μια σπάνια ράτσα» έχει αφηγηθεί σε παλαιότερη συνέντευξή του, στην οποία είχε εκδηλώσει και το ενδιαφέρον του να δημιουργήσει ένα από τα mega-projects του στην περιοχή της Γάζας. Υπό όρους, όμως. Και πάντα εφόσον έβρισκε τους σωστούς συνεργάτες. Εξάλλου σε δύο παράγοντες αποδίδει την επιτυχία του: στις έξυπνες συμπράξεις και στην υπερβολή, για την οποία πολλοί τον ψέγουν.

Ιδού η Ρόδος, ιδού και το σλάλομ

Για τον ίδιο όμως ήταν ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσει και να διακριθεί, ειδικά στις ΗΠΑ, σε μια περίοδο μάλιστα που η παλαιστινιακή καταγωγή του ήταν αρκετή για να τον τοποθετήσει στο κοινωνικό περιθώριο: «Σε μικρή ηλικία συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να δουλέψω πιο σκληρά, να οραματιστώ μεγαλύτερα πράγματα και να φτιάξω τα πάντα με τον πιο μεγαλειώδη τρόπο προκειμένου να πετύχω. Ετσι, στη δουλειά μου ως σχεδιαστής, για παράδειγμα, έπρεπε να δημιουργήσω μια δική μου εξειδικευμένη θέση, γιατί διαφορετικά κανείς δεν θα επέλεγε τα σχέδιά μου.

Επρεπε να έχω μια πιο δυνατή φωνή, γιατί αλλιώς θα με έθεταν στο περιθώριο. Αν ήμουν σε μια συνάντηση με έξι ή επτά άτομα, ήμουν πάντα ο πρώτος και ο τελευταίος που μιλούσε, ώστε να με θυμούνται. Αυτά είναι πράγματα που κάνεις ασυνείδητα, απλώς για να σε προσέξουν και να αναγνωρίσουν τη δουλειά σου. Πρέπει να είσαι ο καλύτερος, γιατί αν υπάρχουν άλλοι με παρόμοια προσόντα που διαγωνίζονται μαζί σου – όλοι λευκοί ή Εβραίοι ή οτιδήποτε άλλο –, εσύ θα είσαι ο τελευταίος που θα επιλεγεί. Ετσι, έπρεπε να κάνω κάτι διαφορετικό για να τραβήξω την προσοχή των ανθρώπων. Και μόλις κερδίσεις την προσοχή τους, σε σέβονται και μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή».

Σε παλαιότερες συνεντεύξεις του έχει εκφράσει την επιθυμία του να αφήσει το κατασκευαστικό αποτύπωμά του στα μέρη των προγόνων του, στην Παλαιστίνη

Μέχρι να αποκτήσει τον σεβασμό των άλλων ο Χαντίντ ενσάρκωσε λίγο-πολύ το αρχέτυπο του πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη. Ανάμεσα μάλιστα στις δουλειές που υπηρέτησε από νεαρός ακόμα ήταν και εκείνη του ιδιοκτήτη νυχτερινού κλαμπ και μάλιστα στη Ρόδο, όπου ο πατέρας του είχε μετατεθεί ως εκφωνητής της Φωνής της Αμερικής στο μεταίχμιο 60s-70s. Την παρουσία του, βέβαια, φρόντισε να την κάνει αισθητή και με άλλους, σχεδόν εκκεντρικούς τρόπους, όπως με τη συμμετοχή του στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη γαλλική πόλη Αλμπερβίλ, σε ηλικία 43 ετών.

Ευλογημένα (και διάσημα) γονίδια

Ο Χαντίντ ανακάλυψε την κλίση του στο σκι στα 36 του χρόνια και, ενώ η επιχειρηματική του ζωή πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, παρασυρμένη από την αμερικανική στεγαστική κρίση των τελών της δεκαετίας του ’80, αποφάσισε να συμμετάσχει στο κορυφαίο αθλητικό γεγονός του πλανήτη με τα χρώματα της Ιορδανίας. Hταν μάλιστα ο μοναδικός αθλητής της εθνικής αποστολής και ο μοναδικός στην Ιστορία που εκπροσώπησε ποτέ το βασίλειο της Μέσης Ανατολής σε αντίστοιχη χειμερινή διοργάνωση.

Τη γεωμετρική αύξηση της αναγνωρισιμότητάς του την οφείλει ωστόσο όχι στα δικά του ανδραγαθήματα αλλά σε εκείνα των παιδιών του. Ή μάλλον των τριών από τα συνολικά πέντε παιδιά που έχει αποκτήσει από τους δύο γάμους του – έχει και μία εκτός γάμου 23χρονη θυγατέρα, την Εϊνταν Νιξ. Η Τζίτζι, η Μπέλα και ο Ανουάρ (αλλοτινό άλλο μισό της Ντούα Λίπα) Χαντίντ, άπαντες καρποί του έρωτά του με το ολλανδικής καταγωγής μοντέλο Γιολάντα Χαντίντ – παντρεύτηκαν το 1994 και χώρισαν από τραπέζης και κλίνης έξι χρόνια μετά –,
κατάφεραν για την οικογένεια ό,τι δεν πέτυχαν δεκάδες επαύλεις, απειράριθμα ξενοδοχειακά projects, αμέτρητα μνημειακών διαστάσεων κτίρια με την υπογραφή του Μοχάμεντ Χαντίντ.

Σουλάτσο στο κόκκινο χαλί των Κανών με την Μπέλα Χαντίντ, τη μία από τις δύο υπετροφικά διάσημες θυγατέρες του

Το παραδέχεται και ο ίδιος πως πλέον δεν μπορεί να κυκλοφορήσει πουθενά στον κόσμο χωρίς να τον αναγνωρίσουν ως τον pater familias της δυναστείας Χαντίντ με τα υπερτροφικά διάσημα fashion models. Ο ίδιος είναι παραπάνω από περήφανος για την πορεία των παιδιών του στην ανωτάτη μοντελική και για τη θέση που έχουν καταφέρει να καταλάβουν στη νέα καθεστηκυία τάξη, εκείνη του influencing.

Αν μη τι άλλο, πλάι στον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, δηλαδή ο ίδιος. Ο κύριος Χαντίντ έχει πλέον στο βιογραφικό του ένα εξώφυλλο στην ανδρική έκδοση της «Vogue Arabia», διαθέτει «ποίμνιο» που αριθμεί ενάμισι εκατομμύριο followers στο Instagram και κυρίως δημόσιο βήμα να μοιράζεται τις απόψεις του υπέρ της παλαιστινιακής ανεξαρτησίας. Αν κάτι ονειρεύεται ως ένας Αραβας της Διασποράς, έχει πει, είναι κάποια μέρα να καταφέρει να αφήσει το αποτύπωμά του στα πατρογονικά εδάφη. Ισως ο καιρός έχει φτάσει.