Κορυφώνοντας τις εκδηλώσεις των 100 χρόνων από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, η Εθνική Λυρική Σκηνή, ο οργανισμός από τον οποίο η υψίφωνος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της, ρίχνει φως στο εν πολλοίς άγνωστο παρελθόν: Στα χρόνια που η Μαρία Καλογεροπούλου ως μαθήτρια στο Ωδείο Αθηνών και στη συνέχεια ως πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ έβαζε τα θεμέλια της διεθνούς σταδιοδρομίας της.

Το ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάνα, Μαρία – Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» του καλλιτεχνικού σύμβουλου επικοινωνίας και προγράμματος της ΕΛΣ Βασίλη Λούρα, το βίντεο-ρεσιτάλ με έργα που τραγούδησε η νεαρή Κάλλας, το οποίο επιμελήθηκε ο λυρικός καλλιτέχνης-μουσικολόγος Αρης Χριστοφέλλης, και η έκθεση «Unboxing Callas», που έστησε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ATOPOS cvc. Βασίλης Ζηδιανάκης, φωτίζουν με τρόπο διεισδυτικό και αποκαλυπτικό τη γέννηση ενός μύθου.

«Η Κάλλας μετέτρεπε την κάθε δυσκολία σε εφόδιο»

Ταξιδεύοντας στο τραυματικό αλλά και δημιουργικό παρελθόν της κατοχικής και μετα-κατοχικής Αθήνας για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λούρα.

«Ο Πρωτομάστορας» του Μανώλη Καλομοίρη από την ΕΛΣ το καλοκαίρι του 1944, με την Κάλλας να ερμηνεύει τον δύσκολο ρόλο της Σμαράγδας σε ηλικία 21 ετών (με τον Χριστόφορο Αθηναίο).

Τώρα που ολοκληρώθηκε η «περιπέτεια», πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν, κύριε Λούρα, να ρίξετε φως στα «Αγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας»;

«Ηταν μια πολύ δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα πολύ γοητευτική, διδακτική και αποκαλυπτική περιπέτεια. Η δυσκολία δεν αφορά μόνο τα πρακτικά ζητήματα, όπως την έλλειψη οπτικοακουστικού υλικού από την οκταετία 1937-1945 ή το γεγονός ότι πλέον δεν ζει σχεδόν κανένας από εκείνη την περίοδο, αλλά κυρίως ότι καλείσαι να παραδώσεις μια ερευνητική εργασία πάνω σε ένα μυθικό πρόσωπο, που έχει επηρεάσει εκατομμύρια ανθρώπους τις τελευταίες τουλάχιστον επτά δεκαετίες. Θεωρώ ότι όταν κάποιος επιλέγει να δημιουργήσει ένα νέο έργο για την Κάλλας, θα πρέπει – προτού καν ξεκινήσει – να αποδεχτεί και να αναγνωρίσει τη δική του ασημαντότητα απέναντι στη “La Divina”, προκειμένου να την αντιμετωπίσει με σεβασμό, σοβαρότητα και ταπεινότητα.

»Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Ασθενίδη εργαστήκαμε συστηματικά, εντατικά και με μεγάλη αφοσίωση. Λίγο πριν από την πρεμιέρα της ταινίας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργο Κουμεντάκη για την εμπιστοσύνη, τη γενναιοδωρία και τη στήριξή του σε αυτό το τόσο απαιτητικό έργο. Θερμές ευχαριστίες στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τη ΔΕΗ για την πολύ σημαντική τους συμβολή στην ολοκλήρωση του εγχειρήματος αυτού.

»Ευχαριστούμε, επίσης, όλους όσοι μας εμπιστεύτηκαν αρχειακό υλικό, καθώς και όλους εκείνους οι οποίοι δίνοντάς μας ακόμα και την πιο φαινομενικά “ασήμαντη” πληροφορία, μας βοήθησαν να οδηγηθούμε σε κάτι πολύτιμο. Τους επιστημονικούς συμβούλους του ντοκιμαντέρ του Αρη Χριστοφέλλη και τη Σοφία Κομποτιάτη, την παραγωγό μας Στέλλα Αγγελέτου και τους συναδέλφους μας στην Εθνική Λυρική Σκηνή για τη βοήθεια, την κατανόηση και τη στήριξη».

Υποθέτω πως ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν πιο απλό αν είχε γίνει 20-30 χρόνια πριν, όταν δηλαδή βρίσκονταν εν ζωή οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που γνώριζαν προσωπικά την Κάλλας. Με ποιους τρόπους καλύψατε τα κενά της απουσίας τους;

«Είναι αλήθεια ότι αυτό το ντοκιμαντέρ γίνεται αργά, σε σχέση με τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα γεγονότα τα οποία ερευνά. Πριν από 20-30 χρόνια θα υπήρχε μεγαλύτερη δυνατότητα πρωτογενούς έρευνας. Ομως, χάρη σε δύο συγγραφείς που εργάστηκαν πολύ συστηματικά πάνω στην ελληνική περίοδο της Κάλλας, μπορέσαμε να βρούμε τους συνδετικούς κρίκους για να αφηγηθούμε τα αθηναϊκά χρόνια της Κάλλας. Το πρώτο βιβλίο που χαρτογράφησε τους καλλιτεχνικούς σταθμούς της ελληνικής της πορείας και με σημαντικά τεκμήρια μπόρεσε να διορθώσει τους έως τότε βιογράφους της ήταν το σπουδαίο χρονικό “Μαρία Κάλλας, η ελληνική σταδιοδρομία της” του Πολύβιου Μαρσάν, το οποίο κυκλοφόρησε ήδη από το 1983.


»Λίγα χρόνια αργότερα, το 1998, ο ιστορικός Νίκος Πετσάλης-Διομήδης δημοσίευσε τη σχεδόν δεκαετή και εις βάθος έρευνα που έκανε, στο βιβλίο του “Η άγνωστη Κάλλας”. Το σπουδαίο αυτό βιβλίο, με τη συνδρομή των αφηγήσεων των ανθρώπων που έζησαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα, καταγράφει με λεπτομέρεια τη ζωή και την πορεία της Κάλλας από τη γέννησή της, το 1923, έως και το 1945 που αναχωρεί από την Αθήνα για να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Με την πολύτιμη συνδρομή και άδεια της συζύγου του, κυρίας Λυδίας Πετσάλη-Διομήδη, αξιοποιήσαμε σπουδαία ηχητικά ντοκουμέντα συνεντεύξεων που έκανε ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης τη δεκαετία του ’90, με ανθρώπους που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στα ελληνικά χρόνια της Κάλλας. Οι πολύτιμές μαρτυρίες τους, σε συνδυασμό με παλαιότερες και νέες συνεντεύξεις με μουσικολόγους, καλλιτέχνες, ιστορικούς κτλ., αλλά και αποσπάσματα συνεντεύξεων της ίδιας της Κάλλας, όπου αναφέρεται στα ελληνικά της χρόνια, αποτελούν τον κορμό της αφήγησης του ντοκιμαντέρ».

Ποιους από εκείνους που πλέον λείπουν (φίλους και «πολέμιους») θα θέλατε να έχετε στο ντοκιμαντέρ σας και γιατί;

«Θα ήθελα πολύ να είχα προλάβει να μιλήσω με τον γιατρό Ηλία Παπατέστα, ο οποίος είχε το ιατρείο του στο ισόγειο της Πατησίων 61, για να μάθω περισσότερες πληροφορίες για την οικογενειακή της ζωή. Αυτό σε έναν βαθμό θα μου εξηγούσε την αφετηρία της τόσο κακής σχέσης με τη μητέρα της. Φυσικά θα ήθελα να έχω γνωρίσει την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο για να μου επιβεβαιώσει όσα γνωρίζουμε και αυτά που υποψιαζόμαστε ότι πρόσφερε στη Μαρία, όχι μόνο ως δασκάλα τραγουδιού της, αλλά και ως μέντοράς της, ίσως και ως μια δεύτερη μητέρα της.

»Θα ήθελα να μπορώ να μιλήσω με τον Ρενάτο Μόρντο, τον σκηνοθέτη με τον οποίον έκαναν τις περισσότερες αθηναϊκές της παραστάσεις, για να μάθω πώς ξεκίνησε να διαπλάθεται η σκηνική της εμπειρία, αλλά και με τον Μανώλη Καλομοίρη, για να μου διηγηθεί όλες τις διαφωνίες που είχαν, αλλά και πώς κατάφερε να μάθει τον ρόλο της Σμαράγδας για να τον ερμηνεύσει σε μία και μόνη παράσταση στο Ηρώδειο.

»Τέλος, θα ήθελα να είχα την τύχη να μιλήσω με τον ιδρυτικό διευθυντή της ΕΛΣ Κωστή Μπαστιά για να μου περιγράψει την πρώτη οντισιόν που έκανε η Μαρία στο σπίτι του στη Σατωβριάνδου στις αρχές του 1940, αλλά και πώς εξελίχθηκε η σχέση τους έως το 1960 και το 1961 που την έφερε ξανά στην Ελλάδα για τις δύο παραγωγές της Επιδαύρου».

Αναρωτιέμαι, επειδή έχουν ακουστεί και γραφτεί πολλές ανακρίβειες για τη ζωή της ελληνίδας υψιφώνου, τόσα χρόνια μετά πόσο εύκολο είναι να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα και να σχηματίσεις μια εικόνα όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα;

«Αυτός είναι πάντα ένας κίνδυνος που καραδοκεί όταν κάποιος αποπειράται να κάνει έρευνα για γεγονότα που έχουν λάβει χώρα προ πολλών δεκαετιών. Νομίζω ότι με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασταύρωση της πληροφορίας, μπορεί να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα κάποιου λάθους».

Πώς λοιπόν θα περιγράφατε το κορίτσι που γνωρίσατε επιστρέφοντας στη δεκαετία του ’40; Ποια ήταν, κατά τη γνώμη σας, η Μαίρη Καλογεροπούλου, η «άγνωστη» Μαρία, προτού γίνει η Μαρία Κάλλας;

«Οταν η 14χρονη Μαίρη φθάνει στην Αθήνα την άνοιξη του 1937, είναι ένα μοναχικό, κλειστό παιδί. Στους οικογενειακούς κύκλους, αλλά και στα πρώτα μαθήματα στο Ωδείο, γίνεται αντικείμενο αρνητικής κριτικής από συγγενείς και συμμαθητές για την “αμερικανικ” συμπεριφορά και την αδέξια χρήση των ελληνικών της, τα χοντρά γυαλιά μυωπίας, το φτωχικό ντύσιμο, τα κάποια παραπανίσια κιλά. Οι επιθέσεις που δέχεται μεγαλώνουν και φθάνουν στα επίπεδα του κακοποιητικού λόγου, όσο το ταλέντο της γίνεται γνωστό και η πορεία της στο τραγούδι είναι αλματώδης.

»Λαμβάνοντας υπόψιν τις δυσκολίες που βίωνε εντός της οικογένειάς της, καθώς και το περιβάλλον της Κατοχής, συμπεραίνουμε πόσο δύσκολη ήταν η ενηλικίωσή της. Οταν αρχίζει να αισθάνεται ασφαλής στη θαλπωρή της Ντε Ιντάλγκο και αφού κάνει και τις πρώτες της επιτυχίες με τη Λυρική Σκηνή το 1941 και το 1942, αρχίζει να αποκτά κάποια περιορισμένη αυτοπεποίθηση. Ομως μέσα σε όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, φαίνεται ότι η εσωτερική της δύναμη, η εργατικότητα και η αφοσίωση είναι τα όπλα της για να προστατεύσει τον εαυτό της και να προετοιμαστεί για το μέλλον της».

Και πώς ήταν ο κόσμος που ζούσε; Το περιβάλλον της; Εχουν γραφτεί πολλά για τον πόλεμο που δέχτηκε, για τις αδικίες που υπέστη κ.λπ. Επειτα και από τη δική σας έρευνα, εσείς σε τι συμπεράσματα οδηγείστε; Πράγματι η Εθνική Λυρική Σκηνή ήταν ένας τόπος τόσο φιλόξενος όσο και εχθρικός για εκείνη; Ή έχουν ακουστεί και υπερβολές;

«Αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες. Αυτό είναι σαφές. Πριν από όλα γιατί στην Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βίωσε δραματικές εμπειρίες ζωής και θανάτου. Η άποψή μου είναι ότι οι κατηγορίες που δέχθηκε ότι συνεργάστηκε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς στερούνται σοβαρότητας, γιατί κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι καλλιτέχνες που εργάζονταν στα κρατικά θέατρα – και όχι μόνο – αναγκάζονταν να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις για τις κατοχικές αρχές. Ολες οι μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα το επιβεβαιώνουν.

»Από την άλλη, υποθέτω ότι ένα τέτοιο ταλέντο, με τέτοιο πάθος για μάθηση, με τρομακτική εργατικότητα – οι μαρτυρίες λένε ότι ακόμα και τους πιο δύσκολους ρόλους, όπως τη Λεονώρα στον “Φιντέλιο”, τους μάθαινε σε μία μόνο ημέρα –, δεν είναι παράλογο να ενεργοποιήσει στους γύρω της τον φθόνο, τη ζήλια, την αντιπάθεια και την εχθρική διάθεση. Ομως η Μαρία, όπως και σε όλα τα ζητήματα, κατάφερνε να βρίσκει τον τρόπο να προχωράει, να εξελίσσεται και να μετατρέπει την κάθε δυσκολία σε εφόδιο για τη ζωή της.

»Σε ό,τι αφορά τη διαδρομή της στην Εθνική Λυρική Σκηνή, πιστεύω ότι εκτός από την περίοδο της διεύθυνσης Συναδινού, ο οποίος την αδίκησε υποβαθμίζοντάς τη στη δεύτερη κατηγορία των σολίστ, οι υπόλοιπες διευθύνσεις είχαν αναγνωρίσει το ταλέντο της και της έδωσαν σημαντικές ευκαιρίες. Από τον Κωστή Μπαστιά, που της έκανε το πρώτο της συμβόλαιο τον Ιούνιο του 1940, και της προσέφερε και τον πρώτο της ρόλο στην ΕΛΣ, τη Βεατρίκη στον “Βοκκάκιο” του Σουπέ το 1941, έως τον Γιοκαρίνη, στη θητεία του οποίου έκανε την πρώτη της “Τόσκα” το 1942 στο ανοιχτό θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, και τον Μανώλη Καλομοίρη που της προσέφερε τέσσερις σημαντικούς ρόλους το 1944 (Μάρτα, Σαντούτσα, Σμαράγδα, Λεονώρα), η σταδιοδρομία της στη Λυρική τής πρόσφερε πολύ σημαντική εμπειρία, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα πορεία της».

Είναι εύκολο και αρκετά ασφαλές να μιλάμε για τις θετικές πτυχές του χαρακτήρα κάποιου και για τα ταλέντα του. Ομως, όλοι οι άνθρωποι, όπως έχουμε τις καλές, έτσι έχουμε και τις κακές πλευρές μας. Στην περίπτωση της Κάλλας εντοπίσατε κάποια «ελαττώματα», κάποιες αδυναμίες, κάποιες πτυχές του χαρακτήρα της που προβληματιστήκατε για το αν θα θέλατε να τις περιλάβετε στην ταινία σας;

«Η ταινία δεν μπαίνει ποτέ σε πολύ προσωπικά ζητήματα. Αυτό ήταν εξαρχής μια συνειδητή απόφαση. Προφανώς όλοι οι άνθρωποι έχουμε θετικές και αρνητικές πτυχές στον χαρακτήρα μας, οι οποίες συνήθως απορρέουν από τον τρόπο που έχουμε μεγαλώσει, τη σχέση μας με τους γονείς μας κτλ. Η Μαρία, για παράδειγμα, ίσως να ανέπτυξε νωρίς μια τάση ανταγωνισμού με τους συναδέλφους της – όμως αυτό ήταν ένας τρόπος για να επιβιώσει.

»Επίσης, από τα νεανικά της χρόνια, διεκδικούσε σθεναρά αυτό που θεωρούσε σωστό για τον εαυτό της. Ακόμα και αν αυτό συχνά παρεξηγήθηκε, ήταν ο τρόπος της να δικαιωθεί μετά τις γιγαντιαίες πολυετείς προσπάθειες που έκανε για μελέτη και για τη βελτίωση του εαυτού της. Βλέποντας κανείς τη ζωή της με απόσταση, θα παρατηρήσει ότι από το 1939-40 που ξεκινά συστηματικά στο Ωδείο Αθηνών και στη Λυρική, έως και το 1959 που αποφασίζει να εστιάσει στην προσωπική της ζωή, μεσολαβούν δύο δεκαετίες που – εκτός από ελάχιστα διαλείμματα – ζει μια ασκητική ζωή μέσα στη μελέτη νέων ρόλων, στις πρόβες στα θέατρα όλου του κόσμου, στις απαιτητικές ηχογραφήσεις, στις περιοδείες».

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, σε ένα ντοκιμαντέρ σαν αυτό, πόσο ειλικρινής μπορεί να είναι ο δημιουργός; Υπήρξαν στιγμές που αυτολογοκριθήκατε;

«Στο ερώτημά σας απαντώ σαφώς όχι: δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα αυτολογοκρισίας, ούτε χρειάστηκε να κάνουμε επιλογές για να προστατεύσουμε τη μία ή την άλλη πλευρά. Φυσικά, μέσα σε μια ταινία μιάμισης ώρας είναι αδύνατον κανείς να μιλήσει για τα πάντα και ειδικά όταν αναφέρεται σε μια τέτοια προσωπικότητα όπως η Κάλλας. Θέλω να πιστεύω, όμως, βάσει της έρευνας και των διαθέσιμων πηγών, ότι η ταινία θα δώσει ένα σαφές στίγμα για τα ελληνικά χρόνια της Κάλλας και το πώς αυτά επηρέασαν τη μεγάλη καριέρα της».

Τι είναι αυτό που σας έκανε περισσότερη εντύπωση κατά τη διάρκεια της έρευνας; Υπήρξαν εκπλήξεις που πιθανώς σας ανάγκασαν να αναθεωρήσετε κάποιες δικές σας απόψεις σχετικά με το φαινόμενο Κάλλας και τη γέννησή/πορεία του στην Ελλάδα;

«Το πιο σημαντικό όλων είναι η απίστευτη εσωτερική δύναμη αυτής της σπουδαίας καλλιτέχνιδας. Ταυτόχρονα, όμως, από την έρευνα έχει μείνει μέσα μου μια αίσθηση στενοχώριας για τη δραματική ζωή της Κάλλας, η οποία πίσω από τους θριάμβους ήταν γεμάτη τραγωδίες. Μια ζωή η οποία διακόπηκε τόσο πρόωρα και τόσο δραματικά. Φυσικά, όχι μόνο δεν αναθεώρησα τις απόψεις μου, αλλά αντιθέτως την κατανόησα και τη θαύμασα ακόμα περισσότερο για τον τρόπο που βρήκε να ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής της και να καταφέρει να κάνει τον εαυτό της ένα αξεπέραστο σύμβολο, έναν μύθο που η λάμψη του θα φωτίζει γενιές και γενιές στο μέλλον».

Αν μπορούσατε να έχετε την ίδια την Κάλλας στο ντοκιμαντέρ σας, τι θα θέλατε να τη ρωτήσετε; (Και τι θα της ζητούσατε να σας τραγουδήσει για να την καταγράψετε με την κάμερά σας;)

«Μια και η ερώτηση είναι υποθετική, θα απαντήσω πολύ ελευθέρα: θα ήθελα πολύ να μάθω τι έγινε την ημέρα της απελευθέρωσης στα Ολύμπια, πώς έλαβε την απόφασή της να αφήσει τη Μαρία Τριβέλλα για την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, πώς αισθάνθηκε στην πρεμιέρα της πρώτης της “Τόσκα” το 1942 στο αυτοσχέδιο ανοιχτό θέατρο στην πλατεία Κλαυθμώνος, πώς προστάτευσε τον εαυτό της στα Δεκεμβριανά, πώς αντεπεξήλθε στην πείνα της Κατοχής, πώς ένιωθε με τις επιθέσεις προς το πρόσωπό της, πώς πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, πώς διαχειρίστηκε την υποβάθμισή από τον Συναδινό το 1945, ποιους θεωρούσε πραγματικούς φίλους της από την περίοδο της Αθήνας, αν είχε νιώσει την αναγνώριση του κοινού και πολλά, πολλά άλλα. Από ευγένεια, δεν θα της ζητούσα να τραγουδήσει κάτι, αλλά θα την παρακαλούσα να βρει από το αρχείο της την ηχογράφηση του “Φιντέλιο” του 1944».

Μετά την παρουσίαση του ντοκιμαντέρ στη Λυρική, τι; Τα «Αγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» θα ενδιέφεραν, νομίζω, και τα διεθνή κοινά. Υπάρχουν σχέδια για την περαιτέρω αξιοποίησή τους;

«Μετά την πρεμιέρα στη Λυρική, στις 2 Δεκεμβρίου, το ντοκιμαντέρ θα μεταδοθεί από τη γαλλική τηλεόραση και συγκεκριμένα από τη France Television 5, στις 8 Δεκεμβρίου 2023, στις 23.30, στο πλαίσιο μιας βραδιάς αφιερωμένης στον μύθο της Κάλλας, μέρος της οποίας θα είναι και η μετάδοση του Γκαλά Κάλλας της Opéra de Paris. Στόχος μας είναι, στη συνέχεια, να ταξιδέψει σε φεστιβάλ και να μπορέσει να προβληθεί, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κοινά, για να κάνει γνωστή την τόσο σπουδαία ιστορία των ελληνικών χρόνων της Κάλλας».

«Η πραγματική Κάλλας βρίσκεται μόνον μέσα στην τέχνη της»

Η μαθήτρια, η δασκάλα της, ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος και τα πρώτα διεθνή βήματα όπως τα διηγείται και τα σχολιάζει ο λυρικός καλλιτέχνης-μουσικολόγος Αρης Χριστοφέλλης.

Η Μαρία Κάλλας και η πολυαγαπημένη της δασκάλα, η σπουδαία Ισπανίδα υψίφωνος Ελβίρα ντε Ιντάλγκο στο Ηρώδειο τον Ιούλιο του 1957.

Ετοιμάσατε ένα βίντεο-ρεσιτάλ με αποσπάσματα από έργα που μελέτησε και τραγούδησε η Μαρία Κάλλας τα χρόνια της Αθήνας. Τι, αλήθεια, αποκομίζουμε από αυτή την επιστροφή στο παρελθόν;

«Με τα οκτώ αυτά χρόνια της Κάλλας στην Ελλάδα έχω ασχοληθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Είναι όμως η πρώτη φορά που το ζητούμενο δεν είναι μια συναυλία, αλλά η αποτύπωση των ωδειακών και πρώτων επαγγελματικών χρόνων της νεαρής Μαρίας σε ένα τρίωρο μουσικό αφιέρωμα για την GNO TV. Δίχως λοιπόν τους περιορισμούς της ζωντανής συναυλίας, οραματίστηκα αυτό το μουσικό ταξίδι σαν ένα ημερολόγιο όπου το μουσικό μέρος τοποθετείται με ακριβή χρονολογική σειρά πάνω στο ιστορικό.

»Οπως όλοι γνωρίζουμε, τα χρόνια αυτά – λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – ήταν για όλους πολύ δύσκολα. Αυτό που εγώ αποκόμισα από τη συνειδητοποίηση της παράλληλης ροής καλλιτεχνικής και ιστορικής καθημερινότητας ήταν ο ακόμη μεγαλύτερος θαυμασμός για όλους τους ανθρώπους που μέσα στη ζοφερή εκείνη περίοδο κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να διαμορφωθούν, να ωριμάσουν και να προσφέρουν υψηλή τέχνη ενώ γύρω κυριαρχούσαν ο φόβος και ο θάνατος.

»Μέσα σε αυτό το κλίμα η μικρή Μαρία πρόλαβε να μελετήσει και να τραγουδήσει πολλά. Και να μάθει για τη ζωή ακόμη περισσότερα. Η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι της δεν ήταν καλύτερη από αυτή που ήταν έξω. Σε ένα πράγμα στάθηκε όμως τυχερή. Στο ότι συνάντησε την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και μαθήτευσε δίπλα της».

Υπάρχει κάτι που κάνει την παρουσία της μεγάλης ισπανίδας υψιφώνου σημαντική για την εν Ελλάδι μουσική σκηνή, πέρα από τη συνεισφορά της στη δημιουργία του μύθου της Κάλλας;

«Η Ντε Ιντάλγκο ήταν μια εκπληκτική τραγουδίστρια με φλογερό ισπανικό ταμπεραμέντο, με πληθωρική και χαρισματική προσωπικότητα. Ο ερχομός της στη χώρα μας, όπως τελικά και η αποχώρησή της οφείλονταν σε αισθηματικούς λόγους. Τραγούδησε αμέτρητες Λουτσίες, Τραβιάτες, Τζίλντες, Ροζίνες, Μιμί, Μανόν, Λακμέ, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και αλλού, όπως στον Βόλο, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλλονιά… Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι σκηνοθετούσε η ίδια τις παραστάσεις αυτές και ότι δίδασκε τη χορωδία και τους συμπρωταγωνιστές της. Με το τεράστιο μουσικό και θεατρικό της ταλέντο, τη λάμψη, τη χάρη και την πληθωρικότητάς της, μαζί και με τη λατρεία του κοινού, έφερε έναν καταπληκτικό νέο αέρα στη μουσική ζωή της Ελλάδας!».

Ποια είναι τα βασικά εφόδια που έδωσε στην Κάλλας;

«Δεν ξέρω αν ήταν μια σπουδαία δασκάλα για όλους – μια δασκάλα δηλαδή που μπορούσε να πάρει και ένα μετρίου ταλέντου παιδί και να του μάθει να τραγουδάει αξιοπρεπώς. Ηταν όμως η ιδανική δασκάλα για τη Μαρία! Η φωνή της βρισκόταν ακόμα σε εξαιρετική φόρμα και της έδειχνε τα πάντα. Η Μαρία με το καταπληκτικό αφτί και το μεγάλο ταλέντο άκουγε και μιμείτο. Ρούφαγε σαν σφουγγάρι τη γνώση του ανθρώπου που είχε θριαμβεύσει διεθνώς δίπλα στους μεγαλύτερους τραγουδιστές της εποχής του, από τον Καρούζο και τον Τζίλι ως τον Σαλιάπιν. Μια τέτοια διδασκαλία δεν μπορούν να τη διαχειριστούν όλα τα παιδιά, η Μαρία όμως μπορούσε!

»Σε ένα αρχικό επίπεδο το μουσικό ταλέντο αφορά την ικανότητα μίμησης εκείνου που ακούμε. Βέβαια, πέρα από αυτό, που μπορεί να το καταφέρνουν και άλλα ταλαντούχα παιδιά, η Μαρία διέθετε μοναδική ιδιοφυή μουσική και θεατρική αντίληψη που κανείς άλλος δεν είχε σε αυτόν τον βαθμό! Και αυτό, αν δεν υπάρχει, δεν διδάσκεται. Ακούγοντας τις θαυμάσιες ηχογραφήσεις τής Ντε Ιντάλγκο, παρά τη διαφορετικότητα των δύο φωνών, ένα έμπειρο αφτί μπορεί αμέσως να διακρίνει πόσα στοιχεία τής οφείλει η Μαρία: το άψογο φραζάρισμα, το legato και το portamento, τον καθαρό ήχο με τα τέλεια φωνήεντα, τη λάμψη των άκρων της φωνής πάνω και κάτω, την ακρίβεια και την ευελιξία στις κολορατούρες… Και πάνω απ’ όλα το ότι δεν τραγουδάμε νότες, αλλά ιστορίες!».

Την ίδια στιγμή, υπάρχει περίπτωση με τον τρόπο διδασκαλίας ή ακόμα και με τις επιλογές του ρεπερτορίου να έβλαψε η δασκάλα τη μαθήτρια; Γιατί και αυτό έχει ειπωθεί…

«Η επιλογή του ρεπερτορίου με τα σημερινά δεδομένα ακούγεται εξωφρενική! Να τραγουδάς “Καβαλερία Ρουστικάνα”, “Τόσκα” και “Αΐντα” στα 15 και στα 16 σου είναι καθαρή τρέλα. Ομως εκείνα τα χρόνια κανείς δεν σκεφτόταν έτσι. Η ίδια η Ντε Ιντάλγκο είχε ντεμπουτάρει 16 χρόνων με τον “Κουρέα της Σεβίλλης” στο Teatro di San Carlo της Νάπολι! Περίπου όλοι οι τραγουδιστές άρχιζαν πάρα πολύ νέοι και με τα δυσκολότερα έργα».

Στην πρώτη μαθητική της παρουσίαση, στο Ωδείο Αθηνών, η Μαρία ερμηνεύει για πρώτη φορά το ντουέτο της «Νόρμα» με την Αρντα Μαντικιάν. Σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις της αναφέρει ότι θεωρούσε τη Νόρμα ως τον πιο δύσκολο ρόλο για μια σοπράνο. Πόσο σοφό ήταν να καταπιαστεί με κάτι τόσο απαιτητικό από τα 16 της χρόνια;

«Τουλάχιστον η Νόρμα είναι bel canto και ακριβώς λόγω της μεγάλης φωνητικής πειθαρχίας που απαιτεί δεν επιτρέπει να κάνει κανείς πολύ μεγάλες απρονοησίες. Η Σαντούτσα και η Τόσκα είναι πιο επικίνδυνες».

Πολλοί έχουν μιλήσει για μια φωνητική ανομοιογένεια στη φωνή της – σαν να είχε τρεις διαφορετικές φωνές. Αυτό ήταν κάτι που προέκυψε την εποχή που σπούδαζε;

«Αν μια φωνή έχει τρεις νότες, αυτές είναι πολύ πιθανό να ακούγονται ομοιογενείς, αν έχει τρεις οκτάβες, όπως της Κάλλας, η ομοιογένεια εκ των πραγμάτων είναι μάλλον απίθανη! Τόσο απλό! Οι χαμηλές νότες του πιάνου με τις ψηλές σάς ακούγονται “ομοιογενείς”; Φυσικά και όχι! Επιπλέον, η ιδιοφυής χρήση αυτής της υποτιθέμενης “ανομοιογένειας” προσφέρει στην Κάλλας μια ατελείωτη χρωματική παλέτα και τη δυνατότητα να εκφράζει ανάγλυφα και αποκαλυπτικά το νόημα που θέλει να δώσει σε κάθε φράση».

Για πρώτη φορά ως «Τόσκα» του Πουτσίνι, σε έναν από τους σημαντικότερους ρόλους της, σε παραγωγή της ΕΛΣ, το 1942.

Η κριτική που έχει γίνει στην Ντε Ιντάλγκο από κάποιους μαθητές της ήταν ότι στην πραγματικότητα δίδασκε βάσει της δικής της σκηνικής και τραγουδιστικής εμπειρίας, ότι κυρίως δίδασκε ιταλικό ρεπερτόριο, με αποτέλεσμα να μην είναι μια ολοκληρωμένη δασκάλα.

«Και πολύ καλά έκανε! Θεωρώ πολύ σωστό και υπεύθυνο να διδάσκουν οι δάσκαλοι αυτό που γνωρίζουν και όχι αυτό που δεν γνωρίζουν! Παρεμπιπτόντως, γνώριζε τέλεια και το γαλλικό ρεπερτόριο και μιλούσε πολύ καλά γαλλικά. Δασκάλους που τα διδάσκουν όλα έχουμε μόνο στο Δημοτικό. Μετά, για το κάθε μάθημα μπαίνει άλλος στην τάξη».

Ο μαέστρος Λεωνίδας Ζώρας διηγείται ότι σε μία από τις πρόβες στη Λυρική κατηγόρησε την Ντε Ιντάλγκο ότι με τον τρόπο διδασκαλίας της έχει προκαλέσει στη φωνή της Μαρίας ένα μπαλάρισμα στις ψηλές νότες. Ενώ αρχικά η Ιντάλγκο το αρνούνταν κατηγορώντας τον ότι το λέει αυτό επειδή η Μαρία έφυγε από το Εθνικό και πήγε στο Ωδείο Αθηνών, εν τούτοις αργότερα – σύμφωνα με τον Ζώρα πάντα – παραδέχτηκε ότι είχε δημιουργηθεί αυτό το πρόβλημα, το οποίο όμως το δούλεψαν μέσα στο 1942 και 1943. Τι γνωρίζουμε για αυτό;

«Επιτρέψτε μου να θεωρώ τελείως απίθανο να συνέβη αυτό: Εάν κάποιος έχει την ελάχιστη ιδέα τού ποια ήταν τότε η Ντε Ιντάλγκο πολύ δύσκολα φαντάζεται έναν νεαρό μαέστρο να πηγαίνει και να της λέει μια τέτοια τεράστια βλακεία, στο όριο της προσβολής! Αν όντως αυτό συνέβη είναι βέβαιο ότι εκείνη θα του απάντησε αυτό που σκέφτομαι… Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι ότι το 1949 που έχουμε τις πρώτες ηχογραφημένες μαρτυρίες της φωνής της 26χρονης Μαρίας, δεν υπάρχει ίχνος μπαλαρίσματος. Δηλαδή κανένα σημάδι τεχνικού προβλήματος, αδυναμίας της εκπνοής-έλλειψης στηρίγματος. Αυτά τα σημάδια κάνουν την εμφάνισή τους το 1958-59 και ακόμη περισσότερο μετά το 1960.

»Το μπαλάρισμα είναι πριν από όλα μυϊκή αδυναμία, θεωρώ λοιπόν εντελώς απίθανο να υπήρχε όταν η Μαρία ήταν ένα θηρίο υγείας και αντοχής μόλις είκοσι χρόνων! Θα ακουστώ λίγο κακός αν θυμηθώ ότι αργότερα ο Ζώρας έγραφε συγκινητικά γράμματα στη Μαρία για το τι ωραία συνεργαζόταν μαζί της τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής ενώ ήταν ο μόνος μαζί με τον τότε διευθυντή της ΕΛΣ Θεόδωρο Συναδινό που είχε συμβάλει στον μισθολογικό υποβιβασμό της το 1945 και ουσιαστικά στην απόφασή της να φύγει από τη Λυρική! Αμφιβάλλω αν η Μαρία το γνώριζε αυτό όταν φωτογραφιζόταν μαζί του το 1957. Τα πρακτικά αυτά βρίσκονται ακόμα στο αρχείο του θεάτρου, πρώτος ο Πετσάλης-Διομήδης τα έφερε στο φως δημοσιεύοντάς τα στο βιβλίο του “Η άγνωστη Κάλλας”».

Και στο βιβλίο του Πετσάλη-Διομήδη τα περισσότερα σχόλια, ακόμη και τα θαυμαστικά, περιέχουν κάτι αρνητικό…

«Ο χώρος του θεάτρου ήταν πάντα πολύ ανταγωνιστικός και μπορώ να καταλάβω τη ζήλια των άλλων σοπράνο όταν η Μαρία τούς έπαιρνε τον ρόλο και θριάμβευε αλλά και όταν απλά βρίσκονταν δίπλα σε αυτό το απίστευτο φωνητικό φαινόμενο που ήταν και καταπληκτική μουσικός και καταπληκτική ηθοποιός και καταπληκτική σε όλα. Τα περισσότερα αρνητικά σχόλια είναι γυναικεία. Οπως και αυτή η ιστορία του τρομερού πάχους. Πώς γίνεται σε όλες τις φωτογραφίες να βλέπουμε μια όμορφη, ψηλή, απλώς λίγο γεμάτη κοπέλα, με πανέμορφα μακριά χέρια, τέλεια για τη σκηνή; Υπήρχε από τότε το photoshop; Δεν νομίζω! Και ναι, η Μαρία πάχυνε πολύ αφότου έφυγε από την Ελλάδα, γύρω στο ’50, αλλά σε καμία περίπτωση το ’40 και μέσα στην Κατοχή».

Πώς θα εξηγούσατε όμως αυτή την αρνητική ατμόσφαιρα;

«Προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω. Δεν νομίζω ότι η Μαρία θα ήταν ένα εύκολο παιδί, δεν νομίζω ότι είχε τους τρόπους και την κομψότητα που απέκτησε αργότερα, δεν νομίζω ότι είχε νιώσει καμία τρυφερότητα και προστασία από το σπίτι της, ήταν διαρκώς σε άμυνα, αλλά δεν νομίζω και ότι αυτού του είδους τα σχόλια τιμούν αυτούς που τα έκαναν».

Αλλο ένα στιγμιότυπο από την «Νόρμα» της Επιδαύρου. Δίπλα στην ντίβα η σπουδαία μεσόφωνος της ΕΛΣ Κική Μορφωνιού.

Λίγους μήνες μετά την αναχώρησή της από την Ελλάδα, η Μαρία δίνει ακρόαση στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης. Της προσφέρονται συμβόλαια για «Φιντέλιο» και «Μαντάμα Μπατερφλάι», τα οποία όμως αρνείται…

«Μμμμμ… τα πράγματα μάλλον δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. Πάντα θεωρούσα ότι αποκλείεται να αληθεύει ένα τόσο εξωφρενικό σενάριο και τώρα, με το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λούρα, έχουμε την εξήγηση. Ακούμε τον σπουδαίο σκηνοθέτη Ντίνο Γιαννόπουλο, με τον οποίο η Μαρία έκανε την πρώτη της “Τόσκα” στη Αθήνα το 1942 και ξανά αργότερα το 1956 στη Μετροπόλιταν (μάλιστα, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου, ενός ακόμα μεγάλου Ελληνα)… Θυμίζω ότι Γιαννόπουλος και Μαρία έφυγαν από την Ελλάδα την ίδια ημέρα το 1945 προτού διαπρέψουν και οι δύο στο εξωτερικό, ο καθένας στον τομέα του! Ο Γιαννόπουλος, λοιπόν, μας φωτίζει το μυστήριο. Η ΜΕΤ δεν προσέφερε στη Μαρία την “Μπατερφλάι” και τον “Φιντέλιο”, όπως αργότερα η ίδια έλεγε, και ούτε εκείνη τα αρνήθηκε γιατί θα ήταν στα αγγλικά. Αυτή η πρόταση δεν έγινε ποτέ!Αυτό που της προτάθηκε ήταν ένα τριετές συμβόλαιο για μικρούς ρόλους και μελέτη! Ισως για τη ΜΕΤ ήταν μια γενναιόδωρη προσφορά προς μια αδέκαρη άγνωστη τραγουδίστρια που είχε ανάγκη βιοπορισμού, αλλά για τη Μαρία ήταν εξαιρετικά υποτιμητικό και σωστά δεν το δέχτηκε! 

»Η Μαρία είχε όχι μόνο το ταλέντο αλλά και πολύ περισσότερη πείρα από τις περισσότερες συνομήλικές της που ξεκινούσαν τότε ως πρωταγωνίστριες. Αυτό το γνώριζε η ίδια αλλά και δεν θα υπήρχε περίπτωση η τετραπέρατη Ντε Ιντάλγκο να την άφηνε ποτέ να δεχθεί ένα τέτοιο συμβόλαιο! Γι’ αυτό και στο αμέσως επόμενο διάστημα προσπαθούσε να ντεμπουτάρει σε έναν πρώτο ρόλο, έστω σε ένα μικρότερο θέατρο. Αλλά έως ότου έρθει η ακρόαση στον πραγματικό και βαθύ γνώστη της φωνής τενόρο Τζοβάνι Ζενατέλο που αμέσως αναγνώρισε το εξαιρετικό χάρισμά της αλλά και το πόσο έτοιμη ήταν για μεγάλα πράγματα και που την έκλεισε αμέσως για “Τζοκόντα” στην Αρένα της Βερόνας το ’47, η Μαρία πέρασε ολόκληρο το 1946 χωρίς να τραγουδήσει πουθενά! Ούτε μία φορά! Ομως η υπομονή της και το αλάθητό της ένστικτο τη δικαίωσαν απόλυτα!».

Πού μπορεί να οφείλεται η πρόωρη κάμψη της φωνής της; Υπάρχουν πολλές θεωρίες…

«…και βγαίνουν ακόμα καινούργιες. Οτι άρχισε τόσο μικρή, το βαρύ ρεπερτόριο, η διαρκής εναλλαγή διαφορετικού ρεπερτορίου, το απότομο και υπερβολικό αδυνάτισμα, η χαλάρωση της μελέτης με τις κρουαζιέρες και τη θάλασσα, η κακή της ψυχολογία από τον χωρισμό με τον Ωνάση, μια σοβαρή ασθένεια που λέγεται νομίζω δερματομυοσίτιδα, μια άλλη ασθένεια που κάποιος υποστήριζε πρόσφατα στο Internet… Δεν ξέρω. Δεδομένου ότι και ένα από όλα αυτά μπορεί να διαλύσει έναν άνθρωπο, μου φαίνεται θαύμα το πώς μπόρεσε και έκανε όλα αυτά τα καταπληκτικά που έκανε. Εγώ υποκλίνομαι!».

Εχουν γραφτεί τερατώδεις ανακρίβειες και ψέματα για τη ζωή της και συνεχίζουν να γράφονται. Τελικά, πού βρίσκεται η πραγματική Κάλλας;

«Ανήκω σε μια γενιά που δεν πρόλαβε να γνωρίσει την ίδια, κυρίως επειδή έφυγε πρόωρα, γνώρισα όμως, και εδώ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πολλούς ανθρώπους από τους πολύ κοντινούς της. Από όλους άκουσα μικρές και μεγάλες ιστορίες πιο ενδιαφέρουσες, πιο ανθρώπινες και πιο αληθινές από αυτές που διάβαζα στα βιβλία! Από τους αγαπημένους Νίκο Ζαχαρίου, Αρντα Μαντικιάν, τη Μαργίτσα Κωνσταντίνου, συμμαθήτρια της Μαρίας στην τάξη της Ντε Ιντάλγκο, έως τον Ντι Στέφανο, τον Ζακ Μπουρζουά, φυσικά την κυρία Κική Μορφονιού και τον κ. Κωνσταντίνο Πυλαρινό και πολλούς ακόμη που αυτή τη στιγμή ξεχνάω. Ολες αυτές οι κουβέντες και οι πληροφορίες που άκουγα για την πραγματική Μαρία με έκαναν να καταλαβαίνω πόσες ασύλληπτες ανακρίβειες και ψέματα διάβαζα τυπωμένα σε διάφορα βιβλία που έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει.

»Η διαστρέβλωση των γεγονότων ξεκινά σε μεγάλο βαθμό από τα βιβλία και τις συνεντεύξεις της μητέρας, της αδελφής και του συζύγου που ο καθένας τους παρουσίαζε τα γεγονότα μέσα από τα δικά του φίλτρα. Δυστυχώς και η ίδια η Μαρία, παρότι άνθρωπος ευθύς και ειλικρινής, συχνά διασκεύαζε λιγάκι την αλήθεια, ειδικά σε θέματα που την πλήγωναν βαθιά και κυρίως όταν ντρεπόταν για κάποιους κοντινούς της ανθρώπους. Οποτε η απάντησή μου θα είναι πολύ απλή: η πραγματική Μαρία Κάλλας βρίσκεται μόνον μέσα στην τέχνη της, εκεί ψάξτε την και πουθενά αλλού!».

Και μια ερώτηση που επανέρχεται ξανά και ξανά στα αφιερώματα για την ελληνίδα υψίφωνο, ξέροντας όμως πόσο έχετε μελετήσει την προσφορά της, θα ήθελα και τη δική σας τοποθέτηση: Τι είναι αυτό που κάνει τη Μαρία Κάλλας τόσο σπουδαία;

«Η όπερα ως τέχνη στηρίζεται σε μια τεράστια σύμβαση. Δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από το να μιλάμε τραγουδιστά! Δεν υπάρχει καμία άλλη τέχνη που μπορεί να γίνει τόσο εύκολα παρωδία και να βγάλει γέλιο. Η Κάλλας όχι απλώς μας κάνει να ξεχνάμε εντελώς αυτή τη σύμβαση, μας κάνει να αισθανόμαστε ότι στα τρίσβαθα της ψυχής μας αυτή είναι η αρχική αλήθεια, η μουσική! Κινητοποιεί και ευαισθητοποιεί ένα συγκινησιακό κομμάτι του εαυτού μας που δεν θα ξέραμε ότι το έχουμε! Η αλήθεια της κάθε ηρωίδας της πάει τόσο βαθιά που ο ρόλος πια ταυτίζεται με την ερμηνεία της και ο ακροατής μαζί της! Φτάνει σε επίπεδα που ίσως ούτε οι ίδιοι οι συνθέτες είχαν φανταστεί. Ο κάθε ένας ρόλος έχει τον δικό του ήχο, τελείως διαφορετική η αθωότητα της Τζίλντα από την Αμίνα της, η ιέρεια Τζούλια της “Βεστάλε” από τη Νόρμα της, η μελαγχολία της Αννας Μπολένα, το αδιέξοδο της Λουτσία, η ευθραυστότητα της Μιμής, η μεγαλοσύνη της Βιολέτας, η περηφάνια της Τόσκα… Για να μη μιλήσουμε για τη Μήδεια, που η ερμηνεία της ξεπερνά όχι μόνο τη φαντασία του Κερουμπίνι, αλλά ίσως και του ίδιου του Ευριπίδη! Συγχωρέστε με αν ακούγομαι υπερβολικός, μιλάω όπως αισθάνομαι».

Σκηνή από την «Τόσκα» του 1942.

Αν υποθέσουμε ότι θέλετε να τη συστήσετε σε ένα νεότερο κοινό, ποιον δρόμο θα τους δείχνατε για να την προσεγγίσουν αποφεύγοντας τις παγίδες που στρεβλώνουν την εικόνα της;

«Μα όταν η ίδια η όπερα παρουσιάζεται πια με τόσο στρεβλό τρόπο, πώς μπορώ εγώ να εξηγήσω σε ένα νέο κοινό τι προσέφερε η Κάλλας; Για να τους πω τι είναι η Μιμή της πρέπει πρώτα να μπορούν να δουν κάπου μια κανονική “Μποέμ”. Πού να τους στείλω να τη δουν; Στο Μόναχο που την παίζουν με πάμπλουτους που παριστάνουν τους φτωχούς για την εμπειρία και τελικά πεθαίνουν από ναρκωτικά ή στο Παρίσι που την παίζουν περήφανα για τρίτη χρόνια με… αστροναύτες;

»Θυμάμαι ένα υπέροχο βίντεο, νομίζω είναι και στο YouTube, που μια ομάδα ερευνητών πηγαίνει σε μια πρωτόγονη φυλή από αυτές που ζουν στα βάθη κάποιας ζούγκλας και κυνηγούν ακόμη με τόξο. Τους δείχνουν διάφορα επιτεύγματα του “πολιτισμένου” κόσμου και καταγράφουν τις αντιδράσεις. Τους δείχνουν, θυμάμαι, τους κήπους των Βερσαλλιών με τους τέλεια κουρεμένους θάμνους σε σχήματα ζώων και οι άνθρωποι αυτοί σοκάρονται, γιατί όπως λένε το φυτό πρέπει να είναι ελεύθερο να πάρει το σχήμα του και δεν έχει δικαίωμα ο άνθρωπος να του το επιβάλλει. Είναι γενικά πολύ καχύποπτοι με αυτά που βλέπουν. Μέσα σε πολλά άλλα τους βάζουν να δουν και να ακούσουν την “Casta Diva” με την Κάλλας. Και τότε αυτοί οι άνθρωποι πρώτα σιωπούν και ακούν και έπειτα λένε: “Δεν ξέρουμε τι είναι αυτό, αλλά είναι κάτι παρά πολύ σπουδαίο”. Είναι συγκλονιστικό!

»Σας το λέω και δεν μπορώ να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου. Θέλω λοιπόν να ελπίζω ότι δεν θα χρειαστώ εγώ για να εξηγήσω σε κανέναν ποια είναι η Μαρία Κάλλας. Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα υπάρξει ποτέ κανένας άνθρωπος που θα δει τον Παρθενώνα πάνω στον βράχο και θα πει “τι είναι αυτό το γκρεμίδι, καλύτερα να φτιάξουμε ένα καινούργιο από πλεξιγκλάς που να αναβοσβήνει”. Θέλω να ελπίζω…».

«Με συγκινεί το ανικανοποίητο της Κάλλας»

Η έκθεση «Unboxing Callas» μέσα από τα μάτια του Βασίλη Ζηδιανάκη που την επιμελήθηκε.

Η Μαρία Κάλλας κι ο διάσημος Καναδός τενόρος Τζον Βίκερς στη «Μήδεια» του Κερουμπίνι το 1961 στην Επίδαυρο.

Πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να στήσει κάποιος μια έκθεση για τη Μαρία Κάλλας;

«Η αλήθεια είναι ότι η πρόταση του Γιώργου Κουμεντάκη να στήσω μία έκθεση για τη Μαρία Κάλλας με εξέπληξε. Στο πρώτο ραντεβού μας πήγα μάλλον με αρνητική διάθεση. Δεν ήμουν σίγουρος πως ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο ακριβώς επειδή είχα συναίσθηση των δυσκολιών. Οταν όμως εκείνος μου μίλησε για τη συλλογή Πυρομάλλη, η οποία περιλαμβάνει σημαντικά ντοκουμέντα από την καριέρα της Κάλλας, και όταν μου είπε πως εμείς δεν θα ασχοληθούμε με τη σχέση της με τον Ωνάση και με όλα αυτά που ιντριγκάρουν τους πάντες και τα βάζουν σε πρώτο πλάνο, μου ήρθε η ιδέα να δείξουμε όλη τη συλλογή με έναν τρόπο αρχειακό. Τέτοιο ώστε να νιώθει κανείς ότι μπορεί με τη βοήθεια αυτής της έκθεσης να μελετήσει το έργο της Κάλλας. Το ζητούμενο δεν ήταν να φτιάξουμε μια συγκεκριμένη αφήγηση αλλά ένα περιβάλλον ανοιχτό σε αφηγήσεις».

Τελικά πού ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία;

«Οτι σχεδόν όλοι, με κάποιον τρόπο, από την εφηβική μας, τολμώ να πω, ηλικία, έχουμε φτιάξει μια εικόνα για την Κάλλας. Καθένας μας έχει μια δική του Κάλλας! Την ίδια στιγμή, μου αρέσει να λέω… δικιά μας είναι η Κάλλας! Είναι ένας μύθος! Εχει γίνει ένας μύθος! Ο οποίος μπορεί να προβάλλεται σε πολλά επίπεδα και να αναγιγνώσκεται σε πολλά επίπεδα. Αυτή ήταν για εμένα η βασική πρόκληση αλλά και το στοιχείο που δίνει ενδιαφέρον στην προσπάθειά μας».

Πώς λοιπόν διαχειρίζεστε το αρχείο Πυρομάλλη;  

«Το φροντίζω, το περιποιούμαι, το βάζω σε ωραία κουτιά… Και τι κάνω μετά; Ανοίγω τα κουτιά μπροστά στο κοινό ή επιλέγω να ανοίξω κάποια, και αυτό το ανοίγω-κλείνω που το ονομάσαμε unboxing (και που έχει σχέση και με τη νέα γενιά που επιδίδεται στην… τελετουργία, στη σύγχρονη κουλτούρα του unboxing) αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια μας έναν ολόκληρο κόσμο».

Και τι περιλαμβάνει αυτός ο κόσμος που αναδημιουργείτε;  

«Είναι ένας κόσμος που ο επισκέπτης καλείται να τον ανακαλύψει μόνος του. Αποφασίζοντας ο ίδιος τι θα δει και πόση ώρα θα σταθεί μπροστά του. Σήμερα που με το κινητό μας καταναλώνουμε εκατομμύρια εικόνες καθημερινά, τις οποίες στο τέλος της ημέρας μπορεί και να μη θυμόμαστε, αναρωτήθηκα πώς φτιάχνεις μία έκθεση για να έχει ουσιαστικό νόημα; Τι προτείνεις στον επισκέπτη μίας έκθεσης; Να τα δει όλα; Μήπως να ανοίξει μερικά από τα κουτιά που εσύ απλώς του προτείνεις, όποια εκείνος θέλει; Να τον βάλεις δηλαδή μπροστά σε κάτι σημαντικό και να του πεις: “Συγκεντρώσου! Κοίτα το!»; Αυτό το παιχνίδι ήθελα να παίξω».

Είστε ένας άνθρωπος που έχει εμπειρία από τον χώρο των εκθέσεων. Με τον χώρο της όπερας ποια η σχέση σας;

«Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ειδικός. Οι κακές γλώσσες μπορεί αυτό να το κακοχαρακτηρίσουν. Διάβασα βεβαίως πολύ, όμως το θέμα μου δεν ήταν η συλλογή όσο γίνεται περισσότερων εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν τα πάντα και που δεν μπορώ (ούτε θέλω) να τους ανταγωνιστώ. Εγώ ήθελα να οργανώσω όλες αυτές τις αφηγήσεις με τρόπο ώστε να οδηγήσουν το κοινό σε έναν δικό του κόσμο».

Η Κάλλας φθάνει στην Επίδαυρο το 1961 με τον Αλέξη Μινωτή και τον διευθυντή της ΕΛΣ Κωστή Μπαστιά.

Δηλαδή;

«Δηλαδή σκέφτηκα να προσεγγίσω εικαστικούς καλλιτέχνες που με ενδιαφέρει η δουλειά τους (με άλλους είχα δουλέψει στο παρελθόν, με άλλους ήθελα να συνεργαστώ) και να τους προτείνω να φτιάξουν καθένας μία καινούργια ιστορία, ανατρέχοντας στο αρχείο Πυρομάλλη. Χρησιμοποίησα δηλαδή το αρχείο ως έναυσμα από το οποίο μπορούν να προέλθουν χιλιάδες ιστορίες και αφηγήσεις. Τις οποίες κάθε επισκέπτης μπορεί να διαβάσει με τον τρόπο του».

Η ανταπόκριση από την πλευρά των καλλιτεχνών ποια ήταν;

«Δεν την περίμενα τόσο θερμή! Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το ενδιαφέρον τους και από τη διάθεσή τους να εξερευνήσουν, ακόμα και με τρόπους που κάποιος θα χαρακτήριζε απρόσμενους, τον μύθο της Κάλλας. Ηταν όλοι πρόθυμοι να σκάψουμε μαζί ακόμα και στον κόσμο των τραυμάτων της Κάλλας, π.χ. στο θέμα της μειωμένης όρασής της ή σε μια βραδιά που το κοινό τη γιούχαρε… Υπήρξαν πολλές όμορφες ιδέες, νομίζω πως οι επισκέπτες θα βρουν ενδιαφέρον σε όσα ετοιμάσαμε».

Από τη δική σας πλευρά ποιο είναι το ζητούμενο; Τι θέλετε να επιτύχετε με αυτή σας τη δουλειά;

«Ας πούμε πως θέλω να κάνω κάτι, να δημιουργήσω έναν χώρο όπου οι φανατικοί της Κάλλας και της όπερας και τα νέα κοινά που μπορεί και να μην ξέρουν πολλά πράγματα να μπορούν να συναντηθούν. Κάτι όπου καθένας θα μπορεί να βρει ενδιαφέρον. Που δεν χρειάζεται να είσαι ο απόλυτος γνώστης του είδους για να το προσεγγίσεις, για να προσπαθήσεις να το καταλάβεις, για να νιώσεις συγκίνηση. Γιατί δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις όλες τις όπερες που έχει τραγουδήσει η Κάλλας για να σταθείς με συγκίνηση μπροστά σε μια φράση που ξαφνικά την ακούς να τραγουδάει».

Τελικά, έπειτα και από αυτό το ταξίδι και επειδή μου είπατε πως καθένας φτιάχνει τη δική του Κάλλας, η δική σας Κάλλας ποια είναι;

«Κρατώ εκείνο που με πονάει περισσότερο: Το ανικανοποίητο του καλλιτέχνη, και μάλιστα ενός καλλιτέχνη που έχει φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο. Μπορώ να βάλω τα κλάματα τώρα που σας το λέω. Το ανικανοποίητο με συγκινεί βαθιά στην Κάλλας γιατί το αποπνέει σε ό,τι και αν κάνει! Αυτή η διαρκής εξέλιξη του καλλιτέχνη μέσα και από τον πόνο. Με προβληματίζει πώς θα υποδεχτεί την έκθεση το κοινό που γνωρίζει σε βάθος την όπερα, είμαι όμως εδώ για να υπερασπιστώ αυτή την ευαίσθητη πλευρά της Κάλλας».

INFO:

Το ντοκιμαντέρ

«Μαίρη, Μαριάνα, Μαρία – Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας». Ιδέα, έρευνα, σενάριο, Βασίλης Λούρας, σκηνοθεσία Μιχάλης Ασθενίδης, Β. Λούρας, παραγωγός Στέλλα Αγγελέτου, οργάνωση παραγωγής Ηώ Καλοχρήστου, επιστημονικοί σύμβουλοι Αρης Χριστοφέλλης, Σοφία Κομποτιάτη. Μια συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την εταιρεία παραγωγής ESCAPE. Προβολή στις 2 Δεκεμβρίου, στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ. Ωρα έναρξης: 18.30.

Το βίντεο-ρεσιτάλ

«H Μαρία Κάλλας στην Ελλάδα, 1937-1945 – Το ρεπερτόριο που ποτέ δεν ακούσαμε…». Καλλιτεχνική επιμέλεια Αρης Χριστοφέλλης. Συμμετέχουν οι μονωδοί: Φανή Αντωνέλου, Βασιλική Καραγιάννη, Νίνα Κουφοχρήστου, Μαρία Κωστράκη, Βιολέττα Λούστα, Χρύσα Μαλιαμάνη, Αρτεμις Μπόγρη, Μαίρη-Ελεν Νέζη, Τάσος Αποστόλου. Στο πιάνο η Σοφία Ταμβακοπούλου. Θα προβάλλεται δωρεάν στην GNO TV από τις 16 Δεκεμβρίου.

Η έκθεση

«Unboxing Callas: Μια αρχειακή εξερεύνηση στη συλλογή Πυρομάλλη και το αρχείο της ΕΛΣ». Καλλιτεχνική επιμέλεια Βασίλης Ζηδιανάκης / ATOPOS cvc. Συνεργάτιδα επιμέλειας Στέφη Στούρη. Σύμβουλος Δημήτρης Πυρομάλλης. Επιστημονική επιμέλεια Σοφία Κομποτιάτη. Συμμετέχουν οι εικαστικοί: Μαρία Βαρελά, Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Πέτρος Ευσταθιάδης, Ελευθερία Κοτζάκη, Χρυσάνθη Κουμιανάκη, Αγγελική Μπόζου, Λυκούργος Πορφύρης, Πάνος Προφήτης, Μάριος Σταμάτης, Αλέξης Φιδετζής, Μαλβίνα Παναγιωτίδη. Καθημερινά 10.00-21.00, μέχρι τις 10 Ιανουαρίου, στον 2ο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος και στο φουαγέ της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ. Είσοδος ελεύθερη.

Στις 7 Δεκεμβρίου θα εγκαινιαστεί και η εγκατάσταση «Visualising the Voice of Callas» στο Φουαγέ της ΕΛΣ. Υπεύθυνος εργαστηρίου Παναγιώτης Παρθένιος.

Καλλιτεχνική επιμέλεια Προγράμματος Ετους Κάλλας:Γιώργος Κουμεντάκης.
Χορηγός Προγράμματος Ετους Κάλλας: ΔΕΗ.
Μέγας Δωρητής ΕΛΣ & Δωρητής Προγράμματος Ετους Κάλλας: Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.