Αν υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο που προσφέρει την αίσθηση ή πιο σωστά την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να γίνεις κοινωνός, συμμέτοχος ή ακόμα και κάτοχος των πάντων, δεν είναι άλλο από τη Νέα Υόρκη.

Και παρότι ο παραπάνω αφορισμός, τον οποίο επιβεβαίωσε μέχρι κεραίας η πρόσφατη εκλογή του πρώτου millennial δημάρχου της πόλης, κατά κόσμον Ζόραν Μαμντάνι, είναι όχι απλώς γνωστός αλλά χιλιομηρυκασμένος, παραμένει καταιγιστικός όταν τον ζεις στο πετσί σου.

Ειδικά αν είσαι Ελληνας, περαστικός ταξιδιώτης από την πόλη και με συμπαντική συνωμοσία που θα φθονούσε και ευπώλητο βιβλίο του Πάουλο Κοέλιο πέφτει στα χέρια σου ένα εισιτήριο για την πιο συνωστισμένη σε σταρ οικουμενικής λάμψης παράσταση του Broadway. Και μάλιστα σε τιμή-«κοψοχρονιά».

Στο «Art» της Γιασμίνα Ρεζά ένας (πολύ) αφαιρετικός πίνακας σύγχρονης τέχνης γίνεται η αφορμή για μια αναμέτρηση για όλα τα άλλα εκτός από την τέχνη

Ναι, για το «Art» το πιο δημοφιλές και αγαπητό – από το κοινό αλλά και από τους ηθοποιούς – έργο της Γιασμίνα Ρεζά, το οποίο ανεβαίνει έως τις 21 του μήνα στο θρυλικό Music Box Theatre της 45ης οδού (δυτικά), χρειάζεται να πληρώσει κανείς αντίτιμο ανάλογο της φήμης και της φωτογένειας των πρωταγωνιστών του: του Νιλ Πάτρικ Χάρις, του Τζέιμς Κόρντεν και του Μπόμπι Καναβάλε.

Αυτό μεταφράζεται σε τιμές των 200, των 300 ή ακόμα και των 500 (ή και 1.000) δολαρίων. Αν με τις ερμηνείες τους αποσβένει κανείς τη διόλου αμελητέα οικονομική επένδυση; Η απάντηση είναι προφανώς υποκειμενική. Η αντικειμενική αλήθεια είναι πως σπανίως έχει κάποιος την ευκαιρία να παρακολουθήσει επί σκηνής τρεις λαοφιλείς και στα καθ’ ημάς ηθοποιούς στη συσκευασία του ενός και κυρίως να απολαύσει μια παράσταση στην οποία δεν υπάρχει τίποτα πολύ, υπερβολικό ή περιττό.

Χολιγουντιανή πανστρατιά

Στο «Art», ένας πίνακας σύγχρονης τέχνης – ολόλευκος για το ανέβασμα του σκηνοθέτη Σκοτ Ελις – λειτουργεί ως θρυαλλίδα που απειλεί να κάνει παρανάλωμα τη φιλία τριών ανδρών: του Σερζ (Νιλ Πάτρικ Χάρις), ο οποίος καταβάλλει 300.000 δολάρια για την αγορά ενός έργου τέχνης, του μέντορά του, Μαρκ (Μπόμπι Καναβάλε), που θεωρεί αποκοτιά και ξιπασιά μαζί την επένδυση σε έναν πίνακα που δεν απεικονίζει τίποτα, και του Ιβάν (Τζέιμς Κόρντεν), για τον οποίο η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, το έργο τέχνης του φανταστικού αλλά τρομερά «εδώ και τώρα» καλλιτέχνη Andrios είναι η αφορμή ώστε οι τρεις φίλοι που βρίσκονται στο κατώφλι της μέσης ηλικίας να μετρήσουν το μπόι (και την αντοχή) της σχέσης τους.

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης «Art» Τζέιμς Κόρντεν, Νιλ Πάτρικ Χάρις και Μπόμπι Καναβάλε εν δράσει

Οι τρεις ηθοποιοί δεν είναι μόνο ταιριαστοί στους ρόλους τους – θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από κάστινγκ του Broadway; – ή απλώς υποδειγματικοί στον τρόπο με τον οποίο αποδίδουν καθένας τον ήρωά του, αλλά έξοχοι στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Ναι, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως τώρα που οι σταρ της τηλεόρασης και του κινηματογράφου στρέφονται σωρηδόν στη θεατρική Μέκκα της Νέας Υόρκης – πριν από λίγους μήνες, για παράδειγμα, ο Τζορτζ Κλούνεϊ έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο με το «Καληνύχτα και καλή τύχη», ενώ ο Τομ Χανκς αυτή τη σεζόν πρωταγωνιστεί στο μονίμως sold out «This World of Tomorrow» –, θα εξαργύρωναν απλώς τη δόξα και τη φήμη τους πάνω σε μια σκηνή πολύ μικρή για να χωρέσει τη ματαιοδοξία τους.

Ομως στο «Art», ένα έργο από κατασκευής μινιμαλιστικό και χωρίς περιθώριο για εύκολους εντυπωσιασμούς ή καμουφλάζ πίσω από σκηνικά τεχνάσματα, ο Χάρις, ο Κόρντεν (θες να σηκωθείς και να τον χειροκροτήσεις για τον μανιασμένο μονόλογό του) και ο Καναβάλε κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από το να υποδύονται τους εαυτούς τους.

Αξίζει να φύγει κανείς φτωχότερος από τη Νέα Υόρκη – ή έστω να περάσει αρκετές ώρες στην ουρά για ένα «rush ticket» σε τιμή «τ’ αφεντικό τρελάθηκε» –, για να βγει πλουσιότερος από μια παράσταση το λιγότερο συναρπαστική.

Αρκεί βεβαίως κατόπιν να μη βρεθεί αντιμέτωπος με την αναλαμπή της τραγικής ειρωνείας. Στο «Art» η ιστορία ξεκινά από τα 300.000 δολάρια που δαπανά ο Σερζ για έναν πίνακα ζωγραφικής και το ερώτημα για το πόσο κοστίζει, τιμολογείται και τελικά αξίζει η τέχνη, αν και δεν είναι το κυρίαρχο, επιστρέφει συχνά στη διάρκεια της παράστασης.

Είναι ακριβώς αυτό που δεν πρέπει με τίποτα στον κόσμο να υποβάλει στον εαυτό του όποιος αποφασίσει να ξοδέψει μερικές εκατοντάδες δολάρια για 1 ώρα και 40 λεπτά θεατρικής πράξης, χωρίς διάλειμμα.