Είναι ένα από τα πιο γνωστά, αγαπητά και σημαδιακά ελληνικά θεατρικά κείμενα. Είναι όμως και ένα από τα λιγότερο παιγμένα από επαγγελματικούς θεατρικούς θιάσους.
Iσως είναι το ιστορικό αλλά και το καλλιτεχνικό βάρος, ο πήχης που έθεσαν οι σπουδαίοι συντελεστές (Καζάκος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος, Ξαρχάκος, Ξυλούρης, Σπαθάρης), αλλά και οι 400.000 θεατές που παρακολούθησαν την παράσταση του 1973, καθώς και το γεγονός ότι «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη καταγράφηκε όχι απλώς ως θεατρική παράσταση με ουρανομήκη απήχηση, αλλά ως μια πράξη συλλογικής διαμαρτυρίας και αντίστασης απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών που μεγεθύνει οποιαδήποτε προσπάθεια αναβίωσής του σε αναμέτρηση.
Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας αποφάσισε να αναλάβει την ευθύνη. Σε λίγες ημέρες, στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», θα δώσει τη δική του, σύγχρονη εκδοχή της παράστασης που ανέβηκε για πρώτη φορά στις 22 Ιουνίου 1973 από τον θίασο του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη στο – κατεδαφισμένο πια – θέατρο Αθήναιον της οδού Πατησίων.
Θα δώσει, με άλλα λόγια, ξανά φωνή στον Ρωμιό και το Ρωμιάκι, μέσα από τις ερμηνείες του Δημήτρη Γκοτσόπουλου και της Ελεωνόρας Ζουγανέλη. Δύο καλλιτεχνών αποφασισμένων να προσεγγίσουν τους χαρακτήρες που έπλασε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης όχι σαν μουσειακό είδος, αλλά σαν ήρωες που εξακολουθούν να ζουν, να μιλούν, κυρίως να ελπίζουν και να αγωνίζονται μέσα στον καθένα από εμάς.

© Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιανός, Styling: Αριστείδης Ζώης
Ελεωνόρα Ζουγανέλη:
«Η ουσία του έργου βρίσκεται στο γεγονός ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται»
Κατ’ αρχάς, αναρωτιέμαι για τη σχέση σας με το αρχικό ανέβασμα του έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Είχατε αναφορές ή πληροφορίες για την παράσταση του 1973;
«Είχα πληροφορία από τους γονείς μου – που την είχαν παρακολουθήσει – και πληροφορίες από τον κόσμο που είχε βρεθεί σε εκείνη την παράσταση, καθώς και αναφορές από τα τραγούδια. Την ιστορία όμως του έργου δεν την είχα δει ποτέ ζωντανά επί σκηνής».
Και πώς σας φαινόταν αυτή η ιστορία, δεδομένου ότι μιλάμε για ένα έργο που είναι τοποθετημένο σε μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική, πολιτική και κοινωνική συνθήκη;
«Για να είμαι ειλικρινής, αρχικά, πριν δηλαδή εγώ μπω μέσα στο έργο και το μελετήσω, πίστευα ότι η μεγάλη του απήχηση εκείνη την εποχή οφειλόταν κυρίως στη χούντα. Θεωρούσα ότι ήταν πολύ επαναστατικό το να παρουσιάζεται μια παράσταση τόσο κόντρα στην τότε εξουσία. Τώρα που έχω εμβαθύνει στο έργο, συνειδητοποιώ πως η ουσία του βρίσκεται στο γεγονός πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται.
Το έργο του Καμπανέλλη στέλνει το μήνυμα, με ένα “κλείσιμο του ματιού”, ότι αν δεν αλλάξουμε εσωτερικά, αν δεν δούμε τη ζωή αλλιώς, δυστυχώς φαινόμενα όπως αυτά που περιγράφει θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Είναι πολύ αφυπνιστικό για την εποχή μας, και μάλιστα με τρόπο τρυφερό».
Συγκρίνοντας τη θεατρική συνθήκη τού τότε με το σήμερα, πιστεύετε ότι έχουμε εξελιχθεί ως πολίτες; Είμαστε πιο υποψιασμένοι, πιο συνειδητοί, πιο αφυπνισμένοι;
«Θεωρώ ότι πάντα υπάρχουν – και αυτό υπογραμμίζει το έργο – πολίτες που είναι πιο ρομαντικοί. Αυτοί που πιστεύουν ότι τα πράγματα θα αλλάξουν χωρίς οι ίδιοι να κάνουν κάτι. Αυτή τη μερίδα εκπροσωπώ εγώ στο έργο. Το Ρωμιάκι είναι ένα κορίτσι που δεν γνωρίζει πολλά, αλλά θέλει να πιστεύει ότι όλα πηγαίνουν ή θα πάνε καλά. Εκπροσωπεί την πιο ρομαντική πλευρά του λαού.

© Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιανός, Styling: Αριστείδης Ζώης
Αντίθετα, ο Ρωμιός, τον οποίο ερμηνεύει ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, καθρεφτίζει την πιο υποψιασμένη και κατασταλαγμένη πλευρά.
Αυτό το δίπολο πιστεύω ότι υπάρχει και σήμερα. Υπάρχουν πολίτες ενημερωμένοι, υποψιασμένοι, που έχουν πάψει να πιστεύουν στα θαύματα, και υπάρχει και μια λαϊκή μερίδα που θέλει να πιστεύει – είτε από έλλειψη δύναμης ή γνώσης είτε επειδή είναι καλοπροαίρετη – ότι κάτι θα γίνει και τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο».
Υπάρχουν όμως και αυτοί που απλώς επιλέγουν να αγνοούν την κατάσταση και περιορίζονται στον δικό τους χώρο.
«Αυτό νομίζω ότι αρχίζει να φθίνει, γιατί τα πράγματα έχουν δυσκολέψει αρκετά. Περνάμε μια περίοδο έντονης κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής πίεσης.
Η εποχή που κάποιοι έλεγαν “εγώ είμαι καλά, τι με νοιάζει;” νομίζω ότι τελειώνει. Βλέπω, για παράδειγμα, τα νέα παιδιά να έχουν μια περιέργεια, να ρωτάνε. Εχουν μια μεγαλύτερη θέρμη για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση».
«Το έργο του Καμπανέλλη στέλνει το μήνυμα ότι, αν δεν αλλάξουμε εσωτερικά, φαινόμενα όπως αυτά που περιγράφει θα συνεχίσουν να συμβαίνουν».
Οταν σας έγινε η πρόταση να παίξετε στην παράσταση, τι σκεφτήκατε; Σας φόβισαν το μέγεθος και ο μύθος του έργου, το γεγονός ότι τον ρόλο σας είχε ερμηνεύσει η Καρέζη;
«Μου λένε συχνά για την Καρέζη και για το πώς θα κάνω ένα έργο που έχει παίξει εκείνη. Θα σας φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Μέσα από το τραγούδι έχω δοκιμαστεί σε ρεπερτόριο που έχουν ερμηνεύσει μεγάλοι καλλιτέχνες-ορόσημα για εμένα. Ποτέ δεν φοβήθηκα να τραγουδήσω ένα τραγούδι. Δεν μπήκα στη σύγκριση να πω: “Α, το είπε η Χαρούλα Αλεξίου, δεν πρέπει να το πω”. Ισα-ίσα. Θέλω να το εκφράσω με τον δικό μου διαφορετικό τρόπο, αφού έχει περάσει στο DNA μου.
Στο θέατρο, αντίστοιχα, έχουν ερμηνεύσει σπουδαίοι ηθοποιοί μεγάλους ρόλους. Με αυτή τη λογική δεν θα έπρεπε να παίζουμε τίποτα πια. Δεν μπαίνω λοιπόν στη διαδικασία της σύγκρισης, γιατί πιστεύω ότι δεν υπάρχει σύγκριση. Θαυμάζω την Καρέζη, τη νιώθω οικεία, αλλά δεν υπάρχει σύγκριση. Είναι ωραίο να αγγίζουμε αυτά τα έργα, να μην τα αντιμετωπίζουμε ως μουσειακά κομμάτια».
Αυτή είναι η τρίτη σας φορά στο θέατρο. Τι σας έκανε να πείτε «ναι»; Φαντάζομαι μετά την «Πιάφ» θα είχατε πολλές προτάσεις.
«Επιλέγω με βάση το ένστικτο, το οποίο με έχει οδηγήσει σε πολύ ωραίες στιγμές. Σίγουρα έπαιξε ρόλο το ίδιο το έργο, τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου και βέβαια ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας, με τον οποίο είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία στην “Πιάφ”. Ηταν μια σοβαρή και ιερή στιγμή για εμένα εκείνη η παράσταση. Χαίρομαι που συναντιόμαστε τώρα σε κάτι τόσο διαφορετικό».
«Κάθε μέρα έχω αγωνία αν αυτό που κάνω αρέσει, αν έχει καταγραφεί όπως θα ήθελα, αν καταλαβαίνει το κοινό τι πρεσβεύω στη σκηνή».
Είναι καθόλου άβολο να μπαίνετε στον χώρο και τον κόσμο των ηθοποιών;
«Είναι γοητευτικό. Με κάνει να νιώθω πολύ καλά. Πιστεύω ότι το καταλαβαίνουν όλοι εκείνοι με τους οποίους συνεργάζομαι, γιατί μπαίνω με τη χαρά και τη γλυκιά απειρία ενός παιδιού. Ολα με εντυπωσιάζουν».
Οπως και την ηρωίδα σας.
«Ακριβώς. Το θέατρο είναι για εμένα κάτι εντελώς νέο κάθε φορά. Δεν κάνω τίποτα άλλο επαγγελματικά όσο παίζω, οπότε μπαίνω με τα μούτρα στις πρόβες. Είναι σαν ένα διάλειμμα που με οδηγεί σε πολύ ωραίους δρόμους μετά και γι’ αυτό το επιλέγω και θέλω να συνεχίσω να βρίσκομαι κοντά στο θέατρο».

© Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιανός, Styling: Αριστείδης Ζώης
Στη συγκεκριμένη παράσταση παίζει και ο Γιάννης Ζουγανέλης. Πώς είναι η συνύπαρξη πατέρα – κόρης;
«Δεν έχουμε ξαναδουλέψει μαζί και είχαμε μια μικρή αγωνία. Προς το παρόν τα πράγματα πάνε καλά. Ο βασικός μου παρτενέρ στην παράσταση είναι ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος. Με τον πατέρα μου έχουμε μία σκηνή.
Ηταν σημαντικό να εγκλιματιστώ πρώτα πριν κάνουμε πρόβα μαζί. Αν ξεκινούσαμε με μια κοινή σκηνή, δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν αποτελεσματικό, γιατί υπάρχει μια συστολή στη σχέση πατέρα – κόρης».
Σας δίνει συμβουλές;
«Οχι, είναι διακριτικός. Αλλά νιώθω ότι το βλέμμα του ακολουθεί αυτό που κάνω».
Το γεγονός ότι στην Αθήνα το θέατρο ανθεί τα τελευταία χρόνια σάς απασχολεί με την έννοια του ανταγωνισμού;
«Οχι, είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Πήγα σε πάρα πολλές παραστάσεις το καλοκαίρι και έβλεπα τον κόσμο να γεμίζει τα θέατρα. Πάντα πίστευα ότι οι Ελληνες είμαστε θεατρόφιλο κοινό. Δεν με απασχολεί ο ανταγωνισμός. Μακάρι να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο το θέατρο και να αρχίσει να πηγαίνει έτσι και το τραγούδι σιγά-σιγά».
Πιστεύετε ότι το τραγούδι είναι σε ύφεση;
«Θεωρώ πως ναι. Πλέον, τα σχήματα παίζουν μία ή δύο φορές την εβδομάδα».
«Το θέατρο είναι σημαντικό γιατί μου δίνει τον χρόνο απόστασης από το τραγούδι, μου δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσω τις επιλογές μου, τι έκανα σωστά, πού παρασύρθηκα».
Απογοητευτικό για μια τραγουδίστρια;
«Απογοητευτικό γιατί μου αρέσει να δουλεύω. Μπορεί να ακούγομαι εργασιομανής, αλλά νιώθω ζωντανή όταν βρίσκομαι με ανθρώπους και εργάζομαι. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι πρόβες, η ανταλλαγή ιδεών, η ζύμωση. Κάποιοι βρίσκουν την κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, κάπως ξεκούραστη, ότι δεν περνούν τη φθορά ή τη ρουτίνα. Εγώ θα ήθελα να έχω λίγη παραπάνω φθορά».
Παρότι είστε μια πολύ δημοφιλής καλλιτέχνης, κάνετε ποτέ τη σκέψη ότι μπορεί να μην αρέσετε πια στον κόσμο;
«Κάθε μέρα. Κάθε μέρα έχω αγωνία αν αυτό που κάνω αρέσει, αν έχει καταγραφεί όπως θα ήθελα, αν καταλαβαίνει το κοινό τι πρεσβεύω στη σκηνή. Εχω πολύ μεγάλη αγωνία. Και νομίζω ότι αυτή η αγωνία μάς ωθεί να ψάχνουμε κάθε φορά κάτι καινούργιο.
Υπάρχουν στιγμές που η έμπνευση δεν έρχεται και η αγωνία μεγαλώνει και άλλες στιγμές που όλα μπαίνουν σε ροή. Το θέατρο για εμένα είναι σημαντικό γιατί μου δίνει αυτόν τον χρόνο απόστασης από το τραγούδι, μου δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσω τις επιλογές μου στο τραγούδι, τι έκανα σωστά, πού παρασύρθηκα. Είναι μια όμορφη διαδικασία».

© Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιανός, Styling: Αριστείδης Ζώης
Ναι, αλλά δεν έχει και τη δυσκολία της; Εκτός κι αν έχετε φθάσει σε επίπεδα γκουρού.
«Καθόλου γκουρού δεν είμαι. Αλλά στις πολύ δύσκολες στιγμές έχω μια μεγάλη ψυχραιμία».
Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν κάνατε τη σωστή επιλογή να γίνετε καλλιτέχνις;
«Πιστεύω ότι την καλλιτεχνική φύση είναι πολύ δύσκολο να την εγκαταλείψεις. Δεν νομίζω ότι όποιος την έχει ανακαλύψει νιώθει ποτέ ότι έκανε λάθος επιλογή. Ισα-ίσα, είμαι τυχερή που η καλλιτεχνική μου φύση έχει καταφέρει να εκφραστεί και να χαίρει της αποδοχής του κόσμου».
Αραγε η αποδοχή σάς βοήθησε να αποδεχθείτε και εσείς περισσότερο τον εαυτό σας;
«Οχι, με προβλημάτισε περισσότερο με τον εαυτό μου. Ομως η αποδοχή είναι ένα τεράστιο δώρο. Είναι ένα κύμα αγάπης που δεν ξέρω αν συγκρίνεται με κάτι άλλο στη ζωή».
Εχει όμως και το τίμημά της, εννοώ την έκθεση ή ακόμα και την αδιακρισία.
«Το τίμημα είναι πολύ μικρότερο από το δώρο. Με τον καιρό, ξέρετε, αρχίζει να μην αποτελεί καν πρόβλημα».
Δημήτρης Γκοτσόπουλος:
«Κάτω από τη μεγάλη Ιστορία υπάρχει ο μικρός άνθρωπος που παλεύει να σταθεί όρθιος»
Ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη όταν σας πρότειναν να συμμετέχετε σε αυτό το νέο ανέβασμα του «Μεγάλου μας Τσίρκου»;
«Eνιωσα κάτι ανάμεσα σε συγκίνηση και ευθύνη. Δεν είναι ένα απλό έργο. Είναι σημείο αναφοράς για το ελληνικό θέατρο, ένα ζωντανό μνημείο πίστης και ελευθερίας.
Το είδα σαν κάλεσμα να σταθώ απέναντι στην Ιστορία, όχι μόνο ως ηθοποιός, αλλά ως άνθρωπος. Κάθε ρόλος σε αυτό το έργο κουβαλά ψυχές που αγωνίστηκαν να κρατήσουν αναμμένη τη φλόγα. Και αυτή η φλόγα σήμερα είναι πιο αναγκαία από ποτέ, γιατί μας θυμίζει ποιοι είμαστε και τι αξίζει να υπερασπιζόμαστε».
Αλήθεια, τι έχει να πει ένα έργο που γράφτηκε πριν από μισό αιώνα και ανέβηκε σε συγκεκριμένη πολιτικοκοινωνική συνθήκη στο σήμερα; Βρίσκετε συνάφειες του τότε με την εποχή μας;
«Οσο περνούν τα χρόνια τόσο καταλαβαίνω ότι τα έργα δεν γερνούν, οι άνθρωποι τα κάνουν επίκαιρα. Το “Μεγάλο μας Τσίρκο” γράφτηκε μέσα στη χούντα αλλά σήμερα μιλά ίσως πιο καθαρά από ποτέ. Τότε η έλλειψη ελευθερίας ήταν φανερή, σήμερα είναι κρυμμένη, πιο ύπουλη, ντυμένη με τον μανδύα της κανονικότητας.
Τολμώ να πω ότι παγκοσμίως ζούμε μια νέα κεκαλυμμένη χούντα, γιατί μόνο δημοκρατία δεν είναι αυτό που βιώνουμε. Οταν ο άνθρωπος φοβάται να μιλήσει, όταν η πληροφορία χειραγωγείται και η αλήθεια γίνεται προϊόν, τότε το έργο αυτό επιστρέφει για να μας θυμίσει τι σημαίνει πραγματική ελευθερία».

© Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιανός, Styling: Αριστείδης Ζώης
Προσωπικά, τι θα λέγατε πως είναι εκείνο που σας συγκινεί στο συγκεκριμένο κείμενο; Πώς είδατε τον εαυτό σας μέσα του;
«Με συγκινεί η ανθρώπινη διάσταση του κειμένου. Κάτω από τη μεγάλη Ιστορία υπάρχει ο μικρός άνθρωπος που παλεύει να μείνει όρθιος μέσα στη φθορά και το παράλογο και εκεί αναγνωρίζω τον εαυτό μου.
Ο Ρωμιός που υποδύομαι αντιπροσωπεύει τον Ελληνα που έχει δεινοπαθήσει, που έχει πληγωθεί και συνεχίζει να βλέπει το παράλογο να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Καλείται να το αντιμετωπίσει όχι με μιζέρια αλλά με δόνηση τρέλας, αυτής της ιερής τρέλας που γεννά την ελευθερία. Οπως έλεγε και ο Κολοκοτρώνης, “εάν δεν ήμασταν τρελοί δεν θα κάναμε την Επανάσταση”.
Αυτή η τρέλα είναι σήμερα η μόνη άμυνα απέναντι στο κονσερβοποιημένο παρόν και στο politically correct ψέμα».
Τι απαιτεί η προετοιμασία ενός ηθοποιού πέρα από τις πρόβες; Διαβάσατε, ερευνήσατε, τοποθετήσατε με έναν τρόπο τον εαυτό σας σε εκείνη την ιστορική περίοδο και συνθήκη;
«Η προετοιμασία δεν είναι μόνο μελέτη, είναι κυρίως σιωπή. Πρέπει να αδειάσεις για να μπορεί να σε κατοικήσει ο ρόλος. Διαβάζω, ψάχνω, παρατηρώ, αλλά κυρίως προσπαθώ να νιώσω τον παλμό της εποχής, όχι απλώς να τη μάθω. Για εμένα κάθε ρόλος είναι άσκηση αυτογνωσίας, ευκαιρία να συναντήσεις πλευρές του εαυτού σου που δεν ήξερες ότι υπάρχουν.
«Η τέχνη δεν σε χαϊδεύει, σε δοκιμάζει. Αν την πλησιάσεις επιφανειακά, σε εκθέτει, αν της δοθείς ολοκληρωτικά, σε μεταμορφώνει».
Οταν προσεγγίζω μια ιστορική περίοδο, δεν με ενδιαφέρει να την αντιγράψω, αλλά να την καταλάβω εσωτερικά και να τη μεταφέρω στο σήμερα με αλήθεια. Γιατί η Ιστορία επαναλαμβάνεται, απλώς αλλάζει ρούχα».
Το γεγονός πως μιλάμε για μια μεγάλη παραγωγή σε ένα μεγάλο θέατρο σας φοβίζει; Σας αγχώνει; Μπορεί ο χώρος και ο όγκος να είναι πρόκληση για τον ηθοποιό;
«Οχι, δεν με φοβίζει. Ο χώρος από μόνος του δεν είναι ούτε απειλή ούτε εγγύηση. Το θέατρο είναι ζωντανός οργανισμός, αναπνέει μαζί σου. Το μεγάλο θέατρο σε καλεί να μεγαλώσεις και εσωτερικά. Και κάθε φορά που το βλέμμα του θεατή συναντά το δικό σου καταλαβαίνεις ότι το μέγεθος δεν μετριέται σε αριθμούς αλλά σε ψυχές που επικοινωνούν».
Σας έχουμε στο μυαλό μας ως τον νέο, ευειδή, περιζήτητο πρωταγωνιστή. Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε και πώς διαχειρίζεστε τον εαυτό σας; Σας απασχολεί ή νιώθετε ότι μπορεί και να σας εγκλωβίζει η εικόνα σας;
«Δεν με ενδιαφέρει η εικόνα ως αυτοσκοπός. Η εικόνα είναι εργαλείο, όχι ταυτότητα. Αν την υπηρετήσεις, χάνεις την ψυχή σου, αν τη χρησιμοποιήσεις για να φωτίσεις κάτι αληθινό, τότε έχει νόημα. Προσπαθώ να μη βλέπω τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια των άλλων αλλά μέσα από το έργο που αφήνω πίσω μου.
Ο ηθοποιός είναι αγωγός, όχι αντικείμενο. Η επιτυχία, η προβολή, όλα περνούν. Εκείνο που μένει είναι η αλήθεια με την οποία στάθηκες στη σκηνή, απέναντι στους ανθρώπους και απέναντι στον εαυτό σου».
Διάβαζα ότι είδατε για πρώτη φορά θέατρο στα 23 σας χρόνια. Θέλετε να ανατρέξετε σε εκείνη τη στιγμή; Τι θυμάστε; Τι αισθανθήκατε; Τι μάθατε που δεν γνωρίζατε προηγουμένως;
«Την πρώτη μου παράσταση την είδα ένα καλοκαίρι στο Ρωμαϊκό Ωδείο της Πάτρας. Θυμάμαι τη σιωπή του χώρου, το φως πάνω στα πρόσωπα και κάτι μέσα μου να μετακινείται. Εκεί κατάλαβα ότι το θέατρο δεν είναι απλώς τέχνη, είναι τρόπος να ξαναπροσδιορίσεις τη θέση και την ύπαρξή σου μέσα στον κόσμο.
«Το “Μεγάλο μας Τσίρκο” το είδα σαν κάλεσμα να σταθώ απέναντι στην Ιστορία, όχι μόνο ως ηθοποιός, αλλά ως άνθρωπος».
Εκείνη τη βραδιά δεν σκεφτόμουν, ένιωθα. Και αυτό που ένιωθα ήταν αλήθεια. Από τότε πίστεψα πως το θέατρο υπάρχει για να μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο για να καταλαβαίνει, αλλά και για να αισθάνεται»
Ποιος από τους ήρωες που έχετε ερμηνεύσει έως σήμερα θα λέγατε πως ζει πιο έντονα μέσα σας;
«Κάθε ρόλος αφήνει το αποτύπωμά του, αλλά κάποιοι σε καθορίζουν βαθύτερα. Ο Νεοπτόλεμος στον “Φιλοκτήτη” ήταν για εμένα μύηση στην αλήθεια, το πέρασμα από την υπακοή στη συνείδηση.
Ο Δάσκαλος στις “Αγριες Μέλισσες” με δίδαξε πίστη στην ανθρωπιά και στη δύναμη της παιδείας. Ο Πατήρ Νικόλαος στον “Αγιο Ερωτα” μου θύμισε ότι η συγχώρεση είναι πράξη γενναιότητας, όχι αδυναμίας. Και ο Αριθμός 8 στο “42497” του Καπουτζίδη μού αποκάλυψε τη σημασία της αποδοχής και της διαφορετικότητας. Ολοι αυτοί είναι κομμάτια μου, διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας αναζήτησης, του ποιος είμαι όταν δεν παίζω κανέναν ρόλο».

© Φωτογράφος: Κοσμάς Κουμιανός, Styling: Αριστείδης Ζώης
Πώς φανταζόσασταν τον εαυτό σας όταν ήσασταν μικρός;
«Δεν είχα σχέδιο, είχα μια ανάγκη να καταλάβω γιατί υπάρχουμε και τι νόημα έχει αυτό το πέρασμα. Ολα όσα συνέβησαν, οι δυσκολίες, τα λάθη, οι συμπτώσεις, κάπου οδηγούσαν. Και όσο προχωρούσα άρχισα να συνειδητοποιώ με μαθηματική ακρίβεια ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Υπάρχει μια διαλεκτική στα πάντα, μια συγχρονικότητα που μας καθοδηγεί ακόμη και όταν δεν την αντιλαμβανόμαστε. Κάθε εμπειρία, καλή ή δύσκολη, ήταν ένα βήμα προς τη συνειδητότητα. Δεν ονειρευόμουν επιτυχία, ονειρευόμουν αλήθεια. Γιατί, όπως γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στον “Πορφύρα”, “και συ σ’ εσέ ‘χεις μέρος” – κι εσύ έχεις μέσα σου ένα μέρος από τον Παράδεισο. Και ίσως εκεί να κρύβεται η μεγαλύτερη αποκάλυψη, ότι τίποτα δεν είναι έξω από εμάς και εμείς οι ίδιοι είμαστε κομμάτι τού Ολου».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο κέρδος και ποια η μεγαλύτερη απομυθοποίηση που σας έχει δώσει η τέχνη σας έως σήμερα;
«Το μεγαλύτερο κέρδος είναι η γνώση του εαυτού. Η τέχνη με ανάγκασε να κοιταχτώ χωρίς φίλτρα, να δω και τα σκοτάδια και το φως μου. Μου έμαθε την ταπεινότητα της αλήθειας. Η απομυθοποίηση ήταν πως δεν αρκεί το χάρισμα ή η αγάπη, χρειάζεται πειθαρχία, κόπος και συνέπεια ψυχής. Γιατί μόνο τότε αποκτάς το αξίωμα του ταλαντούχου, δεν σ’ το χαρίζουν, το καταθέτεις και το κερδίζεις.
Η τέχνη δεν σε χαϊδεύει, σε δοκιμάζει. Αν την πλησιάσεις επιφανειακά, σε εκθέτει, αν της δοθείς ολοκληρωτικά, σε μεταμορφώνει. Και εκεί βρίσκεται το παράδοξο, ότι το πιο σκληρό της πρόσωπο είναι και το πιο λυτρωτικό».
«Η τέχνη με ανάγκασε να κοιταχτώ χωρίς φίλτρα, να δω και τα σκοτάδια και το φως μου. Μου έμαθε την ταπεινότητα της αλήθειας».
Χωρίς ποια στιγμή σας δεν θα ήσασταν αυτός που βλέπουμε σήμερα;
«Χωρίς τις στιγμές που με δοκίμασαν δεν θα ήμουν αυτός που είμαι σήμερα. Και όταν λέω δοκιμασίες, δεν εννοώ μόνο όσα ήρθαν απ’ έξω, αλλά και εκείνες τις φορές που εγώ ο ίδιος χειρίστηκα λάθος μια κατάσταση, που βιάστηκα να ενθουσιαστώ, να εμπιστευτώ χωρίς όρια και έφαγα τα μούτρα μου. Αυτές οι στιγμές με προκάλεσαν να ανακαλύψω τη δύναμή μου, να μάθω να στέκομαι ξανά.
Με έμαθαν ότι η πτώση δεν είναι αποτυχία, είναι μέρος της διαδρομής προς το φως. Και αυτό το φως κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή προσπαθώ να το φέρω μαζί μου, όχι για να με φωτίζει αλλά για να το μοιράζομαι».
Πριν από λίγα χρόνια βρεθήκατε και ζήσατε για λίγες ημέρες στην ακατοίκητη Πολύαιγο. Τι προίκα σάς έδωσε αυτή η εμπειρία;
«Η Πολύαιγος ήταν μύηση στη σιωπή. Πήγα για λίγες ώρες και τελικά έμεινα τρεις ημέρες. Εκεί ο χρόνος σταμάτησε και έμεινε μόνο το φως, η πέτρα και η θάλασσα. Για πρώτη φορά ένιωσα πως ήμουν ταυτόχρονα μέρος του Ολου και μοναδικός μέσα σε αυτό. Δεν υπήρχε τίποτα να με αποσπά, τίποτα να μου λείπει.
Εκεί κατάλαβα το πιο σημαντικό απ’ όλα, τη δύναμη να μπορώ να σταθώ μόνος μου στον κόσμο και να νιώθω πληρότητα έχοντας μόνο τα απαραίτητα, και αυτά τα απαραίτητα δεν έχουν καμία σχέση με τον άνθρωπο του 2025. Η Πολύαιγος μου χάρισε αυτό, τη σιωπή ως γνώση και την απλότητα ως δύναμη».
INFO: «Το Μεγάλο µας Τσίρκο» στο Θέατρον, Κέντρο Πολιτισµού «Ελληνικός Κόσµος» (Πειραιώς 254, Αθήνα). Πρεµιέρα στις 5 Δεκεµβρίου.
Αγορά εισιτηρίων για την παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» στο in tickets






