Είναι εύκολο να σκέφτεται κανείς την Ευρώπη ως επενδυτικό προορισμό ξεχασμένο από τον χρόνο. Ακόμα και μετά τη φετινή ισχυρή απόδοση, οι ευρωπαϊκές επενδύσεις υστερούν σημαντικά έναντι των ΗΠΑ εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία.

Ωστόσο θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η Ευρώπη ήταν πάντα μια καταστροφική επενδυτική επιλογή: Αν κοιτάξουμε πίσω στον χρόνο, οι ευρωπαϊκές μετοχικές αποδόσεις ήταν επί δεκαετίες αντίστοιχες με τις αμερικανικές, μέχρι την κρίση του ευρώ και την άνοδο των μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών (Big Tech).

Είναι πιθανό οι επενδυτές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη μανία για επενδύσεις εκτός ΗΠΑ που επικρατεί σήμερα, μολονότι οι μετοχές στον υπόλοιπο κόσμο εμφανίζουν φέτος κέρδη 14%, έναντι 2% των αμερικανικών τίτλων (περίπου τα μισά από τα κέρδη των μετοχών στον υπόλοιπο κόσμο οφείλονται στην πτώση του δολαρίου – όλα τα στοιχεία που αναφέρονται έχουν προκύψει βάσει υπολογισμού σε δολάρια).

Ο αντίκτυπος

Και οι ισραηλινές επιθέσεις στο Ιράν, με τον πιθανό οικονομικό αντίκτυπο στην Ευρώπη από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και τα προβλήματα στις θαλάσσιες μεταφορές, αναδεικνύουν τους γεωπολιτικούς κινδύνους που ενέχουν οι επενδύσεις εκτός ΗΠΑ.

Ωστόσο, είναι πάρα πολλοί αυτοί που εστιάζουν στις ευρωπαϊκές φτωχές αποδόσεις μετά το 2010, όταν ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα, και ξεχνούν ότι κάποτε η Ευρώπη αποτελούσε βιώσιμη επενδυτική εναλλακτική. Το τρομακτικό στοιχείο: Από το 2010, ο δείκτης S&P 500 έχει κερδίσει περισσότερο από 500%, ενώ οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν κερδίσει λιγότερο από 150%. Η υπενθύμιση: Τα προηγούμενα 15 χρόνια, από το 1995, ο S&P είχε εμφανίσει κέρδη μόνο 130%, ενώ η Ευρώπη 220%.

Οι «Υπέροχες 7»

Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι άλλαξε την τελευταία δεκαπενταετία και οι επενδυτές πίστεψαν στην αμερικανική ιδιαιτερότητα – και κατά πόσον αυτό μπορεί να αλλάξει και πάλι.

Η απάντηση είναι απλούστατα η άνοδος των λεγόμενων «Υπέροχων 7» (Magnificent Seven), δηλαδή η κυριαρχία της νέας τεχνολογίας των ΗΠΑ που σάρωσε τον κόσμο.

Οι αρχικές επτά μεγαλύτερες εταιρείες – Alphabet, Amazon, Apple, Meta, Microsoft, Nvidia και Tesla (η τελευταία στο μεταξύ ξεπεράστηκε από την κατασκευάστρια τσιπ Broadcom) – ξόδεψαν μεγάλα ποσά στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης (R&D) και σήμερα κυριαρχούν σε αρκετούς εξαιρετικά κερδοφόρους αναδυόμενους κλάδους. Αυτό τους έδωσε ώθηση ώστε να κλείσουν το προηγούμενο έτος με συνολική χρηματιστηριακή αξία μεγαλύτερη από τη συνολική χρηματιστηριακή αξία όλων των εισηγμένων ευρωπαϊκών εταιρειών, σύμφωνα με τα στοιχεία του LSEG Datastream.

Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη είναι ισχυρός δείκτης μελλοντικών κερδών και, για πρώτη φορά πέρυσι, οι σημερινές «Υπέροχες 7» (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Broadcom αντί της Tesla) ξόδεψαν περισσότερα σε έρευνα και ανάπτυξη από ό,τι όλες οι εισηγμένες ευρωπαϊκές εταιρείες μαζί, σύμφωνα με τον Michel Lerner, επικεφαλής έρευνας της UBS HOLT. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέχρι πέρυσι οι δαπάνες των αμερικανικών εταιρειών για έρευνα και ανάπτυξη ήταν τρεις φορές περισσότερες από τις αντίστοιχες των ευρωπαϊκών εταιρειών, ενώ το 2007 ήταν μόλις 1,3 φορές μεγαλύτερες από τις ευρωπαϊκές.

«Είναι κάπως απογοητευτικό για την Ευρώπη», είπε, «καθώς υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη συνήθως δημιουργούν φραγμούς εισόδου στον ανταγωνισμό που συντελούν σε υψηλότερες αποδόσεις των επενδύσεων (ROI) και στην ανάπτυξη με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα». Η αποτυχία της Ευρώπης να συμβαδίσει με την αναδυόμενη τεχνολογία αποτυπώνεται στο γεγονός ότι οι μεγάλες αμερικανικές εταιρίες έχουν πολύ υψηλότερα περιθώρια κέρδους από ό,τι οι μεγάλες ευρωπαϊκές. Στις μικρότερες εταιρείες, ωστόσο, τα περιθώρια είναι παρόμοια.

Οι αποδόσεις

Αν παραλείψουμε τη στρέβλωση των μεγαλύτερων εταιρειών και θεωρήσουμε ότι κάθε μετοχή του S&P έχει την ίδια βαρύτητα – και ότι αυτή δεν είναι ανάλογη με την αξία της μετοχής, όπως γίνεται στον βασικό δείκτη – θα δούμε ότι οι αποδόσεις ΗΠΑ και Ευρώπης ήταν περίπου ίδιες από τα τέλη του 2021 ως τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Δεν είναι τόσο η ιδιαιτερότητα των ΗΠΑ όσο η ιδιαιτερότητα των Υπέροχων 7.

Ομως η διαφορά δεν οφείλεται μόνο στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Η ευρωπαϊκή οικονομία υπήρξε υποτονική μετά την κρίση του ευρώ στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και η άκαμπτη εργατική νομοθεσία σε συνδυασμό με πολιτικές πιέσεις σε ορισμένες περιπτώσεις εμπόδισαν τις εταιρείες να αντιδράσουν γρήγορα μειώνοντας τη δραστηριότητά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη λιγότερο εντατική χρήση εργοστασίων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων, και άρα το ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ΗΠΑ στην απόδοση κεφαλαίου, σε σχέση με αυτό που υποδεικνύει η διαφορά στα περιθώρια κέρδους. Αυτές οι διαφορές εντάθηκαν μετά το 2017 με την απότομη άνοδο των αποτιμήσεων στις ΗΠΑ, η οποία δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη άνοδο στην Ευρώπη. Και πάλι όμως, αυτό αφορούσε κυρίως τις μεγάλες εταιρείες. Οι μικρότερες εταιρείες στις ΗΠΑ διαπραγματεύονται με premium έναντι των ευρωπαϊκών, αλλά περίπου στο ίδιο επίπεδο με το παρελθόν.

Τι έχει αλλάξει λοιπόν; Οσον αφορά τον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει ζήτημα, αλλά δεν έχουν κάνει τίποτα για αυτό ως τώρα. Τουλάχιστον αναγνωρίζουν ότι έχουν πρόβλημα τόσο στο θέμα της έρευνας και της ανάπτυξης όσο και στην αυστηρότητα της ρυθμιστικής νομοθεσίας που λειτουργεί ανασταλτικά.

Στο μέτωπο της οικονομίας, η Ευρώπη έχει αποφασίσει, για πρώτη φορά μετά την κρίση του ευρώ, να ενισχύσει τις κρατικές δαπάνες. Η Γερμανία δείχνει τον δρόμο, δαπανώντας μεγάλα ποσά για την άμυνα και τις υποδομές, κάτι που λογικά θα αναζωογονήσει την οικονομία της – και θα βοηθήσει στην τόνωση της παραγωγικής ικανότητας και των κερδών των επιχειρήσεων. Στο μεταξύ, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώνει τα επιτόκια, αν και η αύξηση των τιμών ενέργειας μετά το χτύπημα του Ισραήλ κατά του Ιράν μπορεί να την κάνει πιο επιφυλακτική.

Το δίλημμα

«Παρατηρούμε μια στροφή» λέει ο Jim Caron, επικεφαλής επενδύσεων της Morgan Stanley Investment Management. «Η Ευρώπη παίρνει ώθηση από τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική, έχει τον θετικό παράγοντα του νομίσματος» λέει.

Ποιο είναι το δίλημμα των επενδυτών; Οι τίτλοι των μεγαλύτερων εταιρειών των ΗΠΑ που είναι πιο καινοτόμες και πιο κερδοφόρες είναι πολύ πιο ακριβοί. Οι ευρωπαϊκές μετοχές είναι πολύ λιγότερο ενδιαφέρουσες, αλλά είναι φθηνές, παίρνουν ώθηση από ενισχυτικά μέτρα και, επιπλέον, προσελκύουν επενδυτές που θέλουν να διαφοροποιήσουν το υπερσυγκεντρωμένο στις ΗΠΑ χαρτοφυλάκιό τους.

Αρκεί η Ευρώπη να μειώσει λίγο το χάσμα των αποδόσεων σε σχέση με τις ΗΠΑ για να καταστεί ελκυστική επενδυτική επιλογή ξανά.