Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς

Γράφουν: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Χρήστος Λογαράς, Γιώργος Μουρμούρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός

Εχουν περάσει 27 ημέρες από την εκδήλωση των ακραίων φαινομένων που έφερε η κακοκαιρία «Daniel» και η χώρα βρίσκεται ακόμη σε φάση αποτίμησης της καταστροφής, ενώ την κατάσταση επιδείνωσε η επέλαση της κακοκαιρίας«Elias» που ακολούθησε την περασμένη εβδομάδα. Καθώς τα λιμνάζοντα νερά παραμένουν σε ορισμένες περιοχές, και χωρίς να έχουν απομακρυνθεί ακόμη όλα τα νεκρά ζώα, η κατάσταση παραμένει τεταμένη. Οι υγειονομικές αρχές κρούουν, μάλιστα, τον κώδωνα για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στις πληγείσες περιοχές της Θεσσαλίας σε ό,τι αφορά στις πιθανές επιμολύνσεις από τα λασπόνερα, αλλά και τους κινδύνους στο πόσιμο νερό.

Οι συνέπειες της καταστροφής, όμως, δεν αφορούν μόνο τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν από την πρωτοφανή κακοκαιρία. Ως μια από τις πλέον παραγωγικές περιοχές της χώρας, η Θεσσαλία αποτελεί νευραλγικό τμήμα της τροφικής αλυσίδας των Ελλήνων: Τα μήλα του Πηλίου, τα δημητριακά του κάμπου, αλλά και τα ψάρια του Παγασητικού είναι κομμάτια της διατροφής μας. Πόσο κινδυνεύουμε από τα εν λόγω προϊόντα και κατά πόσο θα πρέπει να αλλάξουμε τις καταναλωτικές μας συνήθειες μετά την καταστροφή που έφερε ο «Daniel»;

Ανησυχία για επιμόλυνση του εδάφους

Κύριος λόγος ανησυχίας είναι οι πιθανές επιμολύνσεις του εδάφους από τα νερά της πλημμύρας. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να διαχωριστεί η μόλυνση από τη ρύπανση, έννοιες που συχνά συγχέονται, λέει στο «Βήμα» ο Χρήστος Καραβίτης, καθηγητής Διαχείρισης Υδατικών Πόρων και κοσμήτορας της Σχολής Περιβάλλοντος και Γεωργικής Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Μόλυνση είναι ό,τι αφορά μικροοργανισμούς, όπως βακτήρια, μύκητες και ιούς – είναι μια βιολογική διαδικασία που προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Ρύπανση, από την άλλη, είναι οι ρύποι, δηλαδή τα σκουπίδια, τα πετρελαιοειδή κ.λπ.».

Σε ό,τι αφορά στους ρύπους, έναν παράγοντα ρίσκου αποτελούν τα βενζινάδικα από τα οποία μπορεί να έχουν περάσει τα νερά της πλημμύρας που θα καταλήξουν στις εκβολές του Πηνειού. «Οι εκβολές του Πηνειού έχουν υψηλό κίνδυνο ρύπανσης από πετρελαιοειδή. Όμως, η ρύπανση αυτή είναι εύκολα αντιμετωπίσιμη, καθώς τα πετρελαιοειδή δεν διαλύονται στο νερό και μπορούν να αφαιρεθούν» εξηγεί ο καθηγητής.

Παράλληλα, οι Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) αποτελούν μια πιθανή εστία επιμόλυνσης του εδάφους. «Πρέπει να δούμε αν έχουν κατακλυστεί ΧΥΤΑ και πώς έχουν παρασυρθεί και απλωθεί τα απορρίμματα από αυτούς. Τα ανόργανα απορρίμματα δεν προκαλούν τόση ανησυχία όσο τα οργανικά, καθώς τα δεύτερα είναι αυτά που μπορούν να προκαλέσουν μολύνσεις» επισημαίνει ο κ. Καραβίτης.

Τον μεγαλύτερο κίνδυνο, ωστόσο, αντιμετωπίζουν περιοχές από τις οποίες έχουν περάσει χείμαρροι που κατέστρεψαν αποθήκες ζωοτροφών και φυτοφαρμάκων, τα νερά των οποίων είναι σχεδόν βέβαιο πως αποτελούν εστία μόλυνσης. Ο κοσμήτορας του ΓΠΑ εξηγεί: «Οι ζωοτροφές περιέχουν άμυλο, που τις κάνει άριστο υπόστρωμα ανάπτυξης μικροοργανισμών, ιδιαίτερα μυκήτων. Είναι σίγουρο ότι στις ζωοτροφές θα έχουν αναπτυχθεί μικρόβια, καθώς έμειναν για τουλάχιστον 10 ημέρες κάτω από το νερό. Οι μυκοτοξίνες, δηλαδή τοξίνες που παράγονται από μύκητες, μπορούν να μεταφερθούν στην τροφική αλυσίδα αν τις καταναλώσουν ζώα, τα οποία μετά θα καταναλώσουν άνθρωποι. Είναι, λοιπόν, καίριας σημασίας να καταστραφούν οι ζωοτροφές στις κατακλυζόμενες περιοχές. Και όταν λέμε να καταστραφούν, εννοούμε να αποτεφρωθούν. Το ίδιο προφανώς ισχύει και για τα νεκρά ζώα».

Υγειονομική βόμβα τα νεκρά ζώα

«Οταν υπάρχουν νεκρά ζώα στην περιοχή, είναι προφανές ότι ανεβαίνει η επικινδυνότητα του νερού, των εδαφών και των όσων παράγονται σε αυτά» συμπληρώνει ο Γιάννης Καραστέργιος, γενικός διευθυντής της εταιρείας συμβουλευτικής για τον αγροτικό τομέα Agronomia.

Στις πληγείσες περιοχές υπήρχαν, μέχρι και πριν από λίγες ημέρες, αρκετά πνιγμένα ζώα, τα οποία αύξαναν εκθετικά τον υγειονομικό κίνδυνο. Ομως, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 90% των περίπου 100.000 νεκρών ζώων κτηνοτροφίας έχει πλέον περισυλλεγεί και έχει γίνει η διαχείριση (υγειονομική ταφή ή αποτέφρωση) περίπου 70.000 ζώων κτηνοτροφίας και 110.000 πτηνών (κοτόπουλα). Από το υπουργείο επισημαίνουν ότι ο υγειονομικός κίνδυνος έχει πλέον ουσιαστικά εκλείψει.

Τέλος, τα φερτά υλικά έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν επιπλέον ζημιά στο έδαφος, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν μελλοντικές καλλιέργειες. «Οι καρποί της φετινής χρονιάς είναι ως επί το πλείστον για πέταμα, τους ξεχνάμε» ξεκαθαρίζει ο ειδικός, τονίζοντας πως το ζητούμενο πλέον είναι να ελεγχθούν εγκαίρως και να προετοιμαστούν τα εδάφη για τις επόμενες σπορές. Εν τούτοις, σημειώνεται πως μέρος φερτών υλικών (χαλίκια, κόκκοι άμμου, θραύσματα από πέτρες) μπορούν να κάνουν το έδαφος πιο γόνιμο, λειτουργώντας σαν λίπασμα.

«Πρώτα πρέπει να γίνει μια κατεργασία των εδαφών – όργωμα, φρεζάρισμα – και μετά να αναλυθεί η ποιότητά τους» συνεχίζει ο σύμβουλος αγροτικών επιχειρήσεων. «Θα πρέπει αυτό να γίνει νωρίς, πριν μπει η επόμενη καλλιέργεια. Επομένως, αν είναι να γίνει σπορά την άνοιξη, θα πρέπει μέσα στον χειμώνα να έχει ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία». Ο Χρήστος Καραβίτης σημειώνει ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο ή τρία οργώματα, καθώς και αποκομιδή των σκουπιδιών, πριν τη νέα σπορά.

«Πρέπει πρώτα να ανιχνεύσουμε τα σημεία όπου είναι πιο λογικό να υπάρχουν προβλήματα και να εστιάσουμε τους ελέγχους εκεί, προκειμένου να έχουν νόημα οι μετρήσεις» επισημαίνει ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τα προϊόντα που χρήζουν προσοχής

Τα αγροτικά προϊόντα που είναι πιθανό να επηρεαστούν από τυχόν επιμολύνσεις του εδάφους είναι – πρώτα απ’ όλα – αυτά που βρίσκονται στο έδαφος, όπως καρότα, πατάτες, κρεμμύδια και παντζάρια. «Αυτά διατρέχουν τον πιο άμεσο κίνδυνο, καθώς απορροφούν τοξικές ουσίες που βρίσκονται στο έδαφος» λέει από τη μεριά της η πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας Αντωνία Τριχοπούλου. «Τα χημικά μπορεί να προκαλέσουν μακροχρόνια προβλήματα, όπως μεταβολική δυσλειτουργία» διευκρινίζει ο καθηγητής του ΑΠΘ.

Ο Γιώργος Κάργας, καθηγητής Διαχείρισης Υδατικών Πόρων στο ΓΠΑ, συμπληρώνει πως σίγουρα θα πρέπει να προσέξουμε και τις υπόλοιπες βασικές καλλιέργειες του θεσσαλικού κάμπου: Βαμβάκι, στάρι, τριφύλλι, αχλάδια, βερίκοκα, αμύγδαλα, ακτινίδια, επιτραπέζιες ντομάτες, κηπευτικά… «Είναι πιθανό, επίσης, να υπάρξει βλάβη στα δέντρα αν έχουν υπάρξει επιμολύνσεις στο έδαφος και ανάπτυξη μυκήτων λόγω υγρασίας. Αν γίνει αυτό, θα πεθάνουν αρκετά δέντρα – κυρίως μηλιές, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στην υγρασία» επισημαίνει στο «Βήμα» και καταλήγει: «Θα πρέπει να γίνει στράγγιση των εδαφών και ψεκασμός με αντιμυκητιακά φάρμακα. Η στράγγιση θα βοηθήσει να μειωθεί η υγρασία, η οποία και παράγει τη μούχλα».

Το αρμόδιο υπουργείο, πάντως, εμφανίζεται καθησυχαστικό, λέγοντας πως βάσει των πρώτων αποτελεσμάτων των ερευνών, δεν προκύπτει ότι τα εδάφη έχουν μολυνθεί και εκφράζει αισιοδοξία για χρήση τους ξανά ήδη από τον Νοέμβριο. Σύμφωνα με τον Δημοσθένη Σαρηγιάννη, όμως, «λόγω της έκτασης της καταστροφής και των δύσκολων συνθηκών που επικρατούν στο πεδίο, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι η Θεσσαλία θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα εξάμηνο για να επανέλθει».

Σε κάθε περίπτωση, πριν διοχετευθούν στην αγορά, τα προϊόντα περνούν από ελέγχους. «Υπάρχουν δικλίδες ασφαλείας και ποιότητας. Οι λιανέμποροι (π.χ. σουπερμάρκετ) κάνουν ελέγχους, πρέπει όμως να υπάρξει προσοχή στις μικρότερες αγορές» επισημαίνει ο Γιάννης Καραστέργιος. «Στις εξαγωγές, δε, οι έλεγχοι είναι ακόμα πιο εντατικοί».

Επαγρύπνηση για το πόσιμο νερό

Συνεχείς έλεγχοι για τον φόβο ασθενειών

Ενας ακόμα κίνδυνος που «κληροδότησε» στη Θεσσαλία το πέρασμα του «Daniel» και άπτεται της δημόσιας υγείας είναι και το πόσιμο νερό που διοχετεύεται στα σπίτια της περιοχής μέσω αγωγών. Ηδη, στην ευρύτερη περιοχή μετριούνται καθημερινά όσοι μεταβαίνουν στο νοσοκομείο με λοιμώξεις του αναπνευστικού, γαστρεντερίτιδες και σαλμονέλα. Η έξαρση τέτοιων ασθενειών σχετίζεται άμεσα με τις καταστροφές στο δίκτυο υδροδότησης. «Ολα ξεκινούν από το νερό και όλα καταλήγουν στο νερό. Μέσα εκεί θα υπάρχουν και μικροοργανισμοί: ιοί, βακτηρίδια, παράσιτα.

Το μολυσμένο νερό της βρύσης μπορεί να προκαλέσει υδατογενή νοσήματα και τροφιμογενείς λοιμώξεις» λέει ο Παναγιώτης Καράνης, καθηγητής στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Στις τροφιμογενείς λοιμώξεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η χολέρα, η σαλμονέλα και ο σταφυλόκοκκος.

Το νερό του Βόλου κηρύχθηκε πόσιμο μετά από 16 ημέρες, φέρνοντας μεγάλη ανακούφιση στους κατοίκους. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως ο κίνδυνος έχει εξαλειφθεί. «Μέχρι το τέλος του χρόνου θα πρέπει να παρατηρούμε τι δείχνουν οι αναλύσεις, τι παθογόνα βρίσκουμε στο νερό μέσω εργαστηριακών ελέγχων. Το κολοβακτηρίδιο e-coli είναι το πιο βασικό, αλλά υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι, όπως είναι το κρυπτοσπορίδιο, το οποίο μπορεί να προκαλέσει γαστρίτιδες και γαστρεντερίτιδες, που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στον θάνατο ορισμένες ευπαθείς ομάδες» σημειώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας που ειδικεύεται στη μελέτη των παρασίτων.

«Το κρυπτοσπορίδιο δεν το σκοτώνει το χλώριο και μπορεί να επιζήσει ως και δύο χρόνια υπό συνθήκες υγρασίας. Ωστόσο, λόγω κόστους, δεν εξετάζεται εργαστηριακά, όπως και άλλα παραμελημένα παθογόνα (neglected pathogens), όπως είναι το παράσιτο giardia, που προκαλεί λαμβλίαση» προσθέτει ο ίδιος και επισημαίνει ακόμα έναν κίνδυνο: «Δεν πρέπει να αγνοηθεί επίσης η πιθανότητα ανάπτυξης βιοφίλμ στους αγωγούς του νερού. Το βιοφίλμ μπορεί να κατακρατήσει μικροοργανισμούς στους σωλήνες, και αν αναπτυχθεί περαιτέρω, δημιουργώντας στρώμα εντός του σωλήνα, οι μικροοργανισμοί να διοχετευθούν στο νερό λόγω της υψηλής πίεσης».

Βέβαια, η αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων δεν είναι εύκολη. Για να καθαρίσει πλήρως ένας αγωγός, χρειάζονται περίπου 16.000 μιλιγκράμ (mg) χλωρίου ανά λίτρο νερού, σύμφωνα με τον ειδικό. Ομως, το υποφερτό για τον άνθρωπο όριο δεν μπορεί να ξεπερνά τα 0,2-0,5 mg χλωρίου ανά λίτρο. Για τους παραπάνω λόγους, η εξέταση του νερού ανά τακτά χρονικά διαστήματα κρίνεται αναγκαία προϋπόθεση για την προάσπιση της υγείας των κατοίκων των πολύπαθων περιοχών.

Ο Παγασητικός και το Δέλτα του Πηνειού

Η λάσπη απειλεί και το θαλάσσιο οικοσύστημα

Οι χείμαρροι που κατέκλυσαν τη Θεσσαλία πήραν τον δρόμο τους προς τη θάλασσα. Είναι προφανές ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο το θαλάσσιο περιβάλλον. Και αν στο Αιγαίο, λόγω εύρους, το πρόβλημα είναι μικρότερο, η κατάσταση του κλειστού Παγασητικού Κόλπου προκαλεί ανησυχία. Αλλωστε, έχει διαταχθεί η απαγόρευση αλιείας στα νερά του μέχρι νεωτέρας.

«Ο Παγασητικός είναι κλειστός και επομένως κρατά τα φερτά υλικά. Στο Αιγαίο, λόγω της αραίωσης στον όγκο του νερού, δεν υπάρχει εξίσου μεγάλος κίνδυνος» τονίζει ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρηγιάννης. «Τα μαλάκια, όπως για παράδειγμα οι πεταλίδες, συσσωρεύουν ουσίες. Ωστόσο, τα περισσότερα μαλάκια που καταναλώνουμε είναι από ιχθυοκαλλιέργειες, οπότε δεν προκύπτει κίνδυνος από εκεί» λέει στο «Βήμα».

Από την πλευρά της, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής και Παράκτιου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ουρανία Τζωράκη διευκρινίζει: «Ενα άλλο ζήτημα είναι τα κολοβακτηρίδια, με κυριότερο το e-coli. Αυτά μπορεί να αναπτυχθούν στη θάλασσα, όμως έχουν μικρό χρόνο ζωής και μέσα σε λίγες ώρες ηλιοφάνειας πεθαίνουν. Γίνεται αυτοκαθαρισμός του θαλάσσιου περιβάλλοντος».

Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει ότι ο πραγματικός κίνδυνος για το θαλάσσιο περιβάλλον εντοπίζεται στα σημεία όπου εκβάλλει λάσπη από τις πλημμύρες, με κυριότερο το Δέλτα του Πηνειού. «Η λάσπη αυτή περιέχει φωσφορικές και νιτρικές ενώσεις από όσα έχει παρασύρει. Το αν αυτό θα αποτελέσει πρόβλημα για την υγεία του θαλάσσιου οικοσυστήματος εξαρτάται από το πού θα φτάσει το πλούμιο του Πηνειού, δηλαδή η λάσπη με τα φερτά υλικά» σημειώνει και καταλήγει: «Λόγω των νιτρικών, των φωσφορικών, αλλά και των μικροπλαστικών που θα έχουν μπει στο θαλάσσιο περιβάλλον, είναι πιθανό να παρατηρηθούν τοπικά φαινόμενα ευτροφισμού, δηλαδή να αναπτύσσονται κάποιοι οργανισμοί έναντι άλλων, με συνέπεια την αλλοίωση της βιοποικιλότητας στο οικοσύστημα».

Το Ινστιτούτο Αλιευτικής Ερευνας (ΙΝΑΛΕ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ ξεκίνησε τη δειγματοληψία στον Παγασητικό την περασμένη Πέμπτη (28/9), με τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών να αναμένονται τις επόμενες εβδομάδες.