«Αυτή είναι ίσως η χειρότερη χρονιά της ζωής μου…». Η απάντηση ειλικρινής και αυθόρμητη. Η Φωτεινή Καραμίντζιου, μητέρα υποψήφιας των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων που ξεκινούν στις 30 Μαΐου για τα Γενικά Λύκεια και στις 31 του μήνα για τα Επαγγελματικά, περιγράφει στο «Βήμα» όσα ζουν καθημερινά η ίδια και το παιδί της στον δρόμο προς το πανεπιστήμιο. «Ενα διαρκές τρέξιμο και άγχος να τελειώσεις την ύλη, να τη μάθεις, να τη θυμάσαι και να εξασκηθείς. Δεν υπάρχει σε άλλες χώρες αυτό το χάλι».
Η χρονιά των εισαγωγικών εξετάσεων για τα ΑΕΙ αποτελεί για πολλούς εφιάλτη και κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Υπάρχουν βράδια που βλέπω στον ύπνο μου ότι δίνω Πανελλαδικές και ξυπνάω με ταχυκαρδία, μου έχει μείνει τραύμα» λέει από την πλευρά της η Ελένη Τζάκου για την εμπειρία που βίωσε πριν από τρεις δεκαετίες. Οι Πανελλαδικές στη χώρα μας δεν είναι απλώς εξετάσεις. Είναι μια δοκιμασία που στραγγίζει ψυχικά, σωματικά και συναισθηματικά χιλιάδες οικογένειες.
Και όσο κι αν θέλει κανείς να κρατήσει την ψυχραιμία του, ο φόβος πολλές φορές κυριαρχεί. Συχνά όχι τόσο για την επίδοση όσο από την αγωνία μήπως λυγίσει, σωματικά και ψυχικά.
«Οι γονείς μου λένε να μην κάνω ακρότητες»
«Νιώθω τυχερή που έφτασα μέχρι εδώ, και ειλικρινά δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Τόσα ξενύχτια, το πρωί σχολείο, το μεσημέρι φροντιστήριο και μετά πάλι διάβασμα. Δεν μπορεί όλο αυτό να είναι υγιές και να θεωρείται φυσιολογικό. Οι γονείς μου φωνάζουν να μην κάνω ακρότητες και να βάλω τον εαυτό μου σε προτεραιότητα, αλλά έχω έναν στόχο και θέλω να τα καταφέρω» διηγείται η Αναστασία Π., υποψήφια που σε λίγες μέρες θα βρεθεί για δεύτερη φορά μπροστά στα χαρακτηριστικά καφέ τετράδια που έχουν πάνω τους με μεγάλα μαύρα ψηφία τη χρονιά των εξετάσεων.
Και μάλιστα, δεν είναι μόνο οι γονείς που έχουν να διαχειριστούν το άγχος των παιδιών τους. Και οι καθηγητές που αναλαμβάνουν την προγύμνασή τους πριν από τις εξετάσεις καλούνται να ισορροπήσουν πάνω σε μια τραμπάλα. Από τη μία πλευρά, η πίεση για αποτελεσματικότητα και επιτυχία· από την άλλη, η ανάγκη να σταθούν ανθρώπινα δίπλα στους μαθητές, χωρίς να τους εξαντλήσουν. Κάθε τους κίνηση πρέπει να είναι μετρημένη: να εμπνέουν, χωρίς να τρομάζουν· να πιέζουν, χωρίς να λυγίζουν.
«Δημιουργείται μια προσωπική σχέση με τους μαθητές και το πιο δύσκολο από όλα είναι το τελευταίο μάθημα, όταν με κοιτάζουν στα μάτια και τους λέω «καλή επιτυχία». Είναι σαν να περιμένουν να δουν το βλέμμα μου για να καταλάβουν αν θα τα καταφέρουν ή όχι. Γι’ αυτό και σταμάτησα να κάνω μάθημα την παραμονή των εξετάσεων. Προτιμώ να περάσουν εκείνη την ημέρα όσο πιο χαλαρά γίνεται. Προτείνω να βγουν για μια βόλτα με τους φίλους τους ή με τους γονείς τους» μπαίνει στην κουβέντα η φιλόλογος Μαρία Φασούλα.
«Τα παιδιά δεν έχουν ούτε μία «αργία»»
Βέβαια, πέρα από τον φόρτο εργασίας που επιβαρύνει πολλούς, άλλοι θεωρούν δυσβάστακτο το γεγονός ότι έχουν βάλει τη ζωή τους στον πάγο. «Αυτό που με έχει επιβαρύνει περισσότερο ψυχολογικά είναι η στέρηση των εξόδων» περιγράφει η υποψήφια των Πανελλαδικών Αμελί Παπαδάκη.
«Απέφυγα συνειδητά να συμμετέχω σε κοινωνικές δραστηριότητες, καθώς διαταράσσουν τη ρουτίνα και την πνευματική ισορροπία που χρειάζομαι για να ανταποκριθώ στο διάβασμα. Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να πω ένα Σάββατο βράδυ ότι θα πάω σε μια συναυλία, θα λείψω έξι ώρες, θα κουραστώ και θα χάσω πολύτιμο χρόνο. Την επόμενη μέρα η μελέτη θα ξεκινήσει καθυστερημένα και με μειωμένη απόδοση. Παρ’ όλα αυτά, απομένει πια λιγότερος από ένας μήνας. Και μετά από αυτό θα έχουμε ξανά τον χρόνο και την ελευθερία να περάσουμε όσο καλύτερα γίνεται».
Μπορεί η ελληνική κοινωνία να έχει «κανονικοποιήσει» τις στερήσεις που αναγκάζονται να υποστούν τα παιδιά στην πρώτη τους νιότη λόγω των πανελλαδικών εξετάσεων, ωστόσο η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του αναγκαστικού και του φυσιολογικού μπορεί πολύ εύκολα να… θολώσει.
«Τα παιδιά με τα φροντιστήρια δεν έχουν ούτε μία αργία. Ακόμα και την Κυριακή, που είναι ημέρα που ο Κύριος μας την έδωσε για να ξεκουραζόμαστε, αναγκάζονται να πηγαίνουν να γράφουν διαγωνίσματα από τις 9 το πρωί. Ακόμα και τα γενέθλιά της η κόρη μου δεν μπόρεσε να τα γιορτάσει με τους φίλους της γιατί όλοι είχαν διαγωνίσματα. Ούτε Πάσχα δεν κάναμε. Δεν μπορούμε να το θεωρούμε όλο αυτό φυσιολογικό», σημειώνει η Φωτεινή Καραμίντζιου.
Κρατούν απουσίες για να μην πηγαίνουν
Η Μάτα Μιλντάκου, μητέρα υποψήφιας που δίνει για δεύτερη φορά Πανελλαδικές μεταφέρει τη σκέψη πολλών εφήβων ότι «η Γ’ Λυκείου στο σχολείο είναι χάσιμο χρόνο». Ως διαπίστωση σοκαριστικό. Ομως όλοι πλέον ξέρουν ότι στην πλειονότητά τους οι έφηβοι κρατούν όλες τους τις απουσίες στη διάρκεια της χρονιάς ώστε μετά το Πάσχα να σταματήσουν να πηγαίνουν στο σχολείο μέχρι τις πανελλαδικές τους εξετάσεις.
Οπως εξηγεί η ίδια, «πλέον σχεδόν κανένα παιδί δεν πάει στις εξετάσεις χωρίς φροντιστήριο και κανένα δεν βασίζεται μόνο στο σχολείο του. Αυτές τις ώρες που ξυπνούν το πρωί θα μπορούσαν να κάθονται στο σπίτι και να διαβάζουν. Θα αξιοποιούσαν καλύτερα τον χρόνο τους. Ετσι κι αλλιώς πηγαίνουν φροντιστήριο. Οπότε, ποιο το νόημα;». Μάλιστα, η ίδια επισημαίνει ότι όλη αυτή η διαδικασία έχει δημιουργήσει μια αποστροφή της κόρης της ως προς τα μαθήματα: «Μου είπε ότι μόλις τελειώσει θα κάψει το βιβλίο της Ιστορίας».
Πάντως, ακόμα και αν ένα παιδί μπορεί να διαχειριστεί αυτή τη κατάσταση, πολύ εύκολα μπορεί να «παρασυρθεί» από τις παρέες του, ακόμα και να μπει σε μια διαδικασία σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψηφίους για το ποιος έχει κάνει τις περισσότερες στερήσεις και είναι πιο διαβασμένος: «Τα παιδιά μεταξύ τους μπαίνουν και σε μια διαδικασία σύγκρισης. Σου λέει ο ένας «έλυσα 2.000 ασκήσεις», ο άλλος «3.000 ασκήσεις». Είναι δυνατόν το παιδί που έλυσε τις λιγότερες να μην πάει να δώσει αγχωμένο;» αναρωτιέται η Φωτεινή Καραμίντζιου.
Το σύστημα δεν συγχωρεί «κακή μέρα»
Η ίδια, που πέρασε από τον γολγοθά των εξετάσεων πριν από τέσσερις δεκαετίες, τονίζει τις διαφορές με το σημερινό σύστημα που, δυστυχώς, δεν συγχωρεί «κακή μέρα», παραθέτοντας την προσωπική της εμπειρία: «Εμείς τότε δίναμε 2 χρονιές εξετάσεις. Την πρώτη είχα γράψει στα Αρχαία 19, όμως τη δεύτερη χρονιά στο ίδιο μάθημα μόλις πέρασε η πρώτη ώρα έπεσε μπροστά στα μάτια μου μαύρο. Μέχρι που μας πήραν τα γραπτά δεν μπόρεσα να συνέλθω από το τρελό άγχος που είχα. Είτε κινέζικα είχα μπροστά μου είτε ελληνικά, δεν μπόρεσα να γράψω λέξη. Η επιτηρήτρια με κατάλαβε και μου έφερε νερό για να με βοηθήσει. Με ό,τι είχα γράψει πήρα 12 και με τον μέσο όρο κατάφερα και πέρασα στη Νομική, με το τωρινό σύστημα δεν θα περνούσα. Αυτό που λέω στην κόρη μου, και θεωρώ το πιο σημαντικό, είναι να γράψει με ηρεμία».
Από την πλευρά της, η Μαρία Φασούλα μεταφέρει και την τραυματική εμπειρία μιας μαθήτριάς της πριν από χρόνια: «Μια μαθήτρια, πριν από αρκετά χρόνια, είχε υπερβολικό άγχος. Δεν ήταν ότι διάβαζε υπερβολικά πολύ, αλλά το άγχος της ήταν έντονο. Την πρώτη μέρα που πήγε στο σχολείο για να γράψει Εκθεση, έπαθε κρίση πανικού. Κλήθηκε ασθενοφόρο, μεταφέρθηκε σε δημόσιο νοσοκομείο και τελικά δεν έδωσε εξετάσεις τότε· συμμετείχε αργότερα στις επαναληπτικές».
«Μακάρι να μην υπήρχε αυτή η πίεση»
Δυστυχώς, οι γονείς πολλές φορές βρίσκονται στη μέση. Από τη μία, θέλουν το καλό των παιδιών τους. Από την άλλη, δεν θέλουν να γίνουν συνένοχοι σε μια διαδικασία που φαίνεται απάνθρωπη. Κι όμως, συχνά άθελά τους συντηρούν τον κύκλο του άγχους, γιατί φοβούνται να αφήσουν το παιδί «εκτός συστήματος». «Εμείς ως γονείς έχουμε πει στην κόρη μας ότι δεν χάθηκε και ο κόσμος αν για κάποιον λόγο δεν περάσει. Είναι λάθος νοοτροπία να περάσουμε στα παιδιά μας ότι τελείωσε ο κόσμος αν δεν πετύχουν στις Πανελλαδικές».
Η Μαρία Φασούλα επισημαίνει με βάση την εμπειρία της ότι «υπάρχουν δύο πλευρές. Από τη μία οι γονείς που λένε στα παιδιά τους ότι “εξετάσεις είναι, θα δούμε πώς θα τα πας”, λέγοντας ότι πλέον υπάρχουν πολλές εναλλακτικές. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που περιμένουν από τα παιδιά τους να εκπληρώσουν το όνειρο που εκείνοι δεν κατάφεραν». Η Ελένη Τζάκου, που δεν κατάφερε να περάσει σε κάποια σχολή, αναφέρει πως «η ζωή μου δεν τέλειωσε, αντίθετα τα κατάφερα μια χαρά στον επαγγελματικό τομέα».
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα πρέπει να σταματήσουμε να μεγαλώνουμε «επιτυχημένα» παιδιά. Σύμφωνα με έρευνα του Χάρβαρντ, 81% των παιδιών πιστεύουν ότι οι γονείς τους δίνουν μεγαλύτερη αξία στην επίτευξη και την ευτυχία παρά στη φροντίδα για τους άλλους. Στον αντίποδα, περισσότεροι από 90% των αμερικανών γονέων δηλώνουν ότι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητές τους είναι τα παιδιά τους να είναι συμπονετικά. «Υπάρχουν γονείς – όπως και οι δικοί μου – που δεν επιβάλλουν τα “θέλω” τους στο παιδί, ούτε στο τι θα σπουδάσει.
Για παράδειγμα, ο πατέρας μου έχει σπουδάσει χημικός, αλλά ποτέ δεν με ώθησε να ακολουθήσω αυτή την κατεύθυνση. Αυτό που βλέπω – και μέσα από τους συμμαθητές μου αλλά και από φίλους μου στο φροντιστήριο – είναι πως υπάρχει αυτή η πίεση που μπορεί να ασκηθεί και έμμεσα. Μπορεί να γίνει με ένα απλό τηλεφώνημα, με μία κουβέντα τύπου “διάβασε, έχεις λείψει πολλές ώρες”, ενώ εγώ μπορεί να έχω διαβάσει όλη μέρα στο αναγνωστήριο και απλώς να έκατσα μισή ώρα με τα παιδιά για να ξεσκάσω.
Ή το άλλο: “Τα έχεις μάθει όλα; Είσαι έτοιμος; Μην τύχει και πέσει κάτι που δεν ξέρεις”. Δηλαδή, ο αστάθμητος παράγοντας που προσπαθείς να τους εξηγήσεις – ειδικά για την Εκθεση – ότι όσο και να προετοιμαστείς, τελικά παίζει ρόλο η στιγμή. Δεν σημαίνει πως δεν έχει γίνει προετοιμασία, αλλά ότι δεν μπορείς να ελέγξεις τα πάντα. Μακάρι να μην υπήρχε αυτή η πίεση. Να ήταν οι γονείς καθαρά υποστηρικτικοί. Βέβαια, δεν ξέρω αν τότε τα παιδιά θα το εκμεταλλεύονταν και θα γίνονταν πιο χαλαρά, όμως πιστεύω πως σε ένα περιβάλλον χωρίς αρνητικότητα και άγχος τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμη καλύτερα από αυτά που βλέπουμε τώρα» καταλήγει η Αμελί Παπαδάκη.