Η συμπάθεια προς τις ΜΚΟ κοινωνικού σκοπού δεν έχει ιστορία στη χώρα μας. Αντίθετα, σε μια κοινωνία που θεωρεί πως όσα δεν μπορεί να κάνει η οικογένεια θα πρέπει να τα κάνει το κράτος, όπου η εμπιστοσύνη σε μη συγγενείς είναι πολύ χαμηλή, όπου οι νόμοι υπάρχουν για να ελέγχουν τους άλλους (αλλά όχι τους δικούς μας), όπου τα πολιτικά κόμματα και τα συγγενικά τους συνδικάτα ηγεμόνευαν τον δημόσιο διάλογο – σε μια τέτοια κοινωνία δεν ανθίζει αυτοφυώς το λουλούδι μη κυβερνητικών οργανώσεων. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ανθίζει ποτέ και καθόλου. Από τη στροφή της χιλιετίας κι έπειτα βλέπουμε μια συστηματική αύξηση του αριθμού, της ποικιλίας αλλά και της δραστηριότητας των ΜΚΟ.

Ηταν μια καλοδεχούμενη εξέλιξη. Οι οργανώσεις αυτές έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούν την προσφορά αλληλεγγύης όπου και όποτε αυτή παρουσιάζεται. Και έχουν την επαφή με την πλευρά της ανάγκης (της ζήτησης για αλληλεγγύη) ώστε να ανταποκρίνονται με ταχύτητα και αμεσότητα. Αρκετά συχνά εισάγουν πειραματικούς τρόπους για δοκιμή, βελτίωση και συνεχή προσαρμογή – ενόσω λύνουν πιεστικά προβλήματα. Ετσι προσφέρουν ένα χρήσιμο εργαστήριο καλών και καινοτομικών πρακτικών που θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένα Δημόσιο που φιλοδοξεί (και οφείλει) να αντιμετωπίζει τα προβλήματα στην ολότητά τους.

Και επειδή οι οργανώσεις αυτές είναι χρήσιμες, για τον λόγο αυτόν συχνά μεγαλώνουν. Και εκεί ξεκινούν τα προβλήματα της «ενηλικίωσης» και της μεγάλης κλίμακας δραστηριότητας. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, καθώς πετυχαίνουν και επιχειρούν να μεγαλώσουν. Τότε, που χάνεται ο έλεγχος του ιδρυτή, απαιτούνται κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και λογοδοσίας. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη φάση – επειδή δεν καλούνται να κάνουν τα ίδια πράγματα σε μεγαλύτερη ποσότητα, αλλά πρέπει να προσαρμόσουν τους μηχανισμούς, τις πρακτικές, τους συναγερμούς και την πιστοποίηση ποιότητας και διαφάνειας: όλα όσα χρειάζεται να στηθούν όταν παύει ένας μόνο άνθρωπος να ελέγχει τα πάντα και όταν η εύρυθμη λειτουργία εξαρτάται από ρουτίνες, διαδικασίες και απρόσωπους μηχανισμούς.

Στην οικονομία όταν αστοχεί η διακυβέρνηση, η λύση δεν είναι να κλείνουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις που δεν ξέρουν πώς να μεγαλώσουν. Με τον ίδιο τρόπο, όταν καταρρέει η αξιοπιστία μίας ΜΚΟ, η λύση δεν είναι να τιμωρήσουμε και να κλείσουμε και τις υπόλοιπες. Χρειαζόμαστε έλεγχο, εργαλεία παρακολούθησης, διακυβέρνηση, αξιολόγηση. Δεν χρειαζόμαστε το ποτάμι μίσους και μιζέριας. Στην κοινωνία που δεν κινητοποιούνται οι πολίτες και ο Τρίτος Τομέας, οι πρώτοι χαμένοι είναι όσοι έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Η κυρία Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην γενική διευθύντρια στο SolidarityNow.