Οσο ο εκλογικός χρόνος μειώνεται και η επόμενη εκλογική αναμέτρηση πλησιάζει, δικαστικές έρευνες για σειρά υποθέσεων αλλά και προβληματισμοί για την εφαρμογή στην πράξη του νόμου περί ευθύνης υπουργών εξελίσσονται σε κρίσιμες παραμέτρους των πολιτικών στοχεύσεων τόσο της κυβέρνησης όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης ή εκείνων η κυοφορία των οποίων βρίσκεται στα σκαριά.
Με ανοικτές τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες στην Εξεταστική της Βουλής, αλλά κυρίως τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τις παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ και σειρά άλλων υποθέσεων, έχει ανοίξει το κεφάλαιο του νόμου για την ποινική ευθύνη των πολιτικών, ένα θέμα που πάντα κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο όταν είναι ανοικτές έρευνες για καταχρήσεις δημόσιου χρήματος ή άλλες σκανδαλώδεις συμβάσεις.
Με αφορμή τις συντονισμένες έρευνες για τον ΟΠΕΚΕΠΕ (από Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, Εισαγγελία Οργανωμένου Εγκλήματος, Αρχή για το Ξέπλυμα και άλλες) σε πολιτικό αλλά και νομικό επίπεδο, ξεκίνησαν προσεγγίσεις, με ανάλογα δημοσιεύματα στον Τύπο αλλά και απόψεις πολιτικών και συνταγματολόγων, σχετικά τις δυνατότητες που μπορεί να διαθέτει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Το Σύνταγμα και οι ερμηνείες
Η συζήτηση και οι αντίθετες απόψεις, που προσέλαβαν πολιτικές διαστάσεις με αφορμή τις ανοικτές έρευνες για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, περιστράφηκαν στο αν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να προχωρήσει σε δίωξη ελλήνων πολιτικών (υπουργών) παρακάμπτοντας το πολυσυζητημένο άρθρο 86 του Συντάγματος. Αρθρο που δίνει τη δυνατότητα μόνο στη Βουλή να διώκει πολιτικούς και να τους στέλνει για περαιτέρω έρευνα ή δίκη στη Δικαιοσύνη.
Σε εκδήλωση που οργάνωσε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νικόλας Φαραντούρης, παρουσία και της Μαρίας Καρυστιανού, στις Βρυξέλλες, συνταγματολόγοι που παραβρέθηκαν εξέφρασαν απόψεις ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να κινηθεί σε βάρος ελλήνων πολιτικών παρά την απαγόρευση του άρθρου 86. Οι απόψεις αυτές, που υποστηρίχθηκαν και από άλλες πλευρές, με δυο λόγια στηρίχθηκαν σε επιχειρηματολογία που αντλήθηκε από πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, καθώς εκεί κρίθηκε ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερισχύει των δικών μας συνταγματικών διατάξεων.
Ωστόσο, πέραν του ότι διατυπώθηκε ισχυρός αντίλογος σε επίπεδο συνταγματολόγων με τον Ευάγγελο Βενιζέλο και άλλους, το ουσιαστικό στην υπόθεση είναι πως οι σχετικοί προβληματισμοί έκλεισαν από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», τόσο οι εντεταλμένοι στη χώρα μας εισαγγελείς, εκείνοι που υπηρετούν στο εθνικό κλιμάκιο για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όσο και ο έλληνας εισαγγελέας που υπηρετεί στο Λουξεμβούργο, στα κεντρικά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, Νίκος Πασχάλης, αλλά και ανώτατοι δικαστικοί και εισαγγελείς έχουν αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο με σειρά από νομικά επιχειρήματα.
Αλλωστε, κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Ελλάδα, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Λάουρα Κοβέσι είχε επαναλάβει τις μόνιμες αντιρρήσεις της για τις προστατευτικές διατάξεις που διαθέτει το ελληνικό Σύνταγμα για τους πολιτικούς και είχε ζητήσει την αλλαγή τους, χωρίς ωστόσο να δηλώσει ότι προτίθεται – κάτι που δεν μπορεί να γίνει, όπως τονίζουν νομικές και δικαστικές πηγές – να υπερπηδηθούν οι συνταγματικές διατάξεις.
Θολή η παραγραφή;
Και ενώ το κεφάλαιο για διώξεις υπουργών από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ξεκαθαρίσει, καθώς έχει αποκλειστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εν τούτοις το μείζονος σημασίας ζήτημα της παραγραφής τυχόν αδικημάτων για υπουργούς της παρούσας κυβέρνησης παραμένει, τουλάχιστον στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου και των πολιτικών αντιπαραθέσεων, αλλά και επί της ουσίας στην πράξη αδιευκρίνιστο.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, γιατί το θέμα της παραγραφής για τυχόν αδικήματα υπουργών είναι κάτι που σίγουρα θα επανέλθει και ενδεχομένως τελικά κριθεί δικαστικά.
Με την αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε – για πρώτη φορά – η εξαιρετικά σύντομη παραγραφή που για χρόνια προβλεπόταν για τους υπουργούς. Τα αδικήματά τους παραγράφονταν αν περνούσαν δύο βουλευτικές σύνοδοι από τότε που τα διέπραξαν. Μετά τη συνταγματική αλλαγή που καθόρισε στο εξής (δηλαδή σήμερα) οι υπουργοί να έχουν παραγραφές για τυχόν αδικήματά τους ανάλογες με εκείνες που έχουν οι απλοί πολίτες, ψηφίστηκε και νόμος για αυτό, τον Απρίλιο του 2025. Νόμος εκτελεστικός, όπως λέγεται, του Συντάγματος. Και εδώ αρχίζουν οι προβληματισμοί και οι διαφορετικές πολιτικές αλλά και νομικές προσεγγίσεις.
Αυτός ο νόμος που ισχύει πλέον, ο οποίος έχει καταργήσει τη σύντομη παραγραφή για τα υπουργικά αδικήματα, έχει εφαρμογή σε υποθέσεις, για παράδειγμα, όπως τα Τέμπη ή ο ΟΠΕΚΕΠΕ;
Ερωτήματα αυτού του τύπου διατυπώνονται ήδη και σε πολιτικό επίπεδο, με τις απόψεις των συνταγματολόγων να διίστανται, γεγονός που καθιστά το συγκεκριμένο θέμα, που από τη φύση του διαθέτει μεγάλο πολιτικό φορτίο, ζήτημα που θα απασχολήσει όσο οι έρευνες για ΟΠΕΚΕΠΕ και άλλα θα προχωρούν.
Πάντως, σε ένα τεταμένο πολιτικό κλίμα, όπου κυριαρχούν σκληρές αντιπαραθέσεις, ο νόμος για την ευθύνη των υπουργών, ειδικά στο κρίσιμο θέμα της παραγραφής, θα απασχολήσει ενδεχομένως και δικαστικά, αν φθάσει υπόθεση σχετική σε δικαστική κρίση, την ώρα που οι έρευνες των εισαγγελικών και άλλων Αρχών για τον ΟΠΕΚΕΠΕ είναι σε πλήρη εξέλιξη, ενώ η εξεταστική επιτροπή βρίσκεται στη δίνη μιας αέναης κόντρας.
Οι εκτιμήσεις δικαστικών πηγών που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην Εξεταστική εστιάζουν στο γεγονός ότι ο τρόπος που διεξάγεται η κοινοβουλευτική έρευνα προσδίδει κάποια σημαντικά νέα στοιχεία, αλλά όχι τόσα όσα θα μπορούσε αν οι προσπάθειες πολλών βουλευτών στόχευαν στην αναζήτηση της αλήθειας και όχι στην αυτοπροβολή τους και την πολιτική αξιοποίηση της συμμετοχής τους στην Εξεταστική.
Αλλωστε και η κυβερνητική πλειοψηφία δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να κληθούν μάρτυρες που έχει ζητήσει η αντιπολίτευση, ενώ οι κραυγές και οι σκληρές κόντρες επισκιάζουν το όποιο ουσιαστικό έργο διενεργείται στην Εξεταστική, αυξάνοντας την αναξιοπιστία των πολιτών σε αυτού του τύπου τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Υποκλοπές και πάλι
Παράλληλα, το πολιτικό τοπίο μαζεύει κι άλλα σύννεφα από τη συνεχιζόμενη δικαστική διαδικασία διερεύνησης ενός μικρού τμήματος της υπόθεσης για τις υποκλοπές, καθώς το βασικό κομμάτι αυτής της ιστορίας έχει αρχειοθετηθεί.
Η δικαστική διαδικασία, όπως εξελίσσεται, με όσα νέα προκύπτουν από μάρτυρες, αλλά κυρίως από την έρευνα του δικαστηρίου που επιμένει, οδηγούν πολλούς παρατηρητές της δίκης στο συμπέρασμα ότι δεν αποκλείεται, όταν η δίκη τελειώσει – έχει ακόμα αρκετούς μάρτυρες –, να σταλεί από το δικαστήριο η δικογραφία πίσω στην Εισαγγελία για περαιτέρω διερεύνηση πτυχών της υπόθεσης των υποκλοπών, ανοίγοντας επί της ουσίας εκ νέου έρευνα για τις υποκλοπές που ταλάνισαν για μεγάλο διάστημα την πολιτική αντιπαράθεση και κόστισαν στην κυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών και τη διαφύλαξη των αρχών του κράτους δικαίου.
Αν το ενδεχόμενο αποστολής της δικογραφίας από τη δίκη των υποκλοπών στον εισαγγελέα πραγματοποιηθεί, τότε η υπόθεση, που ήταν ως τώρα αρχειοθετημένη, ως έναν βαθμό θα ανοίξει σε εκ νέου έρευνες, ενώ οι υποκλοπές θα βρεθούν και πάλι στο επίκεντρο της πολιτικής κριτικής προς την κυβέρνηση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως το ΠαΣοΚ, ο πρόεδρος του οποίου Νίκος Ανδρουλάκης υπήρξε θύμα παρακολουθήσεων.
Και βέβαια σε όλα αυτά η ολοκλήρωση της ανάκρισης για την παράνομη αλλοίωση του χώρου του δυστυχήματος στα Τέμπη με την απολογία του πρώην υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου κλείνει το κεφάλαιο των ανακρίσεων και η υπόθεση περνά στο κρίσιμο στάδιο της απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου για το αν θα στηθεί Ειδικό Δικαστήριο ή ο πρώην υφυπουργός θα απαλλαγεί. Εξέλιξη εξαιρετικά σημαντική, που αναμένεται μέσα στον προσεχή Φεβρουάριο.






