Δεν είναι πρωτόγνωρη η συζήτηση σχετικά με την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ασφαλώς, η «κρίση» προϋποθέτει μια ριζική επιδείνωση σε σχέση με κάποια προϋπάρχουσα κατάσταση ομαλότητας.

Μπορεί, όμως, επίσης να σημαίνει ότι σε ορισμένες συγκυρίες η καχυποψία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς παροξύνεται, επιδρώντας και σε πολλές άλλες πτυχές της κοινής μας ζωής. Σήμερα μοιάζει να βρισκόμαστε σε μια τέτοια καμπή.

Γνωρίζουμε ότι η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης. Οι επάλληλες κρίσεις της εποχής μας έχουν αποδιαρθρώσει ακόμη περισσότερο το εύθραυστο υπέδαφός της. Και μείζονα γεγονότα, όπως η επάνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ, ρίχνουν ακόμη μία βαριά σκιά πάνω από τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες.

Τίθενται, όμως, πράγματι εν αμφιβόλω στη χώρα μας τα θεμελιώδη της δημοκρατικής πολιτείας, και ανάμεσά τους το κράτος δικαίου; Ας προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το ερώτημα με ορισμένα στοιχεία της έρευνας που παρουσιάσαμε στην ημερίδα «Κράτος Δικαίου, Δημοκρατία και Δικαιοσύνη» (Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα, 6 Φεβρουαρίου).

Η μεγάλη εικόνα επιβεβαιώνει ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς κλονίζεται. Μετρώντας την εμπιστοσύνη σε μια σειρά από θεσμούς της πολιτείας σε μια πενταβάθμια κλίμακα, όπου το 1 σημαίνει «καθόλου εμπιστοσύνη» και το 5 «πλήρης εμπιστοσύνη», παρατηρούμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το ισοζύγιο είναι αρνητικό (ΠΙΝΑΚΑΣ 1).

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σχηματικά τρεις ομάδες θεσμών. Εκείνοι που θα αποκαλούσαμε θεσμούς «Προστασίας και Ευκαιρίας» ανήκουν στους λίγους που εμφανίζουν θετικό ισοζύγιο: η Οικογένεια (+77 μονάδες) και τα Πανεπιστήμια (+24) – με την εξαίρεση, ωστόσο, της χαμηλής εμπιστοσύνης προς το Εθνικό Σύστημα Υγείας (-31). Οι θεσμοί «Ευταξίας» εμφανίζουν επίσης θετικό ή έστω περίπου ουδέτερο ισοζύγιο: Ενοπλες Δυνάμεις (+40), Αστυνομία (-7). Από την άλλη, οι θεσμοί τής εν ευρεία εννοία «Πολιτικής» έχουν τις χειρότερες επιδόσεις: Κυβέρνηση -54, Συνδικάτα -65, ΜΜΕ -66, Κόμματα -71.

Ειδικά η εμπιστοσύνη προς τον μη διαιρετικό θεσμό του Κοινοβουλίου, η οποία θεωρούμε ότι αποτελεί και έναν Δείκτη Πολιτικής Εμπιστοσύνης καθώς πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν θεσμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα (-52) και όπως θα δούμε συνδέεται επίσης με τη χαμηλή εμπιστοσύνη προς τη Δικαιοσύνη (-29).

Οι αξιολογήσεις της Δικαιοσύνης, ειδικότερα, δεν είναι ούτε αυτές ενθαρρυντικές. Στη διάσταση της Αποτελεσματικότητας, οι 9 στους 10 της αποδίδουν το χαρακτηριστικό «Αργή» και οι 3 στους 4 τα χαρακτηριστικά «Ανεπαρκής στην οργάνωση» και «Νομικά δαιδαλώδης».

Στη διάσταση της Ανεξαρτησίας και Αμεροληψίας, 8 στους 10 θεωρούν ότι είναι «Πολιτικά ελεγχόμενη» και περίπου 7 στους 10 «Κοινωνικά άδικη» και «Οικονομικά ελεγχόμενη», ενώ μόλις 1 στους 4 (27%) θεωρεί ότι είναι «Ανεξάρτητη» (ΠΙΝΑΚΑΣ 2).

Εάν εξετάσουμε αυτές τις αξιολογήσεις σε συνάρτηση με τον βαθμό Πολιτικής Εμπιστοσύνης των ερωτώμενων, όπως τον ορίσαμε, διαπιστώνουμε κάτι ενδιαφέρον. Η παράμετρος αυτή δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο όταν μιλάμε για την Αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα, το 91% συμφωνεί ότι η ελληνική Δικαιοσύνη είναι «Αργή», ποσοστό που γίνεται 93% σε όσους έχουν χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη και 84% σε όσους έχουν υψηλή (μια μικρή διαφορά, δηλαδή, της τάξης των 9 μονάδων). Συμφωνούν δηλαδή σχεδόν εξίσου ότι η Δικαιοσύνη πράγματι βραδυπορεί.

Εκεί που οι απόψεις διαφοροποιούνται είναι στα χαρακτηριστικά Ανεξαρτησίας και Αμεροληψίας. Το 79% που θεωρεί ότι η ελληνική Δικαιοσύνη είναι «πολιτικά ελεγχόμενη» γίνεται 87% σε όσους δεν εμπιστεύονται την πολιτική και μειώνεται σε 57% σε όσους την εμπιστεύονται – μια απόσταση της τάξης των 30 μονάδων. Το 27% που θεωρεί ότι είναι «Ανεξάρτητη» γίνεται ακόμη λιγότερο, μόλις 15%, σε όσους έχουν χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη, αλλά εκτοξεύεται στο 63% σε όσους έχουν υψηλή, δηλαδή μια διαφορά 48 μονάδων χωρίζει τις αξιολογήσεις των μεν και των δε.

Η μη εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα επιβαρύνει, επομένως, περαιτέρω τις ήδη αρνητικές αξιολογήσεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης και κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη μοιάζει να πηγαίνουν μαζί. Αυτή η προδιάθεση εκδηλώνεται και στην περίπτωση υποθέσεων που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα και άρα αποκτούν de facto πολιτικό χαρακτήρα.

Δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι το 73% θεωρεί πως η Δικαιοσύνη δεν τις χειρίζεται με επάρκεια, ούτε το 74% και 72% αντίστοιχα που θεωρεί ότι στις υποθέσεις των Τεμπών και των υποκλοπών υπάρχει προσπάθεια συγκάλυψης παρά το ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί και αποδίδει ευθύνες.

Το κράτος δικαίου πορεύεται πάνω στην κινούμενη άμμο μιας ευρύτερης κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Ωστόσο, καθώς οι σημερινές τάσεις ενίσχυσης του αυταρχισμού δεν εκδηλώνονται μόνο στην παγκόσμια περιφέρεια αλλά και στο εσωτερικό των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, ας συγκρατήσουμε ένα ακόμη εύρημα, το οποίο αφορά την αντίδραση των πολιτών στις πρώτες κινήσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ στο πεδίο του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων.

Η σχετική πλειοψηφία τοποθετείται αρνητικά (42%), αν και σχεδόν 1 στους 3 (29%) έχει μάλλον θετική προδιάθεση, ενώ 1 στους 4 (26%) τηρεί στάση αναμονής. Το πολιτικό πρόσημο είναι παραπάνω από εμφανές: οι αρνητικές κρίσεις ενισχύονται καθώς προχωράμε προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος και οι θετικές ενισχύονται προς τα δεξιά – αλλά εκτοξεύονται στο 64% σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί, δεξιότερα της Κεντροδεξιάς δηλαδή. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται επίσης μια έμφυλη και ηλικιακή διάσταση: οι θετικές κρίσεις ενισχύονται στους άνδρες (37% έναντι 29% στο σύνολο) και στις μικρότερες ηλικίες (35% στους 17-34 ετών), ενώ οι αρνητικές στις γυναίκες (47% έναντι 42% στο σύνολο) και στις μεγαλύτερες ηλικίες (52% στους 65+).

Μέσα σε αυτό το διάχυτο κλίμα χαμηλής εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στο κράτος δικαίου, οι ενδείξεις πως υπάρχει ένα προσώρας μειοψηφικό αλλά εν δυνάμει εύφορο έδαφος για αυταρχικές πολιτικές κατευθύνσεις τύπου Τραμπ είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι αναπόδραστο. Εφόσον βέβαια συνεχίζουμε να συμφωνούμε ότι τα θεμελιώδη της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι προς υπεράσπιση, πράγμα που απαιτεί κόπο και διαρκή προσπάθεια – από το πολιτικό σύστημα και από όλους και όλες μας.

Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής της Metron Analysis.