Επαρκούν οι εναλλακτικές πηγές για την πλήρη υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου; Ο σταθμός της Αλεξανδρούπολης θα λειτουργήσει το 2023, δεν σας προβληματίζει ο χρόνος που μεσολαβεί; Και επιπλέον, προκειμένου να μετατραπεί η Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο, δεν απαιτείται ένα διαφορετικό περιβάλλον ασφάλειας και συγκεκριμένα η εξάλειψη της τουρκικής απειλής;
«Ναι, να τα πάρουμε ένα-ένα. Κατ’ αρχάς, έχουμε μιλήσει για σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη το έχει κρατήσει εκτός του πλαισίου των κυρώσεων. Γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ευρώπη, ότι δεν είμαστε σε θέση να επιβάλουμε μία κύρωση η οποία θα πονέσει τελικά περισσότερο εμάς απ’ ό,τι τη Ρωσία και σε αυτή τη θέση η Ελλάδα επιμένει. Σκοπός μας είναι η στρατηγική απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, με αύξηση των πυλών εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ως προς τον χρόνο, άμεση προτεραιότητα είναι η προσθήκη μιας δεξαμενής στη Ρεβυθούσα, η οποία θα διπλασιάσει την αποθηκευτική δυνατότητα του σταθμού. Αυτό μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα. Από εκεί και πέρα, η αναβάθμιση της χώρας σε ενεργειακό κόμβο δεν θεωρώ ότι σχετίζεται με την Τουρκία».
Προσφάτως ανακοινώσατε την επανέναρξη των ερευνών για τα εγχώρια κοιτάσματα. Πόσο ρεαλιστικές είναι οι προσδοκίες;
«Διερευνούμε τις δυνατότητες εξόρυξης εγχώριου φυσικού αερίου, για πρώτη φορά με μεθοδικό και συστηματικό τρόπο. Είμαστε – το τονίζω – συγκρατημένα αισιόδοξοι σε πρώτη φάση για την έρευνα και τη γεώτρηση την οποία θα κάνουμε στην Ηπειρο. Αυτό το κοίτασμα μπορεί να είναι μία ευχάριστη έκπληξη. Η αξιοποίησή του είναι πιο εύκολη και πολύ πιο φτηνή, επειδή βρίσκεται στη στεριά και σε μία περιοχή που δεν έχει κανένα περιβαλλοντικό ζήτημα. Για να καταλάβετε, η υποδομή σε περίπτωση αξιοποίησης του κοιτάσματος καταλαμβάνει μόλις 10 στρέμματα».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον και για τον EastMed;
«Ο EastMed παραμένει μία επιλογή για τη μεταφορά του φυσικού αερίου, αλλά τελικά η αγορά θα καθορίσει αν είναι οικονομικά βιώσιμη».
Διατυπώνεται η άποψη ότι η μέθοδος του εμπάργκο και των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας ίσως δεν είναι η προσφορότερη για τη λύση αυτής της κρίσης και ότι ίσως να χρειάζονται περισσότερες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Εσείς θα συμμετείχατε σε μία τέτοια πρωτοβουλία;
«Αυτή τη στιγμή το μείζον είναι να σταματήσει ο πόλεμος, γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουν και ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με τη Ρωσία. Συνομιλώ τακτικά με τον πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος πράττει πολύ ορθά και συνομιλεί με τον Πούτιν. Αυτή τη στιγμή εξελίσσονται ενέργειες σε τρία πεδία. Πρέπει και η Ουκρανία να εξοπλιστεί ώστε να είναι σε θέση να αμυνθεί και ο δυτικός κόσμος να επιβάλει οργανωμένες κυρώσεις που να πλήττουν πραγματικά τη Ρωσία και ταυτόχρονα οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Ρωσία να παραμένουν ανοιχτοί, στο μέτρο του εφικτού. Πρέπει να εξηγήσουμε στους πολίτες ότι όταν επιβάλλεις κυρώσεις, το κάνεις για έναν μείζονα λόγο, αλλά αυτές δεν είναι μονοσήμαντες. Επωμιζόμαστε και εμείς το κόστος τους και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται και εκεί οι υψηλοί λογαριασμοί του ρεύματος. Ακούω την αντιπολίτευση να λέει ότι είναι «λογαριασμοί Μητσοτάκη». Οχι, δεν είναι λογαριασμοί Μητσοτάκη, είναι λογαριασμοί Πούτιν, δεν αύξησα εγώ την τιμή του φυσικού αερίου, άλλος προκάλεσε την κρίση. Η δική μου δουλειά είναι να αντιμετωπίσω το πρόβλημα».
Από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου θα βρεθείτε σε λίγες μέρες, διαφαίνεται μία στρατηγική επιλογή ανοιχτής σύγκρουσης με τη Ρωσία. Πόσο ευνοεί αυτή η παράμετρος την προοπτική τερματισμού του πολέμου;
«Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι είναι καλύτερο να τελειώσει ο πόλεμος αύριο, από το να τραβήξει έξι ή δώδεκα μήνες. Και προφανώς όλοι θέλουμε να τελειώσει ο πόλεμος με τους καλύτερους δυνατούς όρους για την Ουκρανία και τη Δύση. Ομως μακριά από εμένα οποιαδήποτε λογική διαιώνισης του πολέμου ή αλλαγής του συστήματος διακυβέρνησης της Ρωσίας, ως αυτοσκοπός αυτής της προσπάθειας. Ευχόμαστε να τελειώσει ο πόλεμος, να υποστεί η Ρωσία το κόστος της επιλογής της, να επανέλθουμε σε ένα status quo το οποίο θα είναι «διατηρήσιμο» και, πρώτα και πάνω απ’ όλα, να σταματήσουν να σκοτώνονται αθώοι άνθρωποι».
Η σημερινή πολεμική κρίση αναδεικνύει και πάλι αδυναμίες της Ευρώπης, ειδικά στο ενεργειακό ζήτημα.
«Η Ευρώπη έχει στο παρελθόν δείξει και πολύ αργά αλλά και πολύ γρήγορα αντανακλαστικά. Η αλήθεια είναι ότι στην πανδημία αιφνιδίασε ευχάριστα με την απόφαση για την κοινή προμήθεια εμβολίων και την κατανομή στα κράτη-μέλη της Ενωσης με μόνο κριτήριο τον πληθυσμό, ασχέτως μεγέθους και οικονομικής δύναμης. Αλλά και κυρίως με το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο αποτέλεσε μία τομή κατά την άποψή μου στην ευρωπαϊκή Ιστορία. Ομως στο ζήτημα της ενέργειας δεν έχουμε δει τα ίδια αντανακλαστικά και δεν μπορώ να μην εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου για αυτό. Αυτή τη στιγμή έχουμε τη δυνατότητα ως Ευρώπη να είμαστε πιο τολμηροί. Είτε να διαπραγματευτούμε κεντρικά με τους μεγάλους προμηθευτές φυσικού αερίου είτε, αν δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε τέτοιου είδους παρεμβάσεις, να διαθέσουμε χρηματοδοτικούς πόρους για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Εμείς θα βάλουμε χρήματα στο τραπέζι για να απορροφήσουμε ένα μεγάλο μέρος των επιβαρύνσεων. Θα ήμασταν όμως πολύ πιο αποτελεσματικοί αν είχαμε και ευρωπαϊκή στήριξη σε αυτή την προσπάθεια. Δεν την έχουμε δει ακόμη και λυπάμαι πραγματικά γι’ αυτό».
Τι είναι αυτό που εμποδίζει τέτοιου είδους αποφάσεις;
«Τα εθνικά συμφέροντα».
Εχει σπάσει τελικά το πολιτικό στερεότυπο «Αριστερά – Δεξιά» στην Ελλάδα; Εσείς τοποθετείστε πλέον διαφορετικά; Θα δανειστώ κάτι που είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ότι «η χώρα πάντα κυβερνιέται στο Κέντρο».
«Είδα τη συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου, είναι κάτι το οποίο το λέω εδώ και πολλά χρόνια. Οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο. Και ναι, η χώρα πρέπει να κυβερνιέται από το Κέντρο. Το Κέντρο, τελικά ως πεδίο συγκερασμού των πλειοψηφικών δυνάμεων, γιατί πάντα οι περισσότεροι πολίτες αυτοπροσδιορίζονται κοντά στο Κέντρο. Αν επιχειρήσει κανείς μια ιδεολογική κατανομή στην κλίμακα από το 1 έως το 10, οι πιο πολλοί με βάση τους παλιούς άξονες είναι στο 5. Και αυτό το 5 δεν σημαίνει το Κέντρο κατ’ ανάγκη με όρους της δεκαετίας του 20ού αιώνα. Σημαίνει ένα Κέντρο το οποίο έχει λιγότερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής, έχει ορισμένες βασικές αρχές. Τη λειτουργία της ιδιωτικής οικονομίας. Ενα κράτος το οποίο να είναι παρεμβατικό εκεί που χρειάζεται, αλλά να λειτουργεί ως καταλύτης, προκειμένου ο κάθε πολίτης να εκφράζει τη δημιουργικότητά του. Θέλει μια ανάπτυξη με λιγότερες κοινωνικές ανισότητες. Δίνει έμφαση στον τομέα της ασφάλειας. Και ναι, προστατεύει και παραδοσιακές αξίες όπως η οικογένεια και οι παραδόσεις, που σε αυτόν τον πολύπλοκο πολυπολιτισμικό κόσμο έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημασία. Με αυτό λοιπόν το πλαίσιο πιστεύω ότι συμφωνεί η σιωπηλή πλειοψηφία των πολιτών. Μπορεί να είναι πιο σημαντικό από τις παραδοσιακές ταμπέλες, «Δεξιά ή Αριστερά». Επαναλαμβάνω, πολλές από τις δικές μας πολιτικές σίγουρα έχουν προοδευτικό πρόσημο. Αρα τι σημαίνει προοδευτικό; Αριστερό; Δεξιό; Κεντρώο; Εχει σημασία τελικά; Είναι πολιτικές σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της κοινωνίας. Αν η κοινωνία αλλάζει πιο γρήγορα από ό,τι η πολιτική, τότε υπάρχει πρόβλημα. Η πολιτική πρέπει να είναι τουλάχιστον ευθυγραμμισμένη με τις ανάγκες της κοινωνίας και ενίοτε να έχει το θάρρος να την οδηγεί σε μια κατεύθυνση που εκείνη τη στιγμή ενδεχομένως να μη θέλει να πάει. Γιατί μπορεί να υπάρχουν αλήθειες τις οποίες να μη θέλει να ακούσει. Λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο νομίζω ότι προσαρμόζεται η ελληνική κοινωνία».
Η αντιπολίτευση προσαρμόζεται στο αντίστοιχο πλαίσιο;
«Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι προσαρμόζονται οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Ειδικά για την αξιωματική αντιπολίτευση, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Είναι σαν να μην έχουν μάθει απολύτως τίποτα. Λένε τα ίδια πράγματα, με τα ίδια πρόσωπα, με την ίδια ξύλινη γλώσσα, που χρησιμοποιούσαν το ’12. Ούτε καν το ’15. Δεν έχω ακούσει μια καινούργια ιδέα, δεν έχω δει ένα καινούργιο πρόσωπο, αλλά αυτό είναι δικό τους θέμα, δεν θέλω να ασχοληθώ πολύ με την αξιωματική αντιπολίτευση, πέραν του να παρατηρήσω ότι σίγουρα δεν είναι καλό για τον τόπο να παρουσιάζει τέτοια ένδεια τεκμηριωμένων θέσεων και προσώπων, κατά την άποψή μου. Δυστυχώς εξακολουθεί να επενδύει στην τοξικότητα και στον διχασμό. Το μεγάλο πρόβλημα των κοινωνιών σήμερα, το οποίο επιτείνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ο διχασμός και η «ψηφιακή γκετοποίηση» των ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν να ακούν μόνο απόψεις ταυτόσημες με τις δικές τους. Και αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα δημοκρατίας».